Πως γράφω κριτική; | Είμαι Συγγραφέας | Είμαι Εκδότης | Είμαι Βιβλιοπώλης | Live streaming / Video |
Είμαι Ποιήτρια-συγγραφέας, έχω γράψει πέντε ποιητικές συλλογές και ένα μυθιστόρημα. Συνεργάζομαι με το τοπικό τύπο αρθρογραφώντας για το βιβλίο και παρουσιάζω τις εκδηλώσεις του βιβλίου στον τοπικό τύπο. Είμαι ανταποκρίτρια του Bookia στη Κατερίνη και στην ευρύτερη περιοχή.
Βιβλίο Το πανδοχείο
Συγγραφέας Δέσποινα Χατζή
Κατηγορία Κοινωνικό μυθιστόρημα
Εκδότης Μίνωας
Συντάκτης-ρια Μάγδα Παπαδημητρίου
Το διάβασες;
Πες τη γνώμη σου στο Bookia!
Βαθμολόγησε στο Bookia αυτό το βιβλίο και γενικά τα βιβλία που διαβάζεις!
Η Δέσποινα Χατζή, μετά τις «Αλεξανδρινές», έρχεται μ’ ένα καθηλωτικό μυθιστόρημα, των 606 σελίδων, να μας ταξιδέψει στον διπλανό Ιταλικό Νότο, για να μας γνωρίσει έναν τόπο που μυρίζει Ελλάδα. Μ’ ένα πολύ όμορφο εξώφυλλο που μας προδιαθέτει να το πιάσουμε στα χέρια μας και να διαβάσουμε το οπισθόφυλλο. Αναφέρω τον αριθμό των σελίδων, όχι για τρομάξουν οι αναγνώστες, αλλά για να προετοιμαστούν για ένα ανατρεπτικό ταξίδι, που θα κρατήσει όμως λίγες μέρες. Δε θα θέλουν να αφήσουν.
Οι τόποι είναι η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, η Αλεξάνδρεια, το Παλέρμο, η Μπόβα της Καλαβρίας. Η συγγραφέας μέσα από τις σελίδες του, θα μας ταξιδέψει στη Σικελία, την άγνωστη Μεγάλη Ελλάδα, που λιγοστά βιβλία έχουν γραφεί γι’ αυτήν.
Μας μεταφέρει νοερά στην Αθήνα του 1941, όπου ο δικηγόρος Αριστείδης Ιωακειμίδης και ο αδελφός του Ανδρέας παίρνουν το μέρος των κατακτητών με δουλική προθυμία, ενώ ο αδελφός τους ο Φωκάς, και τρεις γυναίκες της οικογένειας αντιστέκονται δρώντας με απόλυτη μυστικότητα. Η οικογένεια Ιωακειμίδη διαταράσσεται από εχθρότητες, πάθη και ασίγαστους έρωτες. Με τι είχαν να παλέψουν αυτές οι γυναίκες; Με τον εαυτό τους, το παρελθόν ή το μέλλον τους
Στα μέσα της δεκαετίας του ‘40,στην Καλαβρία, η κόρη του Αριστείδη Ιωακειμίδη, Αντονέλλα, θέλοντας να ξεφύγει από το βάρος που νιώθει για τη στάση του πατέρα της, εγκαταλείπει οριστικά την Ελλάδα ακολουθώντας τον σύζυγό της Αναστάζιο Αντριότι στην πατρίδα του, την Κάτω Ιταλία. Ενώ είχε φύγει από τη ζωή ο Μουσολίνι, το ζευγάρι έρχεται αντιμέτωπο με τις πληγές που είχε αφήσει η αγριότητα του. Όλες οι αρχαίες ελληνικές αποικίες του Ιταλικού Νότου, είναι βουτηγμένες στην ανεργία, τη μετανάστευση, τη φτώχια και την κοινωνική αδικία. Πώς κατάφεραν να κλείσουν τις πληγές της; Παράλληλα συναντά ανθρώπους που η καρδιά τους είναι πλημμυρισμένη από Ελλάδα και την καλοδέχονται. «Είσαι Γκρίκο; Έμπα στο σπίτι μου να μπει ο ήλιος».
Το ζευγάρι περνά δύσκολα χρόνια αλλά η αγάπη μεταξύ τους νικά τα πάντα, παρά τις δυσκολίες που έρχονται στη ζωή τους.
Το 1960 αποκτούν μετά κόπων και βασάνων, το πανδοχείο όπου ανακουφίζονται από τα απανωτά χτυπήματα. Όσο δύσκολα όμως και να βιώνουν οι ήρωες μας, η συγγραφέας, ομορφαίνει το βιβλίο με πολλές εικόνες της περιοχής που νιώθουμε ότι βρισκόμαστε μαζί της και μαλακώνει η ψυχή μας από τις πολλές εντάσεις.
Κι από τη δύσκολη δεκαετία της κατοχής, η συγγραφέας μας οδηγεί στο Ρήγιο, στην Καλαβρία, το 1995, όπου βρίσκουμε τη δυναμική Αντωνέλλα να βιώνει μαζί με τους ηλικιωμένους συγκάτοικους του πανδοχείου τους, το γέρμα της ζωής της. Νέα πρόσωπα εμφανίζονται που την αγκαλιάζουν και ζουν μαζί της πολλές ανατροπές.
Η συγγραφέας, μας χαρίζει απανωτές δυνατές συγκινήσεις, γνωρίζοντας και εμβαθύνοντας στους χαρακτήρες αλλά και άγνωστα σε πολλούς ιστορικά γεγονότα, που δεν έχουν σκοπό να κουράσουν, να διδάξουν ιστορία αλλά να μας προβληματίσουν για τις σχέσεις των Ελλήνων φιλοναζί με τους κατακτητές, περνώντας το μήνυμα, «Ποτέ πια φασισμός, ποτέ πια ναζισμός. Μας μιλά για την ενότητα των λαών κι όχι για τον διχασμό. Θ’ αναρωτηθείτε πιστεύω κι εσείς: Αν δεν υπήρχαν οι δοσίλογοι και οι προσκυνημένοι, με σκοπό να πλουτίσουν και να μη νιώσουν την κατοχή, θα είχαμε τόσους νεκρούς, τόσα καμένα χωριά; «Τον νου σας εσείς οι νεότεροι. Οι νοσταλγοί ζουν ανάμεσα μας».
Αγάπησα, θύμωσα μ’ αυτούς που προσκύνησαν τη γερμανική μπότα, συμπόνεσα, λυτρώθηκα με τους υπόλοιπους ήρωες και αποζημιώθηκα με το δυνατό του τέλος.
Το μυθιστόρημα βάζει και άλλα ερωτήματα, διλήμματα, πχ, μπορεί η γνώμη του κόσμου να μας κρατά δεμένους στη ζωή μας; Πρέπει να τιμωρούνται οι θύτες από τους ανθρώπους ή από τη Θεία Δίκη; Πρέπει να θυσιάζουμε τα τελευταία χρόνια της ζωής μας για το χατίρι των παιδιών μας; Αξίζει να κάνουμε τα πάντα στη ζωή μας για τα πρέπει των άλλων; Η Δέσποινα Χατζή προφανώς περπάτησε όλα τα καλντερίμια, μπήκε στα σπίτια τους, μίλησε μαζί τους, άκουσε τα τραγούδια τους, δοκίμασε τις γεύσεις τους, πλημμύρισε με την Ελλάδα, που έχουν στην καρδιά τους. Μας τα μεταφέρει όλα αυτά μέσα από τη υπέροχη γλώσσα που χρησιμοποιεί, τους ψυχογραφημένους χαρακτήρες, την πλούσια βιβλιογραφία που χρησιμοποίησε για να έρθει αυτό το βιβλίο στα χέρια μας.
Καλοτάξιδο να είναι Δέσποινα Χατζή κι εύχομαι ν’ ακολουθήσει την ανοδική πορεία που του αξίζει!