Και έφτασε η νύχτα, μια νύχτα που ανθρώπινα μάτια δεν θα έπρεπε ποτέ να δουν
Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
20-12-2022 20:50
Υπέρ Ενδιαφέρον, Συναρπαστικό, Καθηλώνει, Πλούσια πλοκή, Τεκμηριωμένο
Κατά
…infin che un giorno
senso non avra piu dire: domain(..μέχρι που μια μέρανόημα δεν θα’ χει να πεις: αύριο)
Το «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος», γραμμένο το 1947, θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας με θέμα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μα και μία από τις πλέον συγκλονιστικές μαρτυρίες των καιρών μας. Στην Ιταλία από τη δεκαετία του ’60 διδάσκεται στα σχολεία.
Ο Πρίμο Λέβι ήταν ένας από τους τρεις επιζήσαντες σε σύνολο εξακοσίων πενήντα ανθρώπων που στάλθηκαν στο Άουσβιτς το 1944. Παρέμειναν ένα έτος μέχρι την απελευθέρωσή τους από τον ρωσικό στρατό τον Ιανουάριο του 1945. Με απόλυτη ηρεμία και ψυχραιμία, δίχως πάθος και μίσος, μας μεταφέρνει το κλίμα όλου του στρατοπέδου σαν να ήταν ένας απλός παρατηρητής. Από το ρουχισμό, το φαγητό, το μπάνιο, τη δουλεία, τα ιατρεία, την πείνα, την παραοικονομία αλλά και την βιομηχανία θανάτου που είχαν στήσει οι Ναζί, αφού και μετά το θάνατο τους πάλι τους ‘στράγγιζαν’. Μαλλιά, δόντια, στάχτη όλα εκμεταλλευόντουσαν πλήρως.
Όταν διαβάζω κατά καιρούς για τα βιβλία που θα πρέπει να έχουμε διαβάσει ‘κλωτσάω’. Δεν μου αρέσουν τα πρέπει και δεν θεωρώ χαμένο τον χρόνο μου ακόμη και αν διαβάσω κάτι που δεν μου αρέσει, «στο ταμείο» πάλι κερδισμένη βγήκα. Εδώ όμως δεν μιλάμε για ένα βιβλίο αλλά για μια ιστορική μαρτυρία. Δεν έχει σκοπό ούτε να κατηγορήσει ούτε να συγκινήσει αλλά να καταγράψει την Αλήθεια και να μας καταστήσει άγρυπνους φρουρούς απέναντι στον φασισμό, στον ρατσισμό, στην ταπείνωση, στον εξευτελισμό, στην κτηνωδία. Δεν υπάρχει σελίδα που να μην έχω κάτι υπογραμμίσει και ότι και να γράψω θα είναι ‘φτωχό’ άρα το μόνο που μπορώ να σας πω χωρίς το ‘πρέπει’, είναι διαβάστε αυτό το βιβλίο αν θέλετε να μάθετε για το τι είναι ικανός ο άνθρωπος να κάνει στον άνθρωπο.
[Και έφτασε η νύχτα, μια νύχτα που ανθρώπινα μάτια δεν θα έπρεπε ποτέ να δουν.] (σελ.16)[Έτσι όπως βλέπεις μια ελπίδα να χάνεται, έτσι σήμερα είναι χειμώνας](σελ.151)Και κάπως έτσι ο Λέβι δίνει μια απίστευτη λογοτεχνικότητα στην μαρτυρία του, χωρίς να το επιδιώξει απλά αυτή ήταν η πραγματικότητα του. Και εάν η καλή λογοτεχνία πρέπει να ταράζει τον κόσμο μας συθέμελα, ετούτο το βιβλίο το κάνει από τα γενοφάσκια του γιατί ‘γράφτηκε’ σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης όπου τα γεγονότα ξεπέρασαν κάθε νοσηρή φαντασία.
[ Η αυγή μας ξάφνιασε σαν προδοσία η καινούρια μέρα συμμαχούσε κι αυτή με τους ανθρώπους στην εξόντωση μας. Τα διαφορετικά συναισθήματα που πάλευαν μέσα μας, της συνειδητής υποταγής, της εξέγερσης χωρίς ελπίδα, της εγκαρτέρησης, του φόβου, της απελπισίας, τώρα συγχωνεύονταν –μετά από μια άυπνη νύχτα- σε μια ομαδική και ανεξέλεγκτη παραφροσύνη. Ο χρόνος της περισυλλογής και των αποφάσεων έκλεισε και κάθε λογική σκέψη διαλυόταν, μέσα στην ταραχή που διαπερνούσαν, σαν αστραπές και οδυνηρές σαν μαχαιριές, οι αναμνήσεις των σπιτιών μας ακόμα τόσο κοντινές στο χώρο και το χρόνο]
Είχα διαβάσει πέρσι «Τα τελευταία Χριστούγεννα του πολέμου», διηγήματα του Λέβι από την παιδική του ηλικία και από την περίοδο των ναζιστικών Λάγκερ και νόμιζα ότι ήμουν κάπως προϊδεασμένη για τούτο το βιβλίο. Πόσο λάθος έκανα! Τίποτα δεν μπορεί να σε προετοιμάσει για την ωμότητα της θηριωδίας αλλά και για την ανάγκη της επιβίωσης.
[Αυτή είναι η κόλαση. Στις μέρες μας, η κόλαση πρέπει να είναι αυτό, ένας άδειος θάλαμος, εμείς κατάκοποι να στεκόμαστε όρθιοι, με μια βρύση που στάζει και να μην μπορείς να πιεις, να περιμένουμε κάτι, σίγουρα τρομερό, και να μη συμβαίνει τίποτα,, και οι ώρες να περνούν και να μη συμβαίνει τίποτα. Πώς να σκεφτούμε; Δεν μπορούμε πια να σκεφτούμε, είμαστε σχεδόν νεκροί. Κάποιος κάθεται στο πάτωμα. Ο χρόνος περνά, σταγόνα σταγόνα.]
Ο Λέβι μας θυμίζει «ότι η απόλυτη ευτυχία είναι ανέφικτη αλλά λίγοι θα εμβαθύνουν στον αντίθετο συλλογισμό: ότι ανέφικτη είναι και η απόλυτη δυστυχία.» Δε ξέρω αν έχουμε εμείς το δικαίωμα να μιλάμε για το δεύτερο, όταν στο στρατόπεδο έφταναν μόνο δεκαπέντε μέρες για να γίνει κάποιος άγνωστος και αγνώριστος ακόμη και στον εαυτό του.
[Βρίσκομαι στον πάτο. Μαθαίνει κανείς πολύ γρήγορα να σβήνει το παρελθόν εάν σπρώχνει η ανάγκη. Μετά από δεκαπέντε μέρες στο Λάγκερ, υποφέρω ήδη από χρόνια πείνα, αυτή την πείνα που είναι άγνωστη στους ελεύθερους ανθρώπους, την πείνα που την ονειρεύεσαι τη νύχτα και που εξουσιάζει όλα μας τα μέλη ξέρω πώς να φυλάγομαι για να μη με κλέψουν, και αν βρω κάποιο κουτάλι τριγύρω, σπάγκο ή κουμπί και δεν υπάρχει κίνδυνος να με αντιληφθούν, τα βάζω στην τσέπη μου και τα θεωρώ δικά μου τα πόδια μου είναι ήδη γεμάτα πληγές που δεν θα γιατρευτούν.]
Δε θα σας δώσω αριθμούς εξόντωσης, μπορείτε να τους βρείτε αν ψάξετε. Θα σας μιλήσω για ανθρώπους που μετατράπηκαν σε αριθμούς για να μπορέσουν να τους τσακίσουν, να τους γδύσουν ολοκληρωτικά. Ένας άνθρωπος δίχως όνομα, δίχως ταυτότητα, δίχως πατρίδα, δίχως γλώσσα, δίχως προσωπικά αντικείμενα, δίχως τα αγαπημένα του πρόσωπα, δίχως ρούχα, δίχως μαλλιά, δίχως συνήθειες και δίχως αξιοπρέπεια..ένας αριθμός. Ο 174.517 στην προκειμένη, ένας χημικός, μικρόσωμος, φιλάσθενος αλλά τυχερός που κατάφερε να μην χάσει την ανθρωπιά του αλλά να μας δείξει πως ήταν ακριβώς τα στρατόπεδα εξόντωσης.
[Τότε, για πρώτη φορά συνειδητοποιήσαμε ότι η γλώσσα μας δεν έχει τις λέξεις για να εκφράσει αυτή την ύβρι, την εκμηδένιση του ανθρώπου. Σαν προικισμένοι με την ενορατική ικανότητα των προφητών είδαμε την πραγματικότητα: είμαστε στον πάτο. Πιο κάτω δεν γίνεται να πάμε: δεν μπορούμε να σκεφτούμε αθλιότερη ύπαρξη από τη δική μας. Τίποτα πια δεν μας ανήκει: μας στέρησαν τα ρούχα, τα παπούτσια, τα μαλλιά μας εάν μιλήσουμε δεν θα μας ακούσουν, και εάν μας άκουγαν δεν θα μας καταλάβαιναν. Θα μας στερήσουν και τα’ όνομα μας: κι αν θέλουμε να το κρατήσουμε, θα πρέπει να βρούμε τη δύναμη μέσα μας, τη δύναμη να το σώσουμε και μαζί μ’ αυτό να σώσουμε κάτι από εμάς, απ’ αυτό που υπήρξαμε.]
Ούτε θα σας μιλήσω για παράλογα πράγματα που έκαναν οι εγκληματικά άνομοι. Ούσα αφελής και ονειροπόλα παρόλη την απανθρωπιά δεν έχασα την ελπίδα μου και αυτό χάρη στον συγγραφέα. Γιατί μέσα σε όλο το σκοτάδι μου έδινε μικρούς κρότους λάμψης ότι ακόμη μάχονταν με όποιον τρόπο μπορούσαν.
[Ναι, είμαστε σκλάβοι, στερημένοι κάθε δικαίωμα, εκτεθειμένοι σε κάθε προσβολή, αντιμετωπίζουμε βέβαιο θάνατο, αλλά μας έχει απομείνει ένα δικαίωμα και πρέπει να το υπερασπιστούμε με σθένος, γιατί είναι το τελευταίο: το δικαίωμα να αρνηθούμε την συγκατάθεσή μας.]
Σε αυτή την Βαβέλ που ήταν το στρατόπεδο μία ήταν η κοινή σκέψη, γλώσσα και νόμισμα συνάμα: το ψωμί. Σήμερα το κοιτάω με άλλα μάτια. Δεν το βλέπω απλά σαν συνοδευτικό της φασολάδας, της φακής και ούτω καθεξής αλλά σαν μετρητή ημερών ζωής του τότε, ψυχικής ηρεμίας του σήμερα.
[Ακούω την αναπνοή και το ροχαλητό των κοιμισμένων, μερικοί μιλούν και αναστενάζουν. Πολλοί πλαταγίζουν τη γλώσσα και χτυπούν τα σαγόνια. Ονειρεύονται ότι τρώνε: κι αυτό το όνειρο είναι συλλογικό. Ένα όνειρο ανελέητο, το ήξερε όποιος επινόησε το μύθο του Ταντάλου. Όχι μόνο βλέπεις τα φαγητά αλλά τα αγγίζεις με τα χέρια σου και διακρίνεις ξεχωριστά το καθένα με την πλούσια και άγρια μυρωδιά τους κάποιος καταφέρνει να τα φέρει μέχρι το στόμα του, αλλά κάτι συμβαίνει, κάθε φορά ένα διαφορετικό περιστατικό και η πράξη δεν ολοκληρώνεται. Τότε το όνειρο γίνεται κομμάτια, διαλύεται για να ξανασχηματιστεί αμέσως και να ξαναρχίσει όμοιο ή με παραλλαγές: κι αυτό χωρίς ανάπαυλα, σε όλους, για όλη τη νύχτα και κάθε νύχτα.]
Σε έναν κόσμο λάσπης, σε έναν κόσμο που ο χρόνος είχε σταματήσει, που το γκρι κυριαρχούσε, ακόμη ήλπιζαν ότι «ίσως ν’ ανοιγόταν μια ρωγμή στο τείχος που μας καθιστά νεκρούς για τον υπόλοιπο κόσμο και μια αχτίδα φωτός να διαπερνούσε την άγνοια των ελεύθερων ανθρώπων γύρω απ’ την κατάσταση μας». Αν και άγνοια δεν υπήρχε, υπήρχε η επιλογή του να βουλώνω τα αυτιά, να γυρίζω τα μάτια και να κατεβάζω το κεφάλι.
Θα νομίζαμε ότι η μνήμη, οι αναμνήσεις τους από την ζωή πριν θα ήταν εφόδιο, ορίζοντας διατήρησης της ηθικής και ανθρώπινης συνείδησης τους αλλά όχι.. « η θλίψη του να θυμάμαι, η παλιά άγρια θλίψη του να είμαι άνθρωπος, που ορμά πάνω μου σαν σκύλος όταν αφυπνίζεται η συνείδηση».
Χιλιάδες τραγικές ιστορίες, κάποιες τις μάθαμε, άλλες θαφτήκαν κάτω από το βάρος και το τραύμα των διασωθέντων. Η ωμότητα του εγκλήματος και η καθαρή κτηνωδία εκμηδένισης του ανθρώπου δεν πρέπει να ξεχαστεί ποτέ, να μην επαναληφθεί ποτέ..αν θέλουμε να είμαστε άνθρωποι.
Κλείνω με μία φράση από το βιβλίο:«Εάν μέσα απ’ τα στρατόπεδα θα μπορούσε να δραπετεύσει ένα μήνυμα και να φτάσει στους ελεύθερους ανθρώπους θα ήταν αυτό: Προσπαθήστε να μην υποστείτε στο σπίτι σας αυτό που έχει επιβληθεί σε εμάς εδώ»
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;
Ναι
/
Όχι