Σύνδεση Τώρα Σύνδεση στη Βιβλιοθήκη μου   ·   Όλες οι Βιβλιοθήκες στο Bookia
Τι είναι το Bookia;   ·   Blog   ·                     ·   Επικοινωνία  
Πως γράφω κριτική; Είμαι Συγγραφέας Είμαι Εκδότης Είμαι Βιβλιοπώλης Live streaming / Video
ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ του βιβλίου στο «Βιβλιοπωλείο ΠΟΛΙΤΕΙΑ».
Το Βιβλίο στη Βιβλιοθήκη μου
ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ του βιβλίου στο «Βιβλιοπωλείο ΠΟΛΙΤΕΙΑ».
Προσευχή για τις καινούργιες πατρίδες
Βιβλίο Νεοελληνική πεζογραφία - Μυθιστόρημα >> Κυκλοφορεί
Για να γράψετε και εσείς την κριτική σας για αυτό το βιβλίο, πρέπει πρώτα να συνδεθείτε.
Σύνδεση Τώρα

Υπέροχο!
  5
Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
31-08-2024 18:51
Υπέρ  Καθηλώνει, Πρωτότυπο, Διδακτικό, Τεκμηριωμένο
Κατά  
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;  
Ναι
  /  
Όχι
  

  5
Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
30-08-2024 18:21
Υπέρ  Διδακτικό
Κατά  
Το βιβλίο μας δίνει την ευκαιρία να διεισδύσουμε και να περιπλανηθούμε σε κάποιες από τις πτυχές της πρόσφατης ιστορίας μας, σε γεγονότα - ιστορικά και άλλα – όπως τα έζησαν οι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι σε κάποια γωνιά της Ελλάδας, εκεί που σμίγει η Δύση με την Ανατολή, στη Θράκη, την πατρίδα του συγγραφέα. Σ’ έναν γεωγραφικό χώρο που – από τότε, από τις αρχές του 1880 – που εξετάζει ο συγγραφέας, είχε σημαντική γεωπολιτική, στρατηγική σημασία για τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής.

Από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου, αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης, ότι οι ήρωες του συγγραφέα είναι απλοί καθημερινοί άνθρωποι, με τα βάσανα, τους καημούς, τις αγωνίες και προβληματισμούς τους, τα οράματά τους, τους οποίους ο κ. Μπουναρτζίδης αποθεώνει. Έχουμε να κάνουμε με ένα βαθιά ανθρωποκεντρικό έργο. Κάθε στιγμή που εξιστορείται είτε πρόκειται για στιγμές της καθημερινής ζωής, είτε κορυφαίες στιγμές της ζωής τους, όπως ο πόλεμος, οι ομηρίες, ο θάνατος, ο συγγραφέας μπαίνει βαθιά στην ανθρώπινη ψυχή των ανθρώπων αυτών, που βρέθηκαν στη δίνη σημαντικών εξελίξεων, γεγονότων, ανοίγει πορτάκια της ψυχής τους, ερμηνεύει τις σκέψεις τους, αναδεικνύει τα άδολα συναισθήματά τους, τους φόβους τους, τα διλήμματά τους, μπαίνει στην ψυχοσύνθεσή τους και έχεις την αίσθηση ότι το κάνει με μεγάλη ευκολία. Ίσως και επειδή είναι γόνος των βασικών ηρώων του, και του περίγυρού τους, τους έζησε ως παιδί, στα τελευταία χρόνια της ζωής τους και αυτή η μαγιά των αφηγήσεών τους, αποτέλεσε τον καμβά να πλέξει με αριστουργηματικό τρόπο τις ιστορίες του, μυθοπλαστικά, μυθιστορηματικά. Με την ίδια άνεση πλέκει τις προσωπικές περιπέτειες των ηρώων μου με τις μεγάλες εθνικές περιπέτειες αναδεικνύοντας την κοινή τους μοίρα.

Ο Γιάγκος και ο Μιχάλης της ιστορίας μας, είναι οι παππούδες του συγγραφέα. Πάνω στις ζωές τους και στις ζωές των ανθρώπων του περίγυρού τους πλέχτηκαν, εν πολλοίς, η ιστορία και ο μύθος, τα γεγονότα, μικρές ή μεγαλύτερες στιγμές του βίου τους. Και είναι στιγμές που υποκλίνεται ο αναγνώστης στις λογοτεχνικές αρετές, στη γλαφυρότητα της γραφής, τις εικόνες που φτιάχνει ο συγγραφέας, τις γεμάτες λυρισμό περιγραφές του, ενώ δε λείπουν – απεναντίας είναι έντονα – και τα λαογραφικά στοιχεία. Γράφει λοιπόν για τον εορτασμό του Αϊ – Γιάννη του Κλήδονα:

«Σαν να είχε συμφωνήσει και το φεγγάρι που κόντευε στη γέμιση, έκανε κι αυτό ό,τι μπορούσε για να μη σκοτεινιάσει εκείνη τη βραδιά, κάνοντας τον προξενητή ανάμεσα στον ήλιο και τους ανθρώπους. Κι αυτοί, έτρεχαν και περνούσαν πάνω απ’ τις φωτιές, πότε μοναχοί τους, πότε πιασμένοι χέρι – χέρι, μια και δυο και τρεις να ξορκίσουν το κακό κι έπειτα στέκονταν παράμερα, να πάρουν σειρά κι οι άλλοι.... Ύστερα έμπαιναν στο χορό. Αντρίκια πρόσωπα χαμογελαστά, μάγουλα αναψοκοκκινισμένα απ’ την πύρα κι απ’ το ρακί, ζωνάρια σφικτά δεμένα πάνω απ’ τα μαύρα πουτούρια, χοντρά γουρουνοτσάρουχα που κοπανούσαν με δύναμη πάνω στις πέτρινες πλάκες... Πρόσωπα γυναικεία με βλέμμα καθαρό, βήματα μετρημένα, κορμιά ορθά μέσα στις πλουμιστές γιορτινές φορεσιές... κι η γκάιντα και το νταούλι και το ούτι και το τουμπελέκι ν’ ανταμώνουνε με τις φωνές που τραγουδούσαν, και ν’ ανεβαίνουν οι καρδιές στον ουρανό».

Με γλαφυρότητα περιγράφει επίσης και την οικονομική ζωή της προβιομηχανικής περιόδου. Να πως περιγράφει το πολύβουο παζάρι, την αγορά με τα μαγαζιά, τα εργαστήρια, το ανθρώπινο μελίσσι, το ανθρώπινο μωσαϊκό που ζούσε τότε στην περιοχή: Μιλάμε για το 1897.

«....... Μετά κατέβαινε στην αγορά, στο καπαλούτσαρσι, στο Αληπασά Καδεσί, στο μπεζεστένι... Περιδιάβαινε στα καυταντζίδικα, στα γουναράδικα, στα μπακάλικα, στα κουϊμτζίδικα, στα καυταντζίδικα, στα παπουτσίδικα, έπιανε κουβέντα με τους μουμτζήδες, τους ακτάρηδες, τους τουτουντζήδες, τους αμπατζήδες και τους φεστζήδες. Καθόταν να ξαποστάσει σε κανένα καφενέ, κουβέντιαζε με γνωστούς και φίλους, Τούρκους, Γραικούς, Αρμένηδες, Οβριούς, που και που κάνα Βούλγαρο ή κάνα Βλάχο... Όταν σηκώνονταν να κινήσει ξανά, τα βήματά του τον έφερναν στο μπαλούκ – παζάρ κι έπειτα στον Ταχτά Καλέ στον Εβραϊκό μαχαλά».

..........



Ο συγγραφέας παρακολουθεί τους ανθρώπους του, ενώ γύρω τους και στην ευρύτερη περιοχή συντελούνται σημαντικές ανακατατάξεις σε πολιτικό – στρατιωτικό, οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον τους, αδύναμοι όχι απλά να παρέμβουν, αλλά και χωρίς καμία ενημέρωση για να τις κατανοήσουν απλά. Κάποιοι ταξιδευτές, κάποιοι που κάτι άκουσαν, κάποια αποκόμματα παλιών εφημερίδων είναι η πληροφόρησή τους για ότι γίνεται δίπλα τους, ή στον ευρύτερο βαλκανικό, αλλά και τον Ευρωπαϊκό χώρο ή και στα ανατολικά. Και αυτοί εκεί, στη δίνη των γεγονότων. Μεγάλες δυνάμεις, μεγάλα συμφέροντα, αλλαγές συνόρων, συνθήκες, ανακωχές, στρατιωτικές επιχειρήσεις και αυτοί εκεί, ανάμεσα στα δυό ποτάμια ένας ολόκληρος κόσμος να ζει την Οδύσσειά του, το ξερίζωμα των οικογενειών τους, τους διωγμούς, τις περιπλανήσεις τους, τις ανασφάλειές τους, τη φτώχεια, τη μιζέρια και απόγνωση, το μεροκάματο που «ήταν λίγο παραπάνω από το τίποτα» όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο συγγραφέας και πάντα απομονωμένοι εκεί ψηλά. Γράφει χαρακτηριστικά ο κ. Μπουναρτζίδης:

«Πιο ύστερα, κάπως ησύχασαν τα πράγματα, μάθαιναν για συζητήσεις, για σχέδια, για μοιρασιές, που γίνονταν από προξένους, δεσποτάδες, πλούσιους, μορφωμένους, μεγάλους και τρανούς, Τούρκους, Γραικούς, Βούλγαρους και Ευρωπαίους, αλλά τον Αποστόλη και τους όμοιούς του δεν έμπαινε στον κόπο να τους ενημερώσει κανένας, ούτε και να τους ρωτήσει, μόνο ό,τι τύχαινε να μάθουν μόνοι τους, σκόρπια, από δω κι από κει...

Αργότερα, όταν δούλευαν στο Κούλελι Μπουργκάζ, άκουσαν πάλι για τους Ρώσους, για τον πόλεμο... και σε λίγους μήνες, όταν πια είχαν επιστρέψει, μετά από την περιπέτεια με τους λιποτάκτες, άρχισαν να βλέπουν μουσουλμάνους πρόσφυγες απ’ τα βόρεια, να περνούν απ’ τα μέρη τους».

Μια Βαβυλωνία, ένα κουβάρι ανθρώπων με κοινή μοίρα, ενώ

«... εκεί κάτω στην Ελλάδα δεκάρα δεν δίνουν, μόνο τρώγονται όπως πάντα, ποιος θα φάει πιο πολύ απ’ τα δάνεια που παίρνουν απ’ τη φραγκιά και που θα τα πληρώνει μια ζωή ο κοσμάκης!... Στο είπα, τα χειρότερα δεν ήρθαν ακόμα!»

Η φράση «τα χειρότερα δεν ήρθαν ακόμα» ή παρεμφερείς φράσεις όπως «φαίνεται ότι τα πράγματα αγριεύουν» ή «... δεν ξέρουμε σε ποια μεριά θα βρεθούμε...» ή «δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει...» τις συναντάμε συχνά στο κείμενο και με τον τρόπο αυτό ο συγγραφέας μας θυμίζει, μας τονίζει τη ρευστότητα της πολιτικής κατάστασης που ήταν αποτέλεσμα αυτού του «σύρε κι έλα των αλλαγών των συνόρων, των ηγετών, των αποφάσεων και ανομολόγητων επιδιώξεων. Απλές φράσεις, απλοϊκές κουβέντες που έκρυβαν όμως πίσω τους βαθύτερα νοήματα, και πολιτικά νοήματα. Για παράδειγμα, το παππού το Μιχάλη - μας λέει ο συγγραφέας – όποιοι έρχονταν τον έπαιρναν φαντάρο, Τούρκοι, Βούλγαροι, Έλληνες».

Για την αξία των ιστορικών γεγονότων όπως αναφέρονται από το συγγραφέα, οφείλουμε να πούμε ότι αυτά αποτελούν μάθημα ιστορίας, ιδιαίτερα για μας τους «χάμω» τους «χαμουτζήδες» τους λεγόμενους και παλιοελλαδίτες. Άγνωστες – για πολλούς – ιστορικές στιγμές που εξελίσσονται ξετυλίγοντας το κουβάρι του χρόνου ο κ. Μπουναρτζίδης, αφού εξετάζει τα γεγονότα από το 1882 έως το 1922 – που πιστεύω ότι αποτελούν πολύτιμο κομμάτι της ιστοριογραφίας τουλάχιστον στην περιοχή. Εξ άλλου ρίχνοντας μια ματιά στην βιβλιογραφία στο τέλος του βιβλίου, διαπιστώνει κανείς ότι ο συγγραφέας άντλησε πάμπολλες ιστορικές πηγές, ερεύνησε πλήθος πηγών προκειμένου να τεκμηριώσει τα γραφόμενά του και να τα πλέξει με τις αφηγήσεις των προγόνων του. Και δε μένει μόνο σ’ αυτά, αφού βλέπουμε και αναφορές και σε άλλες στιγμές της ιστορίας, όπως η Οκτωβριανή Επανάσταση των Μπολσεβίκων στη Ρωσία το 1917 – αλλά κι ενωρίτερα – κατά πολλούς το μεγαλύτερο γεγονός του 20ού αιώνα, ή μαθαίνουμε για τη γέννηση των σοσιαλιστικών ιδεών στη Θεσσαλονίκη με τη Φεντερασιόν του Μπεναρόγια, μαθαίνουμε για την υπογραφή της πρώτης Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας – επίκαιρο ζήτημα αφού επί των ημερών μας καταργείται, παρακολουθούμε στη Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή, την προσφυγιά που ακολούθησε και τις άσχημες συνθήκες που συνάντησαν οι ξεριζωμένοι όταν ήλθαν στην Ελλάδα. Ακόμη παρακολουθούμε την κοινωνία της προβιομηχανικής εποχής και το πέρασμα στην πρώτη περίοδο της βιομηχανικής, με τα Καπνεργοστάσια, τη σηροτροφία, την εμφάνιση του αυτοκινήτου, του τρένου, των θωρηκτών – πλοίων, των αεροπλάνων που ξένιζαν βέβαια τότε με τη θέα τους. Όλα κομβικές στιγμές της πρόσφατης ιστορίας ειδομένα μέσα από τα μάτια των απλών ανθρώπων.

Εν κατακλείδι ο συγγραφέας έρχεται να μας θυμίσει - την όχι αυτονόητη από όλους – αλήθεια, ότι την ιστορία και πολύ περισσότερο την μικροϊστορία ενός τόπου τη γράφουν οι πολλοί, οι απλοί άνθρωποι, οι οποίοι συχνά είναι τα θύματά της.

Η προσευχή για τις καινούργιες Πατρίδες και η μαστοριά που είναι γραμμένο το βιβλίο επιβεβαιώνει τον παραπάνω συλλογισμό.

Γράφει στον επίλογό του ο κ. Μπουναρτζίδης:

«Αυτά τα κομμάτια της ιστορίας, - εννοεί τα γνωστά, - άμα στηθούν στη σειρά και όπως πρέπει, μοιάζουν μ’ εκείνα τα σπασμένα αρχαία, που τα ξεθάβουν οι αρχαιολόγοι, τα ταιριάζουν κι έπειτα βάζουν τη φαντασία τους να δουλέψει να συμπληρώσουν ό,τι λείπει για να ξαναζωντανέψουν έπειτα την εποχή τους...

Εδώ δε χρειάστηκε φαντασία για να φτιαχτεί ό,τι λείπει...

Τα κομμάτια που λείπουν, εύκολα συμπληρώνονται απ’ την ιστορία, τη γραμμένη και ειπωμένη... Η φαντασία χρειάστηκε μόνο για να ταιριάσουν οι άνθρωποι, οι παππούδες, μέσα στα γεγονότα μιας εποχής, μέσα στην ιστορία αυτής της μεγάλης πατρίδας, αυτής της πατρίδας της τόσο παραμελημένης...

Τα κομμάτια που λείπουν απ’ τη ζωή των παππούδων, είναι πιο πολλά απ’ αυτά που ξέρω εγώ, αλλά υπήρξε χώρος αρκετός να χωρέσει τα βάσανα του τόπου και των ανθρώπων του».

Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;  
Ναι
  /  
Όχι
  

Όλες οι σχέσεις του βιβλίου
Το ακολουθούν
0
Το έχουν
2
Το θέλουν
1
Αγαπημένο τους
0
Το δανείζουν
0
Το δάνεισαν
0
Το δανείστηκαν
0
Το διάβασαν
0
Το διαβάζουν
0
Το χαρίζουν
0
Το ανταλλάσσουν
0
``

Θέλετε να λαμβάνετε ενημέρωση από το Bookia;

Πηγή δεδομένων βιβλίων



Χορηγοί επικοινωνίας






Κοινωνικά δίκτυα