Πως γράφω κριτική; | Είμαι Συγγραφέας | Είμαι Εκδότης | Είμαι Βιβλιοπώλης | Live streaming / Video |
Βιβλίο Ασημόσπιτο Silverhouse
Συγγραφέας Κώστας Καββαθάς
Κατηγορία Αυτοβιογραφία
Εκδότης Αρμός
Συντάκτης-ρια Μαργαρίτα Αλευρίδη
Το διάβασες;
Πες τη γνώμη σου στο Bookia!
Βαθμολόγησε στο Bookia αυτό το βιβλίο και γενικά τα βιβλία που διαβάζεις!
Συνάντησα για πρώτη φορά τον Κώστα Καββαθά στην Ανεμολέσχη Αθηνών στο Τατόι, τριάντα περίπου χρόνια πριν, πιτσιρίκα εγώ τότε, στις πρώτες μου πτήσεις με ανεμόπτερο. Θυμάμαι τις δυόμισι κουβέντες το πολύ που είχαμε τυχαία ανταλλάξει. Είμαι σίγουρη πως εκείνος δε θυμάται το παραμικρό.
Πολλά χρόνια αργότερα παρακολούθησα στο Αστεροσκοπείο την πολύ ενδιαφέρουσα ομιλία του Διονύση Σιμόπουλου, σχετικά με την εκτόξευση και προσεδάφιση του Apollo 11. Στην ομιλία συμμετείχε και ο Καββαθάς μιας και ήταν ο δημοσιογράφος από την ελληνική τηλεόραση που κάλυψε ζωντανά τη σύνδεση με το ακρωτήριο Canaveral. Εκεί άκουσα κάποιες από τις ιστορίες που διάβασα κατόπιν στο βιβλίο του. Εκεί γνώρισα και το δικό του πολύ ξεχωριστό κοινό που τον ακολουθεί φανατικά σε όλη τη διαδρομή του.
Δεν ανήκα σε αυτό το κοινό αφού δεν είχα διαβάσει ούτε μισό τεύχος των 4 Τροχών. Πώς θα μπορούσα άλλωστε; Ας μην ξεχνάμε πως αφενός ως γυναίκες λαμβάνουμε την άδεια οδήγησης μαζί με την έμφυλη παρακαταθήκη «τράβα πλύνε κανα πιάτο», κι αφετέρου για τους μη υποψιασμένους, η θεματολογία του εν λόγω περιοδικού ήταν σχετική με ζάντες, μπουλόνια, επιδόσεις και συναφή αυτοκινητιστικά. Ως εκ τούτου, έχασα την ευκαιρία να ανακαλύψω το δικό του Εν Λευκώ της πρώτης σελίδας αλλά και τον Αντίλογο, το ένθετο του κάθε τεύχους με κείμενα του Σαράντου Καργάκου, του Νίκου Δήμου, του Ριχάρδου Σωμερίτη, του Στάθη Σταυρόπουλου, του Γιάννη Τριάντη και πολλών άλλων. (Ευτυχώς, έπεσαν στα χέρια μου κάποια τεύχη, έστω και κατόπιν εορτής).
Το Ασημόσπιτο είναι ένα βαθιά πολιτικό βιβλίο χωρίς όμως καμία απολύτως κομματική απόχρωση. Μεταξύ άλλων, περιέχει και κάποια από τα τότε δημοσιευμένα άρθρα του Καββαθά, τα οποία, σύμφωνα με τον ίδιο, δεν είναι τίποτε άλλο «παρά (όπως λέει ο Μάρκες στο βιβλίο Οι θλιμμένες πόρνες της ζωής μου) αρχαιολογικά κειμήλια ανάμεσα στα ερείπια του παρελθόντος, που δεν είναι μόνο για γέρους, αλλά και για νέους που δε φοβούνται να γεράσουν». Σε κάποιο άλλο σημείο επισημαίνει πως το συγκεκριμένο βιβλίο είναι η περιγραφή μιας μάχης, όταν ως άλλος Δον Κιχώτης αποφάσισε να πολεμήσει τους ανεμόμυλους.
Εγώ συνάντησα μέσα στις σελίδες του έναν τύπο που συνομίλησε με εντιμότητα με τους αναγνώστες του, που «έμαθε να αγαπά τον τόπο του και όχι να τον πουλάει για ένα αυτοκίνητο», που είχε τις δυνατότητες αλλά κυρίως τη λαχτάρα να προσφέρει πολλά αλλά βρήκε πόρτες κλειστές, ερμητικά κλειστές, όπως άλλωστε τόσοι και τόσοι άλλοι που θέλησαν να δώσουν σάρκα και οστά στο όραμά τους για ένα καλύτερο αύριο αλλά δεν τα κατάφεραν. Δυστυχώς, το έδαφος τούτης της τεχνικολόρ κουκίδας του χάρτη, του Δουκάτου του Φένγουικ όπως ο ίδιος αποκαλεί την Ελλάδα, διαθέτει πρόσφορο έδαφος για κομματική ομφαλοσκόπηση, παρά για τέτοιες πρωτοβουλίες.
Το όραμα του Καββαθά πήρε τη μορφή άσκησης επί χάρτου με την ίδρυση των Τεχνικών Εκδόσεων αλλά και τις προτάσεις του σχετικά με τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (δημιουργία του «Πράσινου Νησιού», 1ο Πανευρωπαϊκό Συνέδριο για τα Καθαρά Αυτοκίνητα, ΦΑΕΘΩΝ 2004). Αυτές ήταν μερικές μόνο από τις απόπειρές του να αγγίξει τις διαστάσεις του τεχνολογικού πολιτισμού και να δείξει τι υπάρχει πέρα από τους στενούς ορίζοντες όσων «ξημεροβραδιάζονται στα καφενεία και κριτικάρουν την κακούργα κοινωνία».
Διαβάζοντας το Ασημόσπιτο είχα την αίσθηση, ή μάλλον τη βεβαιότητα, πως μέσα από την καταγραφή του χρονολογίου των δεκαετιών που παρήλθαν, έκλεισε ανεπιστρεπτί και μια ολόκληρη εποχή. Μια εποχή που οι ευκαιρίες χάθηκαν με την ευκολία που θα μπορούσαν να είχαν αξιοποιηθεί. Μια εποχή που καινοτόμες ιδέες και παραγωγικά μυαλά οδηγήθηκαν κυριολεκτικά στα αζήτητα όταν επικράτησε η νοοτροπία κατά την οποία «οι μισοί Έλληνες λαδώνουν τους άλλους μισούς». Σκληρό και αφοριστικό κείμενο σε κάποια σημεία, εξαιρετικά όμως ρεαλιστικό αλλά και προφητικό τελικά όσον αφορά στη σταδιακή αδρανοποίηση μιας κοινωνίας μέσω της καθιέρωσης των εκάστοτε προτύπων.
Κάπου είχα διαβάσει πως η σιωπή των σύγχρονων διανοητών, η υποσυνείδητη ίσως αποχή τους από το κοινωνικό γίγνεσθαι, είναι μια μορφή άμυνας απέναντι στα κακώς κείμενα των καιρών. Ο Καββαθάς αναφέρει χαρακτηριστικά για τους καιρούς αυτούς πως «οι κουτσομπόλες της 10ετίας του ’50 μετακόμισαν από τα πεζοδρόμια στα τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά στούντιο. Η πολιτική κατέβηκε στο πεζοδρόμιο, το μέλλον διαγράφηκε, η Παιδεία το ίδιο. Επακόλουθο να εξαφανιστούν οι συγγραφείς, οι ποιητές, οι επιστήμονες και οι ερευνητές».
Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, οι συνθήκες παροπλισμού του δημιουργικού ζωντανού κοινωνικού κυττάρου έφεραν εντός τους την προοικονομία της σημερινής πραγματικότητας. «Ένιωθα πως έπρεπε να μιλήσω για την εποχή που με οδήγησε στο σημείο που είμαι σήμερα – χωρίς να μπορώ να πω πού είναι/ήταν αυτό το σήμερα».
Ζούμε αναμφίβολα σε εποχές φτωχές από όλες τις απόψεις. Ο μέσος άνθρωπος έχει κυρίως απωλέσει την πολυτέλεια να ονειρεύεται, να δημιουργεί όραμα και να το εμπιστεύεται. Έχει απωλέσει τις συνιστώσες του προσανατολισμού του, και ως εκ τούτου τις συντεταγμένες του στίγματός του. Αυθαίρετα συνδέω την αίσθηση όλου αυτού με έναν από τους βασικούς κανόνες της ανεμοπορίας που αναφέρει ο Καββαθάς στο κείμενό του. Σύμφωνα με αυτόν τον κανόνα, δεν μπαίνουμε ποτέ σε σύννεφα γιατί «χωρίς τα κατάλληλα όργανα σε μόλις 2 λεπτά χάνεις τον προσανατολισμό, αφού δεν έχεις κανένα σημείο αναφοράς. Μπορεί να πετάς ανάποδα και να νομίζεις πως είσαι σε οριζόντια θέση».
Φτάνοντας κάποιος στην τελευταία σελίδα, έχει διαβάσει την ιστορία ενός ανθρώπου που πάλεψε με όλες του τις δυνάμεις για να μη χάσει τον προσανατολισμό του. Θα μπορούσε όμως όλο αυτό να αφορά στη διαδικασία δημιουργίας της μνήμης του μετα-ανθρώπου, μιας μνήμης που γεννά ζωή από την αρχή, ή να αποτελεί ένα μάνιουαλ για την αποτίμηση προτύπων που άφησαν τεράστιο έργο στην επιστήμη, την έρευνα, τη λογοτεχνία, ή να είναι «μια κατάλευκη οθόνη σαν των παλιών σινεμά» πάνω στην οποία προβάλλονται με τον πιο τρυφερό τρόπο η ανάμνηση από «ένα σπίτι με κήπο στο Μαρούσι, ή τον ήχο αυτοκινήτου σε αγώνα, ή το περίγραμμα του φίλου που χάθηκε στον χρόνο, ή το πρόσωπο μιας νεανικής αγάπης».
Επειδή όμως ένα κείμενο ανήκει τρόπον τινά και στον αναγνώστη του, όπως άλλωστε το κάθε ταξίδι ανήκει και στον προορισμό του, το Ασημόσπιτο ήταν για μένα η τέλεια διαδρομή με μια Ιντεγκράλε. Ήταν κυρίως ένας ιδανικός διάλογος, ένας διάλογος μεταξύ δύο γενεών, μιας που έχει παρέλθει και μιας που παρέρχεται. «Με πόσα πάμε;», ρωτάει η πρώτη και η δεύτερη απαντά «με 210». Αυτό προς γνώση και συμμόρφωση όσων νέων οπισθοδρομούν εν αγνοία τους, τοποθετώντας το δια ταύτα τους μια γενιά πίσω από εκείνη των γονιών τους.