Πως γράφω κριτική; | Είμαι Συγγραφέας | Είμαι Εκδότης | Είμαι Βιβλιοπώλης | Live streaming / Video |
Βιβλίο Kasbah
Συγγραφέας Μιχαέλλα Χατζηαγγέλου
Κατηγορία Κοινωνικό Μυθιστόρημα
Εκδότης Ενύπνιο
Συντάκτης-ρια Τόλης Αναγνωστόπουλος
Το διάβασες;
Πες τη γνώμη σου στο Bookia!
Βαθμολόγησε στο Bookia αυτό το βιβλίο και γενικά τα βιβλία που διαβάζεις!
Kasbah, γράφει στο οπισθόφυλλο η συγγραφέας, είναι τα ψηλά τείχη χωρίς ανοίγματα, σημείο άμυνας. Ένας άνθρωπος που χαρακτηρίζεται ως τέτοιο είναι απροσπέλαστος.
Η ηρωίδα της νουβέλας πληγωμένη πολλές φορές ερωτικά από τον ίδιο άνδρα-νάρκισσο είναι όντως ένας άνθρωπος που «έχει κατεβάσει ρολά και δε νιώθει τίποτα. Ονειρεύεται μόνο τη στιγμή που θα γυρίσει στο κρεβάτι, δεν θέλει να κάνει τίποτα ωφέλιμο. Ένα μούδιασμα στο σώμα και την ψυχή».
Προσπαθεί να καταπολεμήσει το «τέρας» του παρανοειδούς ιδεασμού φαρμακευτικά με λαμοτριγίνη αλλά ξέρει πως έτσι «κανένας δεν θα μείνει». Η αλήθεια είναι πως δεν ξέρει να ζει χωρίς την «καταθλιψάρα και την αυτομαστίγωσή της».
Πρέπει όμως να βρει μόνη της τη χαραμάδα, το φως. Να αναμετρηθεί με τον εαυτό της ξεκινώντας πρώτα από το παρελθόν. Γυρνά στο πατρικό της σε ένα μεγάλο χωριό κοντά στον Βόλο όπου όλα είναι όπως τα άφησε: έπιπλα, διακόσμηση, κουρτίνες ακόμα και η σχέση με τη μάνα της. Με απόσταση, μη ουσιώδης και χωρίς ελπίδα να αναπτερωθεί. Η μάνα εθισμένη στην τηλεόραση και στην καθημερινή ρουτίνα της. Αυτή έτοιμη να «στρέψει τη ματιά της προς τα έξω» επιζητά βόλτες και διαδρομές περιμετρικά της θάλασσας μακριά όμως ακόμα από ανθρώπους. Συνδιαλέγεται συνέχεια μαζί του. Τον φαντάζεται μαζί της, ακούει τη φωνή του, διαβάζει τα γράμματά του, ερεθίζεται ακόμα με αυτόν. Έχει ακόμα ανήφορο να διαβεί και η σύνδεση με το Kasbah του Νίκου Καβαδδία αναπόφευκτη.
Τραβούσαμε με βήμα αργό προς την Κασμπά.
Φέσι αλγερίνικο φορούσε ο συνοδός μου.
Το στίχο ποίηση το λαμπρότερό σου δώσμου
για να ιστορήσω κάποια πράγματα θαμπά.
Ο ανήφορος ψηλός πολύ και σκαλωτός,
αρχαία γιομάτος μαγαζιά κι οπλοπωλεία.
Η παραλία κάτου φαινόταν με τα πλοία
κι ένας πολύγλωσσος που ερχόταν συφερτός.
Πρέπει να πολεμήσει, όχι με το παλιό σαθρό οπλοστάσιο που την έφερε ως εδώ αλλά με άλλα όπλα και άλλη οπτική, με περισσότερη εξωστρέφεια και καθόλου από «αυτόν».
Δε θα είναι εύκολο. Όπως η δυστυχία έσταξε μέσα της, σε αργές δόσεις «τσιρ, τσιρ» έτσι αργά και υπομονετικά θα βγει σιγά σιγά και αυτή στο φως.
Και το βασικότερο να πει: «Kasbah δεν σε αγαπώ. Δεν αγαπούσε ο ένας τον άλλο. Η επαφή μας ήταν η συνέπεια μια αρρώστιας, Ο νάρκισσος και η οριακιά. Σαν ανέκδοτο».
Ένας καθηγητής της από το παρελθόν θα εμφανιστεί ξαφνικά μπροστά της να τη βοηθήσει. Παραμένει γόης και ενδιαφέρων, ερωτεύσιμος και ερωτικός σε μια επαρχία που είναι αντισέξουαλ και έχει ξεκινήσει να την τραβάει πάλι κάτω. Δεν είναι ακριβώς έρωτας είναι όμως το άτομο που θέλει να τα πει και να τα κάνει όλα μαζί του. Είναι το νιάξιμο και ο αλληλοθαυμασμός. Στοιχεία άγνωστα στο Kasbah που είχε χτίσει.
Μια άλλη φίλη που γνωρίζει από το reunion του σχολείου θα τη βγάλει περισσότερο από το καβούκι της, θα της δώσει ακόμα μία εναλλακτική.
Και το σημαντικότερο; Θα πιάσει το πινέλο πάλι. Έμπνευση θα βρει σε μια παρέα Πακιστανών που ραβδίζουν ελιές πίσω από το σπίτι της, στο σώμα του καθηγητή, στο πρόσωπο της μάνας της.
Όμως τίποτα δεν είναι αρκετό, τίποτα δε λύνεται με ένα χάπι, μία επαφή, ένα πίνακα όταν έχεις μάθει να διώχνεις ότι καλό έρχεται στη ζωή σου.
«Δεν είναι εύκολο να αποδεχτείς πως ίσως εσύ ήσουν ο κακός της υπόθεσης». Μήπως τελικά το Kasbah είσαι μόνο εσύ;
Πολύ αξιόλογη η πρώτη συγγραφική προσπάθεια της κας Χατζηαγγέλλου. Αν και πρωτοεμφανιζόμενη κατεβαίνει σαν έτοιμη από καιρό στο δύσκολο πεδίο της μικρής φόρμας.
Παίζει πολύ με την τεχνική του εσωτερικού μονόλογου χωρίς όμως να κουράζει και να γίνεται βαρετή. Με αυτή την τεχνική προσδίδει επιπλέον πόνο, θυματοποιεί περισσότερο την ηρωίδα και τελικά καταφέρνει να αποκαλύψει τη θλίψη, το σωματικό και ψυχολογικό φορτίο που πρέπει να «πετάξει» από πάνω της.
H αγάπη, ο έρωτας που πληγώνει, η κρίση στον θεσμό της οικογένειας, το χάσμα των γενεών, η αγωνία του ανθρώπου να βρει σημαντικές αξίες και ιδανικά, η τέχνη, η μουσική, η λογοτεχνία είναι θέματα που ξεπηδούν από τις σελίδες του βιβλίου.
Ιδανικός ο ρυθμός αφήγησης με ροκ στυλ και νότες μπητ λογοτεχνίας (αν και για το σύντροφό της ηρωίδας ο Μπουκόφσκι μοιάζει μπαναλιτέ). Κοφτές προτάσεις, εξαιρετική γλώσσα, χωρίς μελοδραματισμούς αλλά με σωστούς χρωματισμούς και πάντα από κάτω με ένα μουσικό χαλί να «ντύνει» ανάλογα το περιεχόμενο των κειμένων της.
Δεν «αγωνίζεται» να εντυπωσιάσει ως καινούργια στο χώρο αλλά να αφηγηθεί σωστά, ρεαλιστικά και με επάρκεια. Για αυτό και τοποθετεί την ηρωίδα της σε τόπο ή τόπους που ξέρει καλά (Βόλος, Αθήνα σταθμός ΚΤΕΛ) και συνδέονται με το παρελθόν και την ψυχοσύνθεσή της. Είναι πρωτίστως μελαγχολικό το τοπίο λόγω της απογοήτευσης και της ψυχικής νόσου της πρωταγωνίστριας. Σε όλα τα κεφάλαια υπάρχουν καταχνιά παύσεις, σιωπές αλλά και ανοικτά τραύματα. Αλλά και μικρές δόσεις χιούμορ που κάνουν την ατμόσφαιρα λιγότερο γκρίζα και λειτουργούν λυτρωτικά.
Έξυπνη η κίνησή της να πρωταγωνιστεί μια ηρωίδα που σχεδόν δεν ξέρουμε το όνομά της και ακόμα εξυπνότερη η γενικότερη μίνιμαλ διακόσμηση που επιλέγει για τη νουβέλα της με ένταση και ευαισθησία τόση-όση αν και θα μπορούσε να παρεκκλίνει της πορείας της με ένα τόσο «πιασάρικο», δύσκολο και απαιτητικό θέμα.
Δε θέλει ντε και καλά να «σώσει» την ηρωίδα της. «Δεν τα σκάτωσε ολότελα». Θέλει να δείξει τον αγώνα της και πως απλά πάει καλύτερα.
«Ο δρόμος για την αποδοχή της πραγματικότητας και του εαυτού έχει πια ανοίξει».
Συγχαρητήρια στη συγγραφέα για το Kasbah, το λογοτεχνικό τείχος που όρθωσε από το πρώτο της πόνημα. Διακινδυνεύοντας μία πρόβλεψη, μόνο ευοίωνο διαβλέπω το συγγραφικό της μέλλον.