Αγαπητοί συνάδελφοι, κυρίες και κύριοι, ως προς τον προβληματισμό του σεμιναρίου με θέμα την ανάδειξη και αξιοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς, το οποίο οργανώθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού στο πλαίσιο της τέταρτης Ελληνικής Προεδρίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, θα ήθελα να επισημάνω δυο-τρία σημεία από όσα πολύ ενδιαφέροντα ακούστηκαν τις μέρες αυτές, και να διατυπώσω, αν μου επιτρέπετε, κάποιες προσωπικές σκέψεις.
Κατ\' αρχάς, για το ελληνικό Υπουργείο Πολιτισμού η ανάληψη της συγκεκριμένης διοργάνωσης με τη συγκεκριμένη θεματική, τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, ήταν όχι απλώς μία από τις κύριες προτεραιότητες στο μακρύ κατάλογο των δράσεων του στο πλαίσιο της Προεδρίας, αλλά μια απολύτως απαραίτητη πρωτοβουλία. Η προστασία, η συντήρηση, η ανάδειξη, η διαχείριση, η αξιοποίηση του τεράστιου πολιτιστικού πλούτου που διαθέτει η χώρα μας, δεν μπορεί παρά να αποτελεί βασική πολιτική μας επιλογή. Σε μια στιγμή που επιχειρείται, εν ονόματι της ελευθερίας και της δημοκρατίας, η ισοπέδωση και η πολτοποίηση βασικών ιδεών, η συζήτηση για τον πολιτισμό, για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό και το κοινό του υπόβαθρο, για τον κώδικα των αξιών που η Ελλάδα κληροδότησε στην Ευρώπη, είναι απολύτως επίκαιρη. [...]
Αν πράγματι θέλομε να μιλάμε για το μέλλον του παρελθόντος μας, αυτό το οποίο πρέπει να κατανοήσαμε και κυρίως να δώσομε και στους άλλους να καταλάβουν είναι ότι απαιτείται επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό. Και φυσικά αυτό που πιο πάνω ονόμασα ως το μέλλον του παρελθόντος μας δεν μπορεί να εξασφαλισθεί πλέον, παρά μόνον εφ\' όσον αναπτυχθεί και εξασφαλιστεί μια δυναμική προστασία των αρχαιολογικών τεκμηρίων, και όταν λέω δυναμική προστασία δεν την αντιδιαστέλλω με την παθητική προστασία, την οποία ανέπτυξε στην ομιλία του ο φίλος και συνάδελφος Hermann Kienast μιλώντας για την προστασία των καταλοίπων δια της μεθόδου της κατάχωσης, μέθοδο την οποία άλλωστε προβλέπει και ο Νόμος 3028/02 «Για την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς». Μιλώ για τη δυναμική της ζωής, η οποία θα πρέπει να προβάλλεται στα μνημεία. Τα μνημεία, κατά την άποψη μου, δεν είναι άψυχες πέτρες, είναι ζωντανοί οργανισμοί που απαιτούν τη φροντίδα και τη μέριμνα του ειδικού επιστήμονα, του αρχαιολόγου, αυτού που θα μπορέσει να συνομιλήσει μαζί τους και να αντιληφθεί τα μηνύματα που εκπέμπουν, τα νοήματα που μεταφέρουν.
Παράλληλα όμως, τα μνημεία ανήκουν στο είδος εκείνο των οργανισμών, οι οποίοι ζουν δια της ζωής. Δεν είναι δυνατόν πλέον, εάν βέβαια θέλομε να υφίσταται η έννοια της προστασίας του πολιτιστικού αποθέματος, αν θεωρούμε ότι οι μη ειδικοί πρέπει να γίνουν μύστες και κοινωνοί των αξιών του παρελθόντος, να δεχόμαστε πεπαλαιωμένα σχήματα, παρελθοντικές μορφές που ήθελαν τον αρχαιολόγο, τον ιστορικό, τον ερευνητή του παρελθόντος, το διαχειριστή εν τέλει αυτού του πλούτου, μακριά και απομονωμένο από την κοινωνία και τα δρώμενα στον κοινωνικό χώρο. Οι αρχαιολογικοί χώροι και τα μνημεία διατηρούνται καλλίτερα και προστατεύονται από τη στιγμή που κοινωνικοποιούνται, από τη στιγμή που εντάσσονται στο πλαίσιο της οικονομίας του ελεύθερου χρόνου και αποκτούν τα χαρακτηριστικά της συμμετοχής στη σύγχρονη πραγματικότητα. Ο καθένας από μας αποκτά μια άλλη σχέση με τους αρχαιολογικούς χώρους από τη στιγμή που αντιλαμβάνεται ότι αυτοί οι χώροι του παρελθόντος εμπλουτίζουν το δικό μας παρόν και μελλοντικά συντελούν στη βελτίωση της ποιότητας της καθημερινής μας ζωής.
[...]
(Λίνα Μενδώνη, Γενική Γραμματέας Υπουργείου Πολιτισμού)