Πως γράφω κριτική; | Είμαι Συγγραφέας | Είμαι Εκδότης | Είμαι Βιβλιοπώλης | Live streaming / Video |
Βιβλιοθηκονόμος, λάτρης των βιβλίων και βιβλιοκριτικός! Λατρεύω το διάβασμα τα βιβλία και τις βιβλιοθήκες!
Βιβλίο Placebo
Συγγραφέας Σαρίτα Χαΐμ
Κατηγορία Κοινωνικό μυθιστόρημα
Εκδότης Μίνωας
Συντάκτης-ρια Πάνος Τουρλής
Το διάβασες;
Πες τη γνώμη σου στο Bookia!
Βαθμολόγησε στο Bookia αυτό το βιβλίο και γενικά τα βιβλία που διαβάζεις!
Ο Βασίλης ή Μπίλλυ για τους φίλους του τελείωσε το Πανεπιστήμιο και ψάχνει ιδέες για το μεταπτυχιακό του ενώ μαζεύει χρήματα δουλεύοντας στην καφετέρια της μάνας του ώστε να μπορέσει να εκπληρώσει το όνειρό του. Η έφηβη αδελφή του, Μαρίνα, είναι ένα εσωστρεφές πλάσμα που έχει μπλέξει με έναν εκβιαστή ενώ καθημερινά αυτοτιμωρείται χαράζοντας το δέρμα της. Οι γονείς τους, η Άννα και ο Γιάννης, είναι δυο άνθρωποι που αγωνίζονται να βρουν κοινές γραμμές πλεύσης μετά από δυο παιδιά και τόσα χρόνια γάμου: η Άννα πιστεύει πως μεγάλωσε τα παιδιά της με τον καλύτερο τρόπο ενώ ο Γιάννης προτιμά τη φραστική επιθετικότητα και τη μοναξιά από το να πάρει τη ζωή του στα χέρια του. Ιστορίες μιας σύγχρονης ελληνικής οικογένειας, με τα προβλήματα και τις μικροχαρές της, όπου όλοι είναι αντιμέτωποι με την ανομβρία ελπίδων, τα δυσεπίλυτα γιατί που νανουρίζουν τις συζυγικές πλάτες το βράδυ και το περπάτημα στο αβέβαιο έδαφος που λέγεται μέλλον. Όλα αυτά κινηματογραφικά γραμμένα, με αρκετές εκπλήξεις στην πορεία, κάποιες ανάσες χιούμορ και ένα όμορφο, λυτρωτικό τέλος.
Ο Μπίλλυ καταφέρνει χάρη στους φίλους του να στήσει και να δημοσιεύσει ένα περιοδικό φανζίν με τον τίτλο Placebo κι αυτό του δίνει έναν αέρα δημιουργικότητας, ειδικά από τη στιγμή που τραβάει το ενδιαφέρον από τις αγορές του εξωτερικού. Στην προσωπική του ζωή όμως τι συμβαίνει; Είναι ένας προ-ενήλικος που καλείται να πληρώσει τα διόδια που θα τον οδηγήσουν στην ωριμότητα: σκάβει βαθιά μες στην ψυχή της αδερφής του για να επικοινωνήσουν και να τη βοηθήσει να πάψει να κάνει κακό στον εαυτό της, αγωνίζεται να εξισορροπήσει τις σχέσεις μεταξύ των γονιών του, με τον πατέρα του να έχει αποσυρθεί από τη ζωή του, ερωτεύεται μια κοπέλα που σε ένα χρόνο θα φύγει στην Αμερική για μεταπτυχιακό, δεν έχει σταθερή δουλειά και γενικώς βλέπει γύρω του ένα τέλμα.
Η Μαρίνα είναι ένα αξιαγάπητο κορίτσι, κλεισμένο όμως στο καβούκι της, «ένα κινούμενο σκοτάδι» όπως λέει και ο αδερφός της, κι αυτό χειροτερεύει όταν πέφτει θύμα ηλεκτρονικού ραντεβού με έναν άντρα τουλάχιστον είκοσι χρόνια μεγαλύτερό της και τα πράγματα ξεφεύγουν από τον έλεγχο. Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η αυτοτιμωρία της: να χαράζει το δέρμα της με ξυραφάκι. Η συγγραφέας μου περιέγραψε με τόσο ζωηρό και παραστατικό τρόπο τα συναισθήματα που οδηγούν ένα σχεδόν παιδί να κάνει κατ’ αυτόν τον τρόπο κακό στον εαυτό του που από τη μια κατάλαβα το μέγεθος της τιμωρίας και από την άλλη αναρωτήθηκα τι είδους «λύση» είναι αυτή η αντίδραση. Η ζωή είναι ωραία και δεν πρέπει να τη χαραμίζουμε με κανένα τρόπο, πόσο μάλλον να κάνουμε οι ίδιοι τους εαυτούς μας να αργοπεθαίνουν! Η αλήθεια είναι πως αυτό το παιδί δε θα είχα την υπομονή να αντιπαρατίθεμαι μαζί του, μιας και είναι καλά κρυμμένο πίσω μια επιθετικότητα και αδιαφορία απέναντι στους ανθρώπους που το έφεραν στον κόσμο κι εγώ δεν έχω τη δύναμη να αντιμετωπίσω το (κατ’ επίφασιν εδώ) παράλογο. Ειδικά η μητέρα της κάνει απόπειρες προσέγγισης που όλες πέφτουν στο κενό. Χάρηκα όμως που το κορίτσι άρχισε κάποια στιγμή να παίρνει τη ζωή στα χέρια του με έναν αναπάντεχο τρόπο κι αυτό άνοιξε διάπλατα την πόρτα επικοινωνίας. Φυσικά κανείς εκτός απ’ τον Μπίλλυ δεν ξέρει το πρόβλημα της Μαρίνας και πέφτουν απ’ τα σύννεφα κι αρχίζουν οι αλληλοαιτιάσεις, με τον Γιάννη να νιώθει ακόμη πιο απομακρυσμένος απ’ όλα (προσέξτε τη διαφορά ανάμεσα στο απομακρυσμένος και αποστασιοποιημένος).
Και πάμε στους γονείς: η Άννα και ο Γιάννης γνωρίστηκαν όταν σπούδαζαν στην Αγγλία, ο Γιάννης από Αγγλίδα μητέρα κι έτσι γέννησαν τον Μπίλλυ πριν πάρουν πτυχίο. Η Άννα είναι η κλασική νοικοκυρά, που έχει χαθεί μεταξύ γεμιστών και οσπρίων κι ενώ είναι πρόθυμη ν’ αρχίσει να γκρεμίζει τα τείχη γύρω της ο πολιορκητικός κριός της αδιαφορίας του άντρα της ατσαλώνει το πείσμα της. Για να γίνουν τα πράγματα χειρότερα, μετά την επαγγελματική αποτυχία του συζύγου της, ανέλαβε κι έστησε μια καφετέρια που ευτυχώς αποδίδει κι έτσι κάπως ανασαίνουν. Ο Γιάννης μου έκανε εντύπωση πόσο καλά σχοινοβατούσε ανάμεσα στη δειλία, την αδυναμία και την αδιαφορία. Η σχέση τους σκιαγραφήθηκε τόσο καλά που ένιωθα αληθινούς ανθρώπους να αγωνίζονται με λάθος τρόπο να σώσουν τον γάμο τους και την οικογένειά τους. Μόνο ο Γιάννης έκανε μια ψευτο-επανάσταση κάποια στιγμή κι αυτό τίναξε τα πάντα στον αέρα, χαρίζοντάς μου την πιο ανατριχιαστικά σκληρή και συγκινητική σκηνή του βιβλίου (σελ. 485). Γράφει η κυρία Χαΐμ: «Στέκει σαν τον χάννο μπροστά στις απαιτήσεις της νέας τους ζωής… Κρατάει αποστάσεις ασφαλείας που τον πληγώνουν, γιατί δεν καταλαβαίνει. Δεν καταλαβαίνει πώς έφτασαν εκεί, αυτοί, που δεν άντεχαν να κρατήσουν τα χέρια τους μακριά ο ένας από τον άλλο. Μια υπόγεια φθορά, ήσυχη και αποτελεσματική, κατάφερε να ροκανίσει τα θεμέλια» (σελ. 44). Και παρακάτω γίνεται ακόμη χειρότερο: «Πολλές φορές ένιωθε σαν το χαλάκι στην εξώπορτα. Καταδικασμένος να ανήκει σ’ ένα σπίτι που τον αποδέχεται μεν, αλλά κυρίως για να σκουπίζει αφηρημένα πάνω του τις όποιες ελλείψεις» (σελ. 74).
Αναρωτιέμαι ξανά λοιπόν τι υπάρχει στον δρόμο ανάμεσα στην ώριμη σκέψη-επιθυμία για συμφιλίωση ή για νέα αρχή και στην προφορική εκτόνωση; Με άλλα λόγια τι αλλάζει στην πορεία από τη στιγμή που θα σκεφτείς κάποια προσέγγιση και στον τρόπο που θα μιλήσεις; Κι όταν μιλήσεις θα προτιμήσεις κάτι χιλιοειπωμένο, αναμασημένο, σχεδόν αδιάφορο ή θα διαλέξεις έναν πιο εριστικό τόνο, με αποτέλεσμα να πέσεις πάνω σε τοίχο; Θες κάτι από τον άνθρωπο που εσύ διάλεξες να πορευτείτε μαζί, οπότε γιατί πρέπει να καταφύγεις στις ασφαλιστικές δικλείδες της επανάληψης και να μην απλώσεις ουσιαστικά το χέρι;
Και πάλι η συγγραφέας έχει τον λόγο: «Άσπρο έλεγε εκείνη, μαύρο η Μαρίνα, σε όλα, ακόμη και στα πιο απλά, τα καθημερινά. Όχι, δεν έφταιγαν μονάχα οι γυναικείες ορμόνες τους, της μιας στην κορύφωσή τους, να διαφεντεύουν μια δύσκολη εφηβεία, και της άλλης στη δύση τους, να προκαλούν σαματά όντας σε διαδικασία πανηγυρικής εξόδου… Ο πατέρας, από την άλλη, ήταν μια δεξαμενή πλούσιων συναισθημάτων, όμως στους κραδασμούς το συναίσθημα υπερχείλιζε και χυνόταν ανεξέλεγκτα αποδώ κι αποκεί» (σελ. 291).
Γύρω από αυτούς τους ανθρώπους έχουμε τη Νίνα και τον έγχρωμο Παύλο, ένα ζευγάρι που αγάπησα βαθιά γιατί ήταν τόσο αντίθετοι μεταξύ τους κι όμως είχαν βρει το ιδανικό σημείο ταιριάσματος. Ώσπου η Νίνα θέλησε να κάνει κάτι για τον Παύλο χωρίς να τον ρωτήσει κι έτσι…. Από αυτήν την ιστορία ο αναγνώστης μπαίνει στο ηθικό δίλημμα: βοηθάς αυτόν που αγαπάς χωρίς δεύτερες σκέψεις όσο κι αν ο ενθουσιασμός δε σε αφήνει να δεις κάποια πράγματα ρεαλιστικά; Μήπως βοηθάς κάποιον ώστε μέσα από αυτό να πραγματοποιήσεις δικά σου σχέδια ή όνειρα; Ή μήπως βοηθάς θέλοντας να τον χειραγωγήσεις, να τον κάνεις κτήμα σου ες αεί; Εκπληκτικά και ποικίλα ερωτήματα, των οποίων οι απαντήσεις χαράζουν εξίσου διαφορετικά μονοπάτια! Η εσωτερική κραυγή του Παύλου είναι: «Δε χωράω πουθενά!» Μιλάει τα ελληνικά καλύτερα κι απ’ τους Έλληνες αλλά ανήκει στην κατηγορία των ανιθαγενών κι ας γεννήθηκε στην Ελλάδα. Είναι ο πιο αποκλεισμένος και παγιδευμένος απ’ όλους! Πώς θα φύγει στο εξωτερικό για κάτι καλύτερο από τη στιγμή που δεν έχει χαρτιά; Και πώς θα αντιμετωπίσει τη σχέση του με τη Νίνα μετά το σημείο καμπής;
Η Εύα, φίλη της Άννας και μητέρα διδύμων, με έναν ψευτόμαγκά σύζυγο, απόλυτα σίγουρο για τα πάντα, με έτοιμες λύσεις για όλα, φιγουρατζή και ελαφρώς γελοίο, μου έδειξε όλα τα προβλήματα που συναντάει κανείς όταν γίνεται γονιός και μάλιστα χωρίς ουσιαστική βοήθεια! Οι διακοπές της με τα μωρά θα ήταν ένας εφιάλτης για μένα που κρύβομαι όσο μπορώ καλύτερα από την πατρότητα και μου γέννησε κι αυτή συναισθήματα: στέρηση μικροχαρών και ανατροφή υγιών και σωστών απογόνων ή γεύση ζωής ως το μεδούλι; Η αλήθεια είναι πως ένα μυστικό της Εύας που αποκαλύφθηκε προς το τέλος του βιβλίου ήταν ίσως περιττό, γιατί φόρτωσε το μυθιστόρημα με ακόμη περισσότερο βάρος, κάτι που δε χρειαζόταν, μιας και οι σχέσεις των χαρακτήρων είναι πολύ καλά ενορχηστρωμένες και σχεδιασμένες ενώ ήδη οδεύαμε προς το τέλος. Δεν ήταν κακή επιλογή, μιας και η συγγραφέας το αντιμετώπισε με αυστηρό τρόπο και το έθεσε από νωρίς στις σωστές του βάσεις, οπότε δεν του έδωσε περισσότερη έκταση, θα προτιμούσα όμως να εξέλιπε.
Η οικογένεια αυτή δε μου έκρυψε ούτε ένα μυστικό της, δε μου ωραιοποίησε ούτε ένα λάθος της. Οι ρεαλιστικές περιγραφές, οι ανθρώπινοι χειρισμοί των γεγονότων, οι ουσιαστικοί διάλογοι, οι ανατροπές μού χάρισαν ένα συναρπαστικό ταξίδι στο σπιτικό μιας σημερινής οικογένειας και μου γέννησαν πάμπολλα συναισθήματα. Άλλους τους αγάπησα, άλλους θέλησα να τους δείρω, δεν μπόρεσα όμως να ξεχωρίσω κανέναν και πιστεύω πως το τέλος που δόθηκε στις ζωές τους ήταν λυτρωτικό για κάποιους, μακροπρόθεσμα το καλύτερο για κάποιους άλλους. Μοναξιά, εφηβική απομόνωση, αυτοτιμωρία, ευθύνες και λάθη, εγωισμοί, ατολμία, ρατσισμός, πνιγμένα όνειρα είναι μερικά από τα θέματα που διαπραγματεύεται το βιβλίο και τα αντιμετωπίζει με όσο γίνεται καλύτερο τρόπο, χωρίς διδακτισμούς και αυστηρότητα.