Πως γράφω κριτική; | Είμαι Συγγραφέας | Είμαι Εκδότης | Είμαι Βιβλιοπώλης | Live streaming / Video |
Βιβλίο Απλοϊκές ιστορίες φτωχών ανθρώπων και άλλα διηγήματα
Συγγραφέας Κατερίνα Ευαγγέλου - Κίσσα
Κατηγορία Διηγήματα
Εκδότης Πνοή
Συντάκτης-ρια Τόλης Αναγνωστόπουλος
Το διάβασες;
Πες τη γνώμη σου στο Bookia!
Βαθμολόγησε στο Bookia αυτό το βιβλίο και γενικά τα βιβλία που διαβάζεις!
Μια απρόσμενη λογοτεχνική έκπληξη μου επεφύλαξε η ανάγνωση της συλλογής διηγημάτων της Κατερίνας Ευαγγέλου-Κίσσα. Και αυτό γιατί η συγγραφέας κόντρα στη μόδα των καιρών που θέλει σύγχρονα και όμοιας θεματολογίας διηγήματα με αναφορές στην οικονομική κρίση και την επικράτηση σε βαθμό λεηλασίας της τεχνολογίας αυτή «υφαίνει» και «κεντάει» ηθογραφικά κείμενα. Διηγήματα δηλαδή που έχουν λείψει αν και είναι τα πλέον διαχρονικά. Διηγήματα με υψηλό βαθμό ρίσκου καθώς απαιτούν καλή γνώση των συνθηκών, των ηθών και εθίμων παλαιότερων εποχών και ειδικότερα της ελληνικής υπαίθρου εκεί που όλοι οι χωριανοί έχουν ορθάνοιχτες τις πόρτες αλλά όταν αυτές κλείνουν βγαίνουν και οι πραγματικοί εαυτοί των πρωταγωνιστών. Παρούσα σχεδόν σε όλα, σε έναν μάλλον άκομψο και αρνητικό ρόλο, η «αγία» ελληνική οικογένεια που με το ασφυκτικό της πλαίσιο καταπιέζει σώματα και συνειδήσεις, επιτρέπει βίαια περιστατικά, αποτρέπει έρωτες και αποσιωπά τα πραγματικά θέλω των μελών της και ειδικά των γυναικών.
Η συγγραφέας τεχνίτης της γραφής, με νατουραλιστική διάθεση, σε ένα καμβά χωριάτικο, χειρίζεται την ντοπιολαλιά εξαιρετικά έτσι ώστε να δένει με το περιβάλλον και τους ανθρώπους. Οι περιγραφές της γίνονται με απόλυτα ρεαλιστικό τρόπο, γλαφυρότητα και με λιτή διακόσμηση όπως ακριβώς όταν εισέρχεσαι σε ένα σπίτι της Θεσσαλικής επαρχίας και εντυπωσιάζεσαι από την επίπλωση ρουστίκ. Μυρωδιές, νοτισμένα υπόγεια, παραδοσιακά φαγητά, φύση και άνθρωποι να οργιάζουν, κουτσομπολιά, προξενιά και καφενέδες. Είναι σίγουρο πως η Κίσσα κουβαλάει μέσα της την επαρχία για αυτό και την παρουσιάζει τόσο ξεκάθαρα. Όπως είναι οι άνθρωποί της. Προσέξτε, όχι κατ’ ανάγκη καλοί. Μπορεί να είναι καλοί ή κακοί. Όμως είναι ντόμπροι, δεν κρύβονται, όλοι στο χωριό ξέρουν τα χαΐρια ο ένας του άλλου. Το μεγάλο πρόβλημα και εκεί που εστιάζει η συγγραφέας είναι η εγκληματική πολλές φορές σιωπή. Ο φόβος μήπως «χαλάσει» το χωριό. Πασχίζουν για το «είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα» όταν αυτή έχει μολυνθεί από πολλούς κατοίκους του. Το «μη βγει παραέξω» επικρατεί και μαζί κάνει πιο ανήμπορα τα θύματα τα οποία τις περισσότερες φορές αποδέχονται τη μοίρα τους.
Σε κάποια άλλα διηγήματα κάνουν μια πράξη αντίστασης όχι μόνο απέναντι στην οικογένεια και την τοπική κοινωνία αλλά απέναντι στον σκληρότερο αντίπαλο: τον ίδιο τους τον εαυτό. Ακόμα και έτσι δείχνουν να χάνουν, να ηττώνται αλλά τουλάχιστον διασώζουν αξίες όπως αξιοπρέπεια, περηφάνια και αυτοσεβασμό, διασώζονται οι ίδιοι.
Η Μαριγώ στο ομώνυμο διήγημα αγαπάει τον Τάσο της αλλά ο βάναυσος πατέρας της, κόβει τη φόρα της και παραλίγο και το νήμα της ζωής της. Όταν αυτή συνέρχεται από το κώμα, σχεδόν «φυτό», παίρνει την εκδίκησή της με το υστερικό της γέλιο στην κηδεία του πατέρα της.
Σε ένα άλλο ο σκατόψυχος και καρμοίρης «Βάγγος» δεν κακομεταχειρίζεται μόνο τη γυναίκα του Θεανώ αλλά την απατά και με μικρούλες. Με μια από αυτές κάνει δύο παιδιά γιατί η Θεανώ είναι στέρφα και άχρηστη όπως την αποκαλεί. Όταν όμως παρατά και τη μικρή μόνη και αβοήθητη με δύο κουτσούβελα, η Θεανώ με μεγαλείο ψυχής τη μαζεύει και τη βοηθά μέχρι που με το θάνατο του Βάγγου την μπάζει σπίτι της και ζουν όλοι μαζί.
Μια ταμπακιέρα θα είναι το μέσο για να έρθουν κοντά δύο άνδρες, ο «Αργύρης» και ο Νάσος να εξομολογηθούν τον έρωτά τους λίγο πριν χωρίσουν γιατί τα χωριά ποτέ δεν μπορούσαν να σηκώσουν τέτοιο βάρος.
Πάντα όμως παραμονεύει η ελπίδα. Στον «Βαρύσκιωτο» ο Τζιμάκος γυρνά την ύστατη ώρα στην αγαπημένη του μία ημέρα πριν το προξενιό με τον Αποστόλη.«Δικιά μου είσαι για εσένα δεν σταμάτησα ούτε μέρα» της λέει και αυτό της φτάνει.
«Σάββατο πρωί» βρίσκουν το θάνατο μαζί ο Τζώρτζης με τη σύντροφό του πάνω σε μία μηχανή. Τον περίμενε καιρό να κάνει την κίνηση, άργησε πολύ και ας είχε στις τσέπες του το μοιραίο πρωινό, το κουτάκι με τις βέρες.
Στο «Χαμάμ» ήρθε η ώρα να ερεθιστείς σεξουαλικά με την ερωτική γραφή της Ευαγγέλου-Κίσσα μέσα σε ατμούς και αρωματικά έλαια και με μουσική υπόκρουση τη Μισιρλού.
Και στο «Δείπνο αλά Ιταλικά» η συγγραφέας αφήνει πίσω ελληνικά χωριά, πόλεις και πατρίδα και με αέρα υπεροχής γράφει ένα antipasti διήγημα μέχρι το κυρίως πιάτο που έρχεται ζεστό, αχνιστό με το «Άσε με να σε αγαπήσω» όπου η Μαρκέλλα ως άλλη Λολίτα του Ναμπόκοφ τρελαίνει τον εξηντάρη καλοστεκούμενο χήρο και του χαρίζει ηδονή και ζωή.
Και ως επιδόρπιο ένα «Femme fatale» που «για να μείνει στο πάντα και όχι στο ποτέ» γεύεται κάθε στιγμή τον έρωτα, για να γεμίζει τη μοναξιά της αφού ο δικός της αγαπημένος ποτέ δεν την άγγιξε. Έτσι αποφασίζει «να μην αγαπήσει ποτέ και να την αγαπάνε πάντα».
Και πριν έρθει ο λογαριασμός μια δυνατή ρακή από την Κρήτη με το «Προξενιό» (πετυχαίνει και εκεί ατμόσφαιρα και ντοπιολαλιά) με την Κρινιώ και με το «Μια παρά πολύ καλή νοικοκυρά» με την ψυχαναγκαστική Μαίρη Παναγιωταρά να παίρνουν εκδίκηση για όλη την καταπίεση των γυναικών στα προηγούμενα διηγήματα.
Η Κατερίνα Ευαγγέλου-Κίσσα με αυτή της τη συλλογή διηγημάτων ανεβάζει πολύ ψηλά τον πήχη. Η γραφή της είναι τόσο καλά δομημένη που αναπαριστά εικόνες, ήθη και έθιμα, σκηνές της επαρχίας τόσο εύστοχα που νομίζεις ότι ζεις και εσύ σε αυτό το σκηνικό. Εάν εμβαθύνεις συγγραφικά στο πόνημά της θα δεις ότι έχει δώσει σημασία και στη λεπτομέρεια, έχει ψειρίσει και χτενίσει το γραπτό της σε βαθμό που να νιώθεις πως διαβάζεις διηγηματογράφο με τεράστιες περγαμηνές αν και αυτό αποτελεί το πρώτο δείγμα της συγγραφέως προς τα έξω. Και όλα αυτά χωρίς καμία υπερβολή, χωρίς διδακτισμό, με οικονομία λόγου, με μετρημένες λέξεις και εκφράσεις αλλού με ευαίσθητη αλλού με κοφτερή γραφή παντού όμως ελέγχοντας απόλυτα τον ρυθμό αφήγησης. Αυτά που επίσης ξεχώρισα είναι ο δυναμισμός και η «λογοτεχνική μαγκιά» που επέδειξε σε όλα τα διηγήματα, δείγμα πως έχει τα φόντα να αναμετρηθεί και με άλλα είδη του πεζού.
Συγχαρητήρια πολλά στη συγγραφέα και καλή συνέχεια στα γραπτά της.