Ποτάμια που δεν τήρησαν τους σιωπηλούς τους όρκους κραδαίνοντας σφιχτά κάτω από τ άμφιά τους το μαχαίρι, βουνά που παραμέριζαν από την πίστη σου ότι θα με κρατήσεις κοντά σου - "δεν βλέπεις, που με παραμονεύει ο Αχέροντας", σου έλεγα δείχνοντας τα νερά να μαυρίζουν από τις ποντισμένες νάρκες και τους αγνοούμενους, εσύ
μου έδειχνες έξω απ το παράθυρο το πλατάνι που κρεμάσαν τον Άγιο κι ετοίμαζες αμίλητη γλυκό κυδώνι κέρασμα για τα σαράντα μου, έτσι
κυλούσαν οι μέρες κι οι εβδομάδες, αλλά εγώ έμενα με τις φωνές, τα παρακάλια, τα ξυλοφορτώματα λεία πολύτιμη της καθημερινότητάς σου περνούσε τ απογεύματα πάνω απ τα νερά ο Χριστός, μας κοίταζε με τα διαπεραστικά του μάτια
"αλλάζουν δέρμα τα ποιήματα μπροστά στην τηλεόραση", έλεγε, "σωριάζουν πλάι σου χαμένες μέρες"
"κι έπειτα ο δρόμος παύει να είναι ο Πατέρας σου".
Σημείωση: Εδώ συζητάμε γενικά για το βιβλίο, δεν είναι ο χώρος τής βαθμολόγησης ή της κριτικής μας για το βιβλίο.
Η σύνδεση με το λογαριασμό σας στο Facebook είναι ασφαλής. Θα σας ζητηθεί να εξουσιοδοτήσετε το Bookia. Η εξουσιοδότηση που θα δώσετε στο Bookia θα χρησιμοποιηθεί μόνον για την παροχή των υπηρεσιών προσωπικά σε εσάς και πάντα με τη δική σας άδεια.