"Ξαφνικά ακούστηκε ένα δυνατό δαιμονικό γέλιο, ένας ήχος λες κι ερχόταν κατευθείαν από τα έγκατα της Κόλασης, από τον ίδιο τον Άδη, τον Εωσφόρο ή ό,τι άλλο, τέλος πάντων, υπάρχει εκεί κάτω. Η φωνή του μπάτσου έφτανε στ\' αυτιά όλων κάπως θαμπή, μια και τα χέρια του κάλυπταν το πρόσωπό του.
"Αγησίλαε, ψοφάς; Ψοφάς, ρε λέοντα, ε; Πάπαλα; Δεν σ\' ακούω! Σ\' έφαγε το μουνάκι, Αγησίλαε; Και να το γαμούσες κιόλας, να \'λεγα! Θα το \'λεγα δηλαδή... "Πεθαίνει ευτυχισμένος!" " Αλήθεια, τη γάμησες ποτέ τη σκύλα ή μας παραμύθιαζες;" Κουφάλα, αεροπόρε!... Θυμάσαι, ρε;... Θυμάσαι τη φοιτήτρια; Τότε...Ε, θυμάσαι; Πόσοι την ξεσκίσαμε την πουτανίτσα; Για θυμήσου!... Είχες αρχές όμως τότε! Α, όλα κι όλα! "Πρώτα η αεροπορία!" Έτσι δεν είχες πει; "Οι μπάτσοι μετά". Ύστερα ξέπεσες, καημένε. Νωρίς στη σύνταξη, ίσα που πρόλαβες, κουφάλα!... "Οι μπάτσοι μετά" ψοφίμι! "Οι μπάτσοι μετά" έλεγες. Οι μπάτσοι ποτέ, ρε! Εγώ δεν τη γάμησα, ρε τελειωμένοι! Ούτε τη γαμημένη τη φοιτήτρια ούτε την Αλβανίδα. Δεν γαμάω ψόφιες, ρε! Κι αυτό εδώ το βρομόμουνο, που λερώνει το σπίτι μου... να ξέρεις, ρε!... ούτε αυτήν τη γάμησα ποτέ. Ψέματα σου \'λεγα, ρε μοδίστρα! Κατάλαβες; Και κανένα βρομόμουνο! Καριόλες!... Εγώ γαμάω κώλους, ρε! Τον κώλο της μάνας σας γαμάω. Σας γαμάω όλους και σας φτύνω στη μάπα... Ακούτε; Στη μάπα!... Έξω, ρε! Όλοι! Έξω, ρε κουφάλες, απ\' το σπίτι μου! Τώρα!"
Σε μια μονοκατοικία, ένα ανοιξιάτικο μεσημέρι του 2015, συνωστίζεται πολύς κόσμος: ο εισοδηματίας, ιδιοκτήτης του σπιτιού, πρώην αστυνομικός Αριστοτέλης Βαταβάλης, ο συνταξιούχος φίλος του, σμηναγός Αγησίλαος Λεονταρίου, μια εικοσάχρονη Τσέχα μετανάστρια, η Βαλέρια, ο Φαίδων, "προστάτης" της προηγούμενης, η γνωστή τηλεπαρουσιάστρια Ξανθή Ξανθή και ένας άνεργος τριαντάρης, ο Ζήνων Ωροδύνης, ντυμένος Σπάιντερμαν.
Η άβυσσος που χωρίζει αυτή την ετερόκλητη παρέα, σε μια κρισιμότατη στιγμή, ενώνει όλους σε έναν θανάσιμο εναγκαλισμό: χωρίς να το συνειδητοποιούν γίνονται όλοι μαριονέτες στο ίδιο, φρικαλέο στην ωμότητά του, τηλεοπτικό σόου. Ένα σόου που εξοντώνει συμμετέχοντες (αλλά και θεατές), τον ένα μετά τον άλλο, στο όνομα όχι της τηλεθέασης αλλά της επιβίωσης, στην κυριολεξία, μιας διεφθαρμένης χώρας.
Η μαύρη κωμωδία που στήνει ο Δημήτρης Μητσοτάκης με τη "Μονοκατοικία", ξετυλίγεται με τη μορφή ενός σκληρού θρίλερ με καταιγιστικές ανατροπές - προεκτείνοντας τολμηρά το παρόν της σύγχρονης Ελλάδας στο πολύ κοντινό μέλλον. Με αυτή την έννοια ο εφιαλτικός Απρίλης του 2015 που περιγράφει ο συγγραφέας δεν είναι καθόλου μακριά: είναι εδώ και τώρα. Είναι η άλλη όψη της φτηνής γκλαμουριάς, της δίψας για το εύκολο χρήμα, της λαγνείας των συναλλαγών με την εξουσία.
Κάποιοι θα αναγνωρίσουν σ\' αυτή τη μονοκατοικία που καταβροχθίζει τους επισκέπτες της γνώριμους διαφθορείς της καθημερινότητάς μας, κάποιοι τον ίδιο τους τον εαυτό ή τους φίλους τους. Κανένας όμως δεν πρόκειται να αδιαφορήσει εμπρός σ\' αυτή τη νουάρ αναπαράσταση μιας ντροπιασμένης Ελλάδας που αυτοκτονεί για να σώσει την ψυχή της...