Η γλώσσα και η διδασκαλία της υπήρξε στη χώρα μας ο μεγάλος καημός όχι μόνο των εκπαιδευτικών, αλλά και όλων των γραμματιζούμενων. Η συζήτηση όμως για τη γλώσσα ξεστράτισε και πήρε ιδεολογική / πολιτική διάσταση, με αποτέλεσμα ούτε η κοινή νεοελληνική (ΚΝΕ), η δημοτική, να μελετάται και να καλλιεργείται όσο θα έπρεπε ούτε να συνδέεται η διδασκαλία της στο σχολείο με τις εξελίξεις της γλωσσολογίας και της διδακτικής. Η καθιέρωση της δημοτικής ως γλώσσας του σχολείου και της γραφειοκρατίας το 1976 έδωσε τη δυνατότητα για πρώτη φορά να αναπτυχθεί ένας ουσιαστικός προβληματισμός για τη γλώσσα και να διερευνηθούν πιο αποτελεσματικές διδακτικές προσεγγίσεις. Έτσι για πρώτη φορά συνδέθηκε η γλωσσολογία με τη διδακτική της γλώσσας, κάτι που είναι ολοφάνερο τόσο στα Αναλυτικά Προγράμματα όσο και στα σχολικά βιβλία που εκδόθηκαν από το 1982 κι ύστερα. Μεγάλη ώθηση προς την κατεύθυνση αυτή έδωσε η ανάπτυξη από τη δεκαετία του 80 της κοινωνιογλωσσολογίας, της ψυχογλωσσολογίας και των επιστημών μάθησης, τα πορίσματα των οποίων οδήγησαν στην υιοθέτηση σύγχρονων πιο αποτελεσματικών μεθόδων διδασκαλίας της γλώσσας. Η ανάπτυξη των ανωτέρω επιστημών μας έκανε να συνειδητοποιήσουμε ότι η γλώσσα, κάθε γλώσσα, δεν είναι ένα όργανο επικοινωνίας που χρησιμοποιείται με τον ίδιο τρόπο από όλους τους ανθρώπους. Ομάδες ομόγλωσσων διαφοροποιημένες γεωγραφικά και κοινωνικά χρησιμοποιούν διαφορετικά γλωσσικά ιδιώματα (γεωγραφικά, κοινωνικά), από τα οποία ένα καθιερώνεται ως κοινό ιδίωμα όλων των ομόγλωσσων. Αλλά και η επιλεγμένη κοινή γλώσσα, που διδάσκεται στο σχολείο, δεν είναι ομοιογενής αλλά διαφοροποιείται σε επίπεδα ύφους ανάλογα κυρίως με την περίσταση επικοινωνίας και τον αποδέκτη. Ο δάσκαλος / καθηγητής οφείλει να έχει συνείδηση της γλωσσικής διαφοροποίησης, ώστε να διδάξει και να καλλιεργήσει στους μαθητές τις κοινωνικές γλωσσικές δεξιότητες, που είναι κατάλληλες σε κάθε επικοινωνιακή συνθήκη. Ένα άλλο αποτέλεσμα των πρόσφατων ερευνητικών εργασιών για τη γλώσσα και το γραμματισμό είναι η διαπίστωση ότι οι γλωσσικές δεξιότητες ακρόαση, ομιλία, ανάγνωση και γραφή έχουν τόσες ομοιότητες μεταξύ τους ώστε δε θα είχε νόημα να αντιμετωπίζονται εντελώς χωριστά. Γι αυτό και στο βιβλίο αναπτύσσεται μια ολιστική προσέγγιση αναφορικά με την κατάκτηση των γλωσσικών αυτών δεξιοτήτων. Ο δάσκαλος / καθηγητής, που επιδιώκει να καταστήσει τους μαθητές του ικανούς να ανταποκρίνονται στις γλωσσικές επικοινωνιακές ανάγκες, οφείλει να είναι ενημερωμένος για τις πρόσφατες επιστημονικές αντιλήψεις για τη γλώσσα και τη διδασκαλία της.
Σημείωση: Εδώ συζητάμε γενικά για το βιβλίο, δεν είναι ο χώρος τής βαθμολόγησης ή της κριτικής μας για το βιβλίο.
Η σύνδεση με το λογαριασμό σας στο Facebook είναι ασφαλής. Θα σας ζητηθεί να εξουσιοδοτήσετε το Bookia. Η εξουσιοδότηση που θα δώσετε στο Bookia θα χρησιμοποιηθεί μόνον για την παροχή των υπηρεσιών προσωπικά σε εσάς και πάντα με τη δική σας άδεια.