Πως γράφω κριτική; | Είμαι Συγγραφέας | Είμαι Εκδότης | Είμαι Βιβλιοπώλης | Live streaming / Video |
Βιβλίο Ανείδωτη πόλη
Συγγραφέας Παναγιώτης Σταυρόπουλος
Κατηγορία Διηγήματα
Εκδότης Πνοή
Συντάκτης-ρια Τόλης Αναγνωστόπουλος
Το διάβασες;
Πες τη γνώμη σου στο Bookia!
Βαθμολόγησε στο Bookia αυτό το βιβλίο και γενικά τα βιβλία που διαβάζεις!
ΑΝΑΛΥΣΗ
Ο συγγραφέας αντλεί το υλικό του από την πόλη της κρίσης ξεδιπλώνοντας 24 ιστορίες ανθρώπων τραγικών, μοναχικών που «συνήθως δεν τους βλέπουμε, δεν τους ακούμε, την παρουσία τους καταπίνουν η σκόνη και οι ήχοι της πόλης». Σα να γύρισε απότομα ο διακόπτης για αυτούς και βρέθηκαν στο περιθώριο αδυνατώντας να επανέλθουν, είτε λόγω αρνητικών συγκυριών είτε γιατί δεν έχουν τα ψυχικά αποθέματα. Δείχνουν να συμφιλιώνονται με την κατάσταση, ζουν με τα νέα δεδομένα αποκτούν νοοτροπία μοναξιάς αλλά οι περισσότεροι διατηρούν την αξιοπρέπεια και τις αρχές τους. Αν και κινούνται στη φασαρία της πόλης παραμένουν σιωπηλοί.
Τις πιο ποιοτικές κουβέντες τις λένε πλέον σιωπηλοί...
Η γραφή του Σταυρόπουλου είναι λιτή χωρίς λογοτεχνικές φιοριτούρες και μελοδραματικές εξάρσεις βγάζει συναίσθημα και συγκινεί. Διακρίνουμε μια ανάγκη να διηγηθεί την κατάσταση όπως είναι, η πένα του είναι σαν κεντρί που εισχωρεί στην καρδιά μας. Δεν μπαίνει στη εύκολη διαδικασία να «σώσει» τους ήρωες του, δεν υπάρχει κάθαρση σχεδόν σε κανένα διήγημα. Χαρακτηριστικό απόσπασμα από τα στενά της «Μενάνδρου»: «Έχουν μια ωμή ασχήμια. Δε νομίζω ότι πρόκειται ποτέ να καθαρίσει κανείς τα σοκάκια, να δώσει φαγητό σε αυτούς που ψάχνουν στα σκουπίδια, να απλώσει χείρα βοηθείας στον ναρκομανή ή την κοπέλα που κάνει πιάτσα. Στην καλύτερη περίπτωση θα σταθείς όπως εγώ σε ένα ρόλο παρατηρητή».
Άραγε θέλουν να σωθούν; Μήπως δεν πήραν πράγματα από την προηγούμενη ζωή τους για να θέλουν να επανέλθουν; Εδώ είναι το σημείο που ο Σταυρόπουλος ξεδιπλώνει το ταλέντο του. Δεν αγωνίζεται να εξωραΐσει καταστάσεις ούτε καν να απαλύνει τον πόνο των ηρώων του. Αυτοί μοιάζουν να λειτουργούν από ένα σημείο και μετά αυτόνομα, ορθώνουν το ανάστημά τους και όση δύναμη ψυχής τους έχει απομείνει, αναζητώντας στοιχεία που θα τους κρατήσουν ζωντανούς (και όχι ζωντανούς-νεκρούς όπως θα περιμέναμε).
Όπως τη φιλία στο ομώνυμο πρώτο διήγημα μεταξύ δύο τοξικομανών την οποία εμείς δεν μπορούμε καν να συλλάβουμε γιατί «είναι από μια άλλη οπτική και κάθε λέξη που βγαίνει από το στόμα τους είναι συγκλονιστικά αληθινή». Παρόμοια εικόνα και στη «Γειτόνισσα»: Η ηλικιωμένη κυρία και το νεαρό παιδί αναπτύσσουν μια παράξενη φιλία αφού «το ενδιαφέρον δεν καταλαβαίνει από ηλικίες, συγγένειες και υποχρεώσεις».
Επίσης τον έρωτα που δημιουργείται μεταξύ δύο νέων διαφορετικών ανθρώπων στα «Ζωντανά όνειρα»: Ο ένας «ανέχεται τις παραξενιές του άλλου ακόμα και αυτές που ούτε ο ίδιος του εαυτός δεν αντέχει».
Στο «Θερινό άνεργο», η απόλυτη ελευθερία που προσφέρει η διαφυγή με ένα ποδήλατο: «Θα πατήσει με τις ρόδες τις σκοτούρες του και θα χαθεί μακριά».
Ο «Θέμης» καταφεύγει στις σελίδες ενός βιβλίου στα διαλλείματα από ένα επάγγελμα που δεν τον γεμίζει.
Στην «Αλληλεγγύη» ο αναρχικός ηλικιωμένος κηπουρός αν και ολομόναχος νιώθει τόσο γεμάτος φροντίζοντας εθελοντικά φυτά στο Κέντρο της Αθήνας, παιδιά σε ορφανοτροφεία και ξεχασμένα γεροντάκια σε γηροκομεία.
Στη «Χωριάτικη συνήθεια», ο Κώστας αν και αντισυμβατικός ξεχωρίζει στο χωριό γιατί απλά είναι ο εαυτός του: ολιγαρκής και ακέραιος. Απολαμβάνει και αυτός το βιβλίο του με «μια γουλιά κρασί που ο ίδιος έχει φτιάξει».
Στον «Κυνηγό αστείων» ο πρωταγωνιστής ευχαριστιέται όταν κάνει τους άλλους να γελούν με τις ατάκες του γιατί «τίποτα δεν είναι μόνιμο σε αυτόν τον κόσμο ούτε τα προβλήματά μας».
Ο άστεγος στον «Παγωμένο Ήλιο» βρίσκει χαρά όταν ο ήλιος φωτίζει με τις ακτίνες του.
Και στη «Βροχή» ο τύπος που απεχθάνεται την ομπρέλα ανταλλάσσει τα ψώνια του σούπερ-μάρκετ για μια τέτοια. Μόνο και μόνο για να κάνει χαρούμενη την οικογένεια των μεταναστών που ζουν κάτω από μια γέφυρα και να μην τους υποτιμήσει προσφέροντας ελεημοσύνη.
Ακόμα όμως και οι πιο παραιτημένοι από τη ζωή βρίσκουν ένα αποκούμπι να πιαστούν πριν καταρρεύσουν τελείως.
Η Αθηνά στη «Σχισμένη τέντα» περιμένοντας καρτερικά το τέλος της, θαυμάζει ένα κομμάτι τέντας που αντιστέκεται στον άνεμο ενώ η ίδια ποτέ δεν το κατάφερε στη ζωή της.
Και ο ήρωας του «Άστεγου» το παγκάκι του:
Δεν σκέφτομαι τα λάθη ούτε τα σωστά που θα με κάνουν να ορθοποδήσω, απλώς αφήνομαι… Τις λίγες στιγμές που το κολλημένο σα βδέλλα παγκάκι αποκτά μαγεία
ΦΡΑΣΕΙΣ-ΚΛΕΙΔΙΑ
«Όταν πατάς σε κάτι ολοσχερώς διαλυμένο δε σε κυκλώνουν συναισθήματα»…
« Παράξενες αυτές οι μέρες που ζούμε, ανοίγεις τον κάδο με τα σκουπίδια για να πάρεις κάτι όχι να πετάξεις..»
«Έβλεπε μόνο απόγνωση και λύπη, κανείς δε χαμογελούσε. Τα δικά του όνειρα είχαν τσαλαπατηθεί, δεν το βάζει κάτω όμως και κοιτά τη ζωή στα μάτια»..
«Ακούγοντας τις ιστορίες τους καθημερινά-κι ας είχε ζήσει χωρίς ιδιαίτερες στερήσεις- καταλαβαίνει πόση δύναμη έχουν όλοι αυτοί που ζουν για μέρες, μήνες ή και χρόνια στο δρόμο»…
«Βαρέθηκε να πετάει ένα ένα τα χρόνια της σε κάδους που δεν ανακυκλώνουν ούτε μια μέρα»…
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
Ο Παναγιώτης Σταυρόπουλος αν και πρωτοεμφανιζόμενος κατεβαίνει σαν έτοιμος από καιρό, οργανωμένος και περιεκτικός στο απαιτητικό πεδίο της «μικρής φόρμας». Δεν «αγωνίζεται» να εντυπωσιάσει ως rookie αλλά να αφηγηθεί σωστά, ρεαλιστικά, δημιουργώντας χαρακτήρες όχι πρωτότυπους αλλά πέρα για πέρα αληθινούς στην Ελλάδα της κρίσης. Δεν θα ταυτιστούμε μαζί τους αλλά θα τους καταλάβουμε γιατί ο δημιουργός τους αυτό επιδιώκει. Περιγράφει σα να κρατά μια κινηματογραφική κάμερα από απόσταση αλλά πετυχαίνει να μας φέρει αρκετά κοντά τους. Συγκινεί στα διηγήματά του, προκαλεί συναισθηματικές δονήσεις, φλερτάροντας σε πολλά από αυτά -τολμώ να πω -με την ποίηση. Και τελικά προβληματίζει όλους μας: Με τόση απόγνωση δίπλα μας θα συνεχίσουμε να είμαστε μόνο παρατηρητές και να κρυβόμαστε πίσω από τα «κεκτημένα» μας και την προσωπική μας ασφάλεια;
Προφητικοί οι στίχοι του Κ.Βήτα (Ηλίθια αστεία, Στέρεο Νόβα, 1992) στην αρχή του βιβλίου για το τι θα ακολουθήσει:
Μην αφήσεις τη ζωή να σε πάρει από κάτω
τους φόβους που σε τρέφουν να τους κάνεις κάτι άλλο
κάνε τους ποίηση ή μηχανήματα σπουδαία.
Εύχομαι στο Δημήτρη Σταυρόπουλο καλή αρχή στο λογοτεχνικό πεδίο και στο επόμενο του πόνημα να βάλει στην αρχή του ένα άλλο απόσπασμα από το ίδιο αγαπημένο τραγούδι που επέλεξε στο πρώτο. Γιατί θα σημαίνει ότι ο κόσμος έγινε έστω και λίγο καλύτερος από πριν:
Θα διασχίσεις ένα πρωινό τον κόσμο
Και θα `ναι πιο όμορφα κι από ένα όνειρο
Ίσως βρούμε ένα σπίτι για να μείνουμε
Ένα τόπο να ζήσουμε και να πεθάνουμε
Μιλώντας σε κάποιον που έχει πεθάνει
Σε χιονισμένα τοπία, σε δέντρα από μελάνι
Ή σε ανθρώπους που ψάχνουν μια κατεύθυνση
Προς το θεό, μια άλλη χώρα, μια άγνωστη διεύθυνση
Στην οθόνη ενός κομπιούτερ, στα όνειρα του σκύλου
Στο ουράνιο τόξο, στην καρδιά ενός φίλου.