"Σε διάλεξα. Ανάμεσα σε όλους τους ανθρώπους διάλεξα εσένα, θα μείνεις εκεί κρυμμένη. Τώρα δεν κινδυνεύεις. Είσαι προστατευμένη και ασφαλής. Κανείς δεν μπορεί να σ\' αγγίξει, θα μείνεις καθαρή. Όσα χρόνια και να περάσουν. Δεν θα γεράσεις ποτέ. Ακόμα κι όταν θα \'χεις γίνει γυναίκα, θα είσαι πάντα κορίτσι. Μέχρι να γίνεις κομμάτι από μένα. Μέχρι τίποτα να μην μπορεί να μας χωρίσει."
"O "Wolfgang" του Γιάννη Μαυριτσάκη βασίζεται στη γνωστή ιστορία που συντάραξε πρόσφατα τη Βιέννη, όταν η τότε 18χρονη Νατάσα Κάμπους κατάφερε ν αποδράσει μετά από οκτώ χρόνια αιχμαλωσίας, έγκλειστη σ ένα υπόγειο κελί. Ο απαγωγέας της, 40χρονος Wolfgang αυτοκτόνησε, ενώ η ίδια δήλωνε στους δημοσιογράφους: "ήταν μέρος της ζωής μου και κατά κάποιο τρόπο θρηνώ γι\' αυτόν".
Μια επιπόλαιη ανάγνωση θα κατέτασσε ίσως το έργο στο είδος θέατρο-ντοκουμέντο. Ο Μαυριτσάκης όμως, δεν περιορίζεται στην απλή καταγραφή των αληθινών γεγονότων, αλλά ιχνογραφεί την αφώτιστη, σκοτεινή πλευρά τους. Κατορθώνει να αποσπάσει την ιστορία του απ τα πραγματικά της πλαίσια και να την αναγορεύσει σε αυθεντικό έργο τέχνης, που ανοίγεται μάλιστα σε γόνιμο διάλογο με τον "Άμλετ" του Σαίξπηρ.
Κάτω απ το πρίσμα του κρίσιμου αμλετικού ερωτήματος, "να ζεις ή να μη ζεις", ο Μαυριτσάκης επαναπροσδιορίζει τις έννοιες ελευθερία, ζωή, θάνατος, φως και σκότος, αθωότητα, ενοχή, αμαρτία και τιμωρία, για να φθάσει σε μια "ψυχανάλυση" του σύγχρονου, διαφωτισμένου ανθρώπου της εποχής μας, με τη συνείδησή του αναδιπλωμένη, σκιώδη και κλειστή, παρά τις αντίθετες διακηρύξεις. Ο Wolfgang του, όπως ο Άμλετ, αδυνατεί να σκοτώσει συμβολικά τον "πατέρα" και να περάσει απέναντι, στην ανδρική του υπόσταση και ταυτότητα. Αντί για αυτό, φυλακίζει το αγαπώμενο, κυρίαρχο θήλυ, την εν δυνάμει γυναίκα Οφηλία-Fabienne (μια εικόνα μητρική) σ ένα υπόγειο άντρο σκοτεινό, για να την προστατεύσει (από τη ζωή), για να την εξουσιάζει, για να την έχει πάντα "δική του" και για να μείνει "καθαρή". Όταν εκείνη δραπετεύει στο φως και στον πόνο του υπάρχειν "έτσι" ως ον με ανεπτυγμένη, αυτόνομη, ανοιχτή στον κόσμο συνείδηση, όταν αναδύεται ολόκληρη μετά το μυητικό της ταξίδι στο σπήλαιο του Άδη, ο Wolfgang επιλέγει τον αντίθετο δρόμο. "Σβήνει" εντελώς τη συνείδησή του και ακολουθεί τυφλά το φάντασμα του πατέρα στα σκοτεινά του βασίλεια.
Αυτή, πιστεύω, είναι η βαθύτερη ratio του έργου, να ξαναδώσει τον λόγο στη χαμένη θηλυκή persona, κάνοντας να "μιλήσει" η αμίλητη ως τώρα εικόνα μιας Οφηλίας.
Ένα έργο σπουδαίο, που αρθρώνει γλώσσα οικουμενική και διακινδυνεύω την πρόβλεψη ότι θα κάνει μεγάλη καριέρα στο εξωτερικό. [...]"
(Λέανδρος Πολενάκης, κριτική θεάτρου στην εφημερίδα "Η Αυγή", 23.11.2008)