Πως γράφω κριτική; | Είμαι Συγγραφέας | Είμαι Εκδότης | Είμαι Βιβλιοπώλης | Live streaming / Video |
Βιβλίο Τρία μαύρα νούφαρα
Συγγραφέας Michel Bussi
Κατηγορία Αστυνομικό μυθιστόρημα
Εκδότης Κέδρος
Συντάκτης-ρια Έλενα Χουσνή
Το διάβασες;
Πες τη γνώμη σου στο Bookia!
Βαθμολόγησε στο Bookia αυτό το βιβλίο και γενικά τα βιβλία που διαβάζεις!
Σ’ ένα χωριό ζούσαν τρεις γυναίκες. Η πρώτη ήταν κακιά, η δεύτερη ήταν ψεύτρα, η τρίτη ήταν εγωίστρια. Κι όμως, είχαν ένα κοινό σημείο, κάτι σαν μυστικό…Όλα είναι μια ψευδαίσθηση, ιδίως όταν ένα παιχνίδι αντικατοπτρισμών πολλαπλασιάζει τις ενδείξεις και περιπλέκει τα στοιχεία. Ωστόσο οι φόνοι που ταράζουν την ηρεμία του Ζιβερνί, αγαπημένου τόπου του ζωγράφου Κλοντ Μονέ, είναι απολύτως αληθινοί. Στο επίκεντρο της ιστορίας, τρεις γυναίκες: ένα κοριτσάκι έντεκα χρονών με ταλέντο στη ζωγραφική, μια ιδιαίτερα γοητευτική νεαρή δασκάλα και μια ηλικιωμένη με μάτια κουκουβάγιας, που παρακολουθεί τα πάντα. Και ένα θανάσιμο πάθος. Με φόντο φήμες για πίνακες χαμένους ή κλεμμένους, μεταξύ των οποίων και οι περίφημες Μαύρες νυμφαίες του Μονέ, θολές εικόνες δημιουργούνται καθώς μπερδεύεται το παρελθόν με το παρόν.
Το κείμενο στο οπισθόφυλλο του βιβλίου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σκοπίμως και τεχνηέντως ελλειπτικό. Δεν θα μπορούσε να είναι και αλλιώς. Η ιστορία στα «Τρία Μαύρα Νούφαρα» είναι δύσκολο να περιγραφεί χωρίς να στερήσει κάτι από την ατμόσφαιρα του βιβλίου και, κυρίως χωρίς να αφαιρέσει την διαδρομή που αργά, καμιά φορά βασανιστικά ξετυλίγεται στις σελίδες του.
Η ιστορία εκτυλίσσεται στο Ζιβερνί, τον τόπο όπου έζησε ο ζωγράφος Κλωντ Μονέ. Εκεί όπου ζωγράφισε δεκάδες από τους πίνακές του. Ένας φόνος οδηγεί τον επιθεωρητή Σερενάκ και τον βοηθό του σε μια εκτεταμένη έρευνα για τη σύλληψη του δράστη. Ο επιθεωρητής Σερενάκ μαζί με τα στοιχεία θα κληθεί να διεισδύσει και στην νοοτροπία των κατοίκων αυτού του φωτεινού τόπου με τα σκοτεινά μυστικά, μια που ο ίδιος δεν κατάγεται από το Ζιβερνί και εκεί τα στόματα δεν ανοίγουν εύκολα, ειδικά στους «ξενόφερτους». Ένας φάκελος με τις φωτογραφίες πέντε άγνωστων γυναικών να ποζάρουν με το θύμα αλλά και ο πόθος που ο επιθεωρητής νιώθει για την όμορφη δασκάλα θα επηρεάσουν και θα καθορίσουν τελικά την έρευνα για τον φόνο. Ένα εντεκάχρονο κορίτσι, θα επιχειρήσει να αποτυπώσει τα νούφαρα του Μονέ με τις δικές της ταλαντούχες πινελιές. Εκεί, όμως, ο θάνατος παραμονεύει και θα μετατρέψει τα νούφαρα, σε μαύρα απομεινάρια των ονείρων της. Και ανάμεσα στην δασκάλα και το μικρό κορίτσι, μια υπερήλικη γυναίκα, σαν σκιά, αποστεωμένη και κρυμμένη πίσω από το πέπλο των αναμνήσεων, σέρνει τα γέρικα βήματά της στα σοκάκια του Ζιβερνί.
Στο βιβλίο του Michel Bussi το πρώτο που θα νιώσετε είναι ότι μεταφέρεστε στο Ζιβερνί και περπατάτε κι εσείς στα σοκάκια του, στους κήπους όπου ζωγράφιζε ο Μονέ, στα παλιά κτίρια και ότι στέκεστε δίπλα στους εκατοντάδες επίδοξους ζωγράφους που θέλουν να κλέψουν λίγη από την ατμόσφαιρα του χωριού, ελπίζοντας να τους αποκαλυφθεί η χάρη του που μάγεψε τον Κλοντ Μονέ. Θα νιώσετε επίσης την ανάγκη να μάθετε περισσότερα για αυτόν τον μεγάλο τεχνίτη των χρωμάτων και των σκιών και τους ιμπρεσιονιστές ζωγράφους γενικότερα.
Στο Ζιβερνύ παρακολουθούμε την τοπιογραφία του πινάκων του Μονέ αλλά και μιας κλειστής κοινωνίας η ζωή της οποίας καθορίζεται ακόμη και σήμερα από το αποτύπωμα του μεγάλου ιμπρεσιονιστή. Εγκλωβισμένες σε έναν τόπο όπου ασφυκτιούν είναι και οι τρεις γυναίκες. Η μια υπέργηρη, η άλλη όμορφη και νέα και η τρίτη ένα μικρό κορίτσι. Συνδέονται με τον ζωγράφο και οι τρεις. Η υπέργηρη γιατί φιλοξενεί στον μύλο όπου διαμένει ένα πίνακα, αυτόν με τα μαύρα νούφαρα, η νεαρή δασκάλα «ξεναγεί» τους μαθητές της στην ζωή και τον τόπο κατοικίας του ζωγράφου, η μικρή έχει σπάνιο ταλέντο στην ζωγραφική, όπως συνέβαινε και στον Μονέ από την δική της ήδη ηλικία.
Η λίμνη με τα νούφαρα ήταν αγαπημένο θέμα του Μονέ και αποτελεί την πιο διάσημη σειρά του από πίνακες. Τώρα στη θέση τους φύονται τρία μαύρα νούφαρα που αναζητούν να «αιχμαλωτίσουν» λίγο φως στη ζωή τους, όπως έκανε κι ο ζωγράφος με τους πίνακές του. Στη διάρκεια της ανάγνωσης ανέτρεξα συχνά στη βιογραφία και την εργογραφία του Μονέ. Ένιωσα ότι έτσι θα καταλάβω καλύτερα την ιστορία ή ίσως να είναι το ίδιο το βιβλίο που σε «αναγκάζει» να αναζητήσεις πληροφορίες και αυτό είναι πράγματι ένα ενδιαφέρον κομμάτι του. Διάβασα για τον ζωγράφο: «Το φως του ήλιου κατεύθυνε την ζωγραφική του. Χρησιμοποιούσε τα βασικά χρώματα, δεν χρειαζόταν το μαύρο για να δημιουργήσει σκιάσεις και οι πινελιές του έμοιαζαν αυθόρμητες… Το αποτέλεσμα ήταν μοναδικό.
Υπήρχε η αίσθηση του αντικειμένου που σμιλεύεται κάτω από το φως και τις εξωτερικές συνθήκες. Ο Μονέ ήθελε να αιχμαλωτίσει το φως και όχι το αντικείμενο».
Το ίδιο φαίνεται να συμβαίνει και με τα «Τρία νούφαρα» τις τρεις γυναίκες του BUSSI. Θέλουν να αιχμαλωτίσουν το φως, όπως η κάθε μία το ορίζει. Άλλοτε με ρίσκο, άλλοτε με εγωισμό, άλλοτε με τις ενθυμήσεις αλλά πάντοτε με μανία! Αναζωογονητική αλλά και αυτοκαταστροφική, επικίνδυνη μανία.
«Το χρώμα είναι η καθημερινή μου εμμονή, χαρά και βάσανο» έλεγε ο μεγάλος ζωγράφος που ένας πίνακάς του έδωσε το όνομά του στους ιμπρεσιονιστές. Οι γυναίκες του βιβλίου απεχθάνονται τα έντονα χρώματα του Ζιβερνύ αλλά τα απεχθάνονται με διαφορετικό τρόπο. Η μία γιατί έχουν διαλύσει με την προσέλκυση χιλιάδων ανθρώπων την δυνατότητα να τα απολαμβάνει, εκτός ορισμένων ωρών, η άλλη γιατί την έχουν παγιδεύσει σε έναν τόπο πολύχρωμο αλλά μουντό και η τρίτη γιατί τα χρώματα αναδεικνύουν το ταλέντο της αλλά το ταλέντο της θα οδηγήσει σε θανάσιμα μονοπάτια την ίδια και άλλους ανθρώπους, αγαπημένους της ανθρώπους.
Ο Μονέ απορρίπτει το ρεαλισμό για χάρη της αισθητικής εντύπωσης. Οι γυναίκες του BUSSI χρησιμοποιούν τις αισθητικές τους εν-τυπώσεις για να παράξουν τον δικό τους κυνικό ρεαλισμό. Στη ζωή του ζωγράφου η φτώχεια, η κατάθλιψη και η αρρώστια θα οδηγήσουν στην επανάσταση μιας νέας τεχνοτροπίας. Στην ζωή των «μαύρων νούφαρων» η επανάσταση είναι μια νέα τεχνοτροπία ζωής. Ή αποφυγής θανάτου. Ο Μονέ ως μαθητής, σκάλιζε καρικατούρες των δασκάλων του. Είναι λες και οι τρεις γυναικείες φιγούρες ζωντανεύουν τέτοιες καρικατούρες ανθρώπινες τοποθετημένες σε ένα τοπίο γεμάτο φως και χρώματα που όμως στα διάκενά τους είναι γεμάτα από σκοτάδι. Σκοτάδι εσωτερικό, πυκνό, αδιαπέραστο.
Η εναλλαγή της τριτοπρόσωπους αφήγησης με τον πρωτοπρόσωπη της γριάς γυναίκας δίνει μια ιδιαίτερη δυναμική στην ανάγνωση και λειτουργεί ως συνεκτικός δεσμός στα κεφάλαια που παρεμβάλλονται. Ο ρυθμός είναι γρήγορος ή εσκεμμένα βραδύς εκεί που θα πρέπει να δοθούν στοιχεία που, εκ των υστέρων, θα συγκολληθούν με αναπάντεχο, είναι η αλήθεια, τρόπο….
Η ιστορία εκτυλίσσεται σε συνολικά δεκατρείς ημέρες. Κάθε κεφάλαιο καλύπτει χρονικά και μια ημέρα της ιστορίας. Μέσα από τις αφηγήσεις προσωπικών ιστοριών αλλά και την έρευνα για τον φόνο, μέσα από τα πήγαινε – έλα στις ζωές των τριών γυναικών, μεταφερόμαστε στην εποχή του Μονέ, στον κόσμο των συλλεκτών έργων τέχνης, σε μουσειακούς χώρους, σε εξαφανισμένους πίνακες, σε πυργόσπιτα που φιλοξενούν «μάγισσες» αλλά και σε προσωπικά αδιέξοδα. Αν και σε κάποιες περιπτώσεις οι αφηγήσεις και οι σκέψεις των ηρώων θα μπορούσαν να ήταν κατά τι πιο περιορισμένες χωρίς να χάσει κάτι η ροή του βιβλίου, ωστόσο η πλοκή είναι αρκετά σφιχτή και προσπερνά κανείς αυτά τα μικρά εμβόλιμα κομμάτια που κάνουν μια μικρή «κοιλιά».
Τα «Τρία μαύρα νούφαρα» είναι σκοτεινά αν και γεμάτα από εικόνες φωτός. Σε τραβούν όμως στο σκοτάδι τους με ένα μαγνητισμό που δεν τελειώνει παρά μόνο στο τέλος του βιβλίου.