Ο Αλέξης Ακριθάκης, "ένας ονειροπόλος που απορεί για την υφή του κόσμου και καθρεφτίζει την απορία του αυτή στην αυτόματη σχεδόν ζωγραφική πράξη", κατά τον Χρήστο Μ. Ιωακειμίδη, αντίκρισε, όπως μας περιγράφει ο Κώστας Ταχτσής, ένα πρωί του \'67 απ\' το μπαλκόνι του το φρικτό θέαμα: "Στη γωνία του δρόμου ήταν ένα τανκ, οι εργαζόμενοι κατηφόριζαν με τα πόδια, σαν κουρδισμένοι, προς το κέντρο της πόλης, και στο αντικρινό περίπτερο δεν ήταν κρεμασμένες οι πρωινές εφημερίδες. Τον κοίταξα: και τα δικά του μάτια ήταν βουρκωμένα." Λίγο αργότερα έφυγε, πήγε στο Βερολίνο, όπως έφυγαν κι άλλα παιδιά της γενιάς του που "μεγάλωσαν σ\' έναν κόσμο που δεν ενέκριναν και που ξέροντας πόσο δύσκολο ήταν να τον αλλάξουν του γύριζαν την πλάτη." Ο Αλέξης Ακριθάκης ένα μόνο δεν στερήθηκε στην τρικυμιώδη ζωή του: το αγαθό της ελευθερίας. Και ένα πράγμα αγνόησε παντελώς: το ένστικτο αυτοσυντήρησης ή, γενικά, τη συντήρηση. Στη ζωγραφική του δεν υποψιάζεσαι τον πόνο, απολαμβάνεις την ελευθερία της έκφρασης και μια καθαρή ματιά, μια αθωότητα που η τέχνη αποχωρίστηκε τόσο παλιά όσο ο 4ος αι. π.Χ.
Τα μικρό αυτό βιβλίο της Νίκης Μαραγκού είναι ενθύμηση του καλλιτέχνη και αφιέρωση σ\' αυτόν. Περιγράφει μια νύχτα από τη ζωή του και περισώζει σε 23 φωτογραφίες του 1968 από το Βερολίνο στιγμές από την καθημερινότητά του. Λαβαίνουμε έτσι κι εμείς μια ιδέα για "το πιο τίμιο, τη μορφή του".
Σημείωση: Εδώ συζητάμε γενικά για το βιβλίο, δεν είναι ο χώρος τής βαθμολόγησης ή της κριτικής μας για το βιβλίο.
Η σύνδεση με το λογαριασμό σας στο Facebook είναι ασφαλής. Θα σας ζητηθεί να εξουσιοδοτήσετε το Bookia. Η εξουσιοδότηση που θα δώσετε στο Bookia θα χρησιμοποιηθεί μόνον για την παροχή των υπηρεσιών προσωπικά σε εσάς και πάντα με τη δική σας άδεια.