«Του κάκου Φράγκο θέλουν να σε κάμουνε / που είσ Έλληνας τα Μνήματα φωνάζουνε», γράφει ο Αντώνιος Μαρτελάος στο επίγραμμα που αφιέρωσε στον Ούγκο Φόσκολο, υπαινισσόμενος το καθαρά ελληνικής έμπνευσης έργο του I sepolcri. Αλήθεια, τι ήταν εντέλει αυτός που το έργο του αναδείχθηκε σε έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους των νεότερων ιταλικών γραμμάτων; Είναι σαφές ότι ο Φόσκολο δεν λησμόνησε ποτέ τη γενέθλια γη, ούτε σταμάτησε ποτέ να έχει τη σκέψη του στην Ελλάδα και δεν εννοώ μόνο ότι άντλησε ποιητική έμπνευση από την Ελλάδα, όπως αυτή εκφράζεται στο αφιερωμένο στη γενέθλια γη της Ζακύνθου σονέτο του «No piu mai tocchero le sacre sponde», αλλά και ενεπλάκη με τον τρόπο του στον αγώνα της ανεξαρτησίας. Και τούτο, μολονότι επέλεξε συνειδητά να εκφραστεί στην ιταλική γλώσσα.
Μετά τον θάνατο του, οι μεταγενέστεροι του προσέδωσαν μια καθαρά ιταλική ταυτότητα, που επισκίασε τις ελληνικές του ρίζες: η εικόνα του έγινε περισσότερο ιταλική απ\' όσο Ιταλός υπήρξε ο ίδιος. Σε τούτο ίσως να συνέτεινε και η αναβλητικότητα των Ελλήνων, που αργοπορημένα σκέφτηκαν να ζητήσουν τη μετακομιδή των οστών του από την Αγγλία όταν ήδη τα είχαν πάρει οι Ιταλοί. Ακόμα και το σπίτι του στη Ζάκυνθο, τελευταία στιγμή γλίτωσε από την κατεδάφιση· αγοράστηκε το 1886 από τον Δήμο Ζακυνθίων, στεγάζοντας μέχρι την καταστροφή του από βομβαρδισμό το 1940 τη Φωσκολιανή Βιβλιοθήκη.
Σημείωση: Εδώ συζητάμε γενικά για το βιβλίο, δεν είναι ο χώρος τής βαθμολόγησης ή της κριτικής μας για το βιβλίο.
Η σύνδεση με το λογαριασμό σας στο Facebook είναι ασφαλής. Θα σας ζητηθεί να εξουσιοδοτήσετε το Bookia. Η εξουσιοδότηση που θα δώσετε στο Bookia θα χρησιμοποιηθεί μόνον για την παροχή των υπηρεσιών προσωπικά σε εσάς και πάντα με τη δική σας άδεια.