O Ντεγκά γεννήθηκε στην οδό Σεν-Ζωρζ, στο Παρίσι, στις 19 Ιουλίου του 1834. Ο πατέρας του, Αύγουστος ντε Γκα, ήταν τραπεζίτης και διηύθυνε ένα υποκατάστημα της τράπεζας Νεαπόλιταν, η οποία ανήκε στην οικογένεια. Άνθρωπος ιδιόρρυθμος, ο Ντεγκά, ως προς τη φύση του, ήταν μεσογειακός. Η μητέρα του πέθανε το 1847, έτσι ο πατέρας και ο παππούς άσκησαν στο αγόρι τη μεγαλύτερη επιρροή κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Ακόμα και στις δύσκολες εποχές, η κοινωνική θέση του Ντεγκά του εξασφάλιζε ελευθερία από τις ανησυχίες για τα υλικά αγαθά, οι οποίες πολύ συχνά βασάνιζαν τους ομότεχνούς του.
Ο Ντεγκά, ένας μεγάλος ερμηνευτής του γυναικείου σώματος, είχε επηρεαστεί αρχικά από τον Ένγκρ και τα νεανικά έργα του μαρτυρούν έναν αυθεντικό συνδυασμό του νεοκλασικισμού με το ρεαλισμό. Η φύση τον ενοχλούσε και η μυθολογία δεν τον απασχόλησε πολύ. Σε αντίθεση με τους φίλους του ιμπρεσιονιστές, τους οποίους συναναστρεφόταν καθημερινά στο Γκερμπουά, δεν πίστευε ότι η «αλήθεια» έπρεπε να συλλαμβάνεται ζωγραφίζοντας στην ύπαιθρο. Επιθυμούσε «να μαγέψει την αλήθεια, να της δώσει την επίφαση της τρέλας». Η ζωγραφική ήταν γι αυτόν «προϊόν της φαντασίας».
Να γιατί ο Ντεγκά δεν αισθανόταν ότι δούλευε πραγματικά, παρά μόνο στο ατελιέ του. «Χρόνια ολόκληρα», γράφει ο Ζωρζ Μουρ, «κλεινόταν εκεί από το πρωί ως το βράδυ και αρνιόταν ν ανοίξει την πόρτα του ακόμη και στους πιο στενούς φίλους του». Όπως και ο Μανέ, ήταν καχύποπτος απέναντι στην «τυραννία που ασκεί η φύση». Στην ύπαιθρο, πίστευε ο Ντεγκά, η φύση υποδεικνύει στον καλλιτέχνη χίλιες δύο διαφορετικές κατευθύνσεις. Η φύση δεν επιλέγει. Δεν είναι ούτε αληθινή ούτε ψεύτικη και αρχίζει να υπάρχει, όταν το μάτι αρχίζει να την ανασυνθέτει. Χωρίς τη φύση ο κόσμος της φαντασίας δε θα είχε από πού ν αντλήσει τα θέματά του, αλλά χωρίς τη δύναμη της σκέψης η φύση θα παρέμενε για πάντα δυσνόητη. Γι αυτό ο Ντεγκά εκτιμούσε περισσότερο τη σύγχρονη ζωή και συγκεκριμένα ό,τι πιο φτιαχτό και τεχνητό αυτή είχε να προσφέρει: το θέαμα. Εφόσον η πόλη ήταν ήδη ένας φτιαχτός και τεχνητός κόσμος, το θέατρο εμφανιζόταν ως κάτι τεχνητό μέσα στο τεχνητό. Το να προσθέτει σ αυτό επιπλέον κάτι τεχνητό, ζωγραφίζοντας το θέατρο, ήταν ένα παράδοξο που δεν ενοχλούσε ούτε στο ελάχιστο τον Ντεγκά. Κατανοούσε ότι αν αποσυνέθετε σταδιακά την πραγματικότητα, θα γινόταν πιο ισχυρή και πίστευε ότι μόνο έτσι θα μπορούσε να φθάσει στο νόημα της αλήθειας της ζωής, την κίνηση.
Βέβαια, η κίνηση γίνεται αντιληπτή μόνο σε σχέση με ένα ακίνητο σημείο αναφοράς. Αυτή είναι, στο έργο του Ντεγκά, η λειτουργία της πρωτότυπης τοποθέτησης που χρησιμοποίησε στις Χορεύτριες ή στις Γυναίκες που πλένονται. Με τα δεμένα και γεμάτα αντίθεση πλάνα του, δίνει ένταση στην κίνηση χωρίς να αισθάνεται την ανάγκη να τη δραματοποιήσει. Συλλαμβάνει το εφήμερο της στιγμής στην υπόκλιση μιας μπαλαρίνας ή στο χασμουρητό μιας σιδερώτριας ή στο χέρι μιας γυναίκας που χτενίζεται.
Το βλέμμα, με το οποίο ο Ντεγκά παρατηρεί επίμονα μια γυναίκα, προδίδει ενθουσιασμό που δεν αφήνεται να εκδηλωθεί. Ο πόθος χαλιναγωγείται από το πνεύμα. Ο Ντεγκά προσπαθεί να αποστασιοποιηθεί. Η έμμονη ιδέα του ήταν να έχει πνευματική διαύγεια, να μην εξιδανικεύει τα πιστεύω του. «Τις δείχνω χωρίς την κοκεταρία τους, σαν ζώα που καθαρίζονται», έλεγε για τις Γυναίκες που πλένονται. Ήταν αλήθεια - και ήταν απάτη. Γιατί αυτές οι διαμαρτυρίες του για αντικειμενικότητα υποχωρούν μπροστά στον εμφανώς καταπιεσμένο πόθο. Αυτά τα σώματα που τα παιδεύει καθώς πλένονται ή ντύνονται, τον εντυπωσιάζουν. Σαν μοντέρνος Πυγμαλίων, δεν μπορούσε να αποχωριστεί τα έργα του. Ζηλιάρης, σαν να επρόκειτο για την ερωμένη του, δεν τα παραχωρούσε παρά μόνο με μεγάλη του λύπη, φθάνοντας μερικές φορές ως το σημείο να αμαυρώνει τη φήμη τους για να μην πουληθούν. Χολωμένος και σχεδόν τυφλός, πέρασε θλιβερά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, περιτριγυρισμένος από μια θρυλική συλλογή που δεν μπορούσε πια να απολαύσει, σαν μισάνθρωπος, τον οποίο μερικοί κολάκευαν, ενώ οι περισσότεροι αγνοούσαν.
(από το βιβλίο του Ζαν-Φρανσουά Ζιλού, "Οι Μεγάλοι Ζωγράφοι".)