Πως γράφω κριτική; | Είμαι Συγγραφέας | Είμαι Εκδότης | Είμαι Βιβλιοπώλης | Live streaming / Video |
Βιβλίο Ο κοσμηματοπώλης
Συγγραφέας Κώστας Παύλου
Κατηγορία Αστυνομικό μυθιστόρημα
Εκδότης Όστρια
Συντάκτης-ρια Γιώργος Κουλιανός
Το διάβασες;
Πες τη γνώμη σου στο Bookia!
Βαθμολόγησε στο Bookia αυτό το βιβλίο και γενικά τα βιβλία που διαβάζεις!
Εδώ δεν έχουμε μια συνηθισμένη περίπτωση γράφοντα, ή δεν φαίνεται να είναι. Πρόκειται μάλλον για έναν «μανιακό» -επιτρέψτε μου- της γραφής (σας θυμίζω πάλι το προ διετίας μόλις, πολυσέλιδο επίσης, μυθιστόρημα του «Εξισσοροπιστές» κι ένα ανέκδοτο θεατρικό στο ενδιάμεσο).
Πρόκειται για έναν εργάτη της γραφής, ο οποίος είναι φανερό ότι έχει κόσμους στο μυαλό του, τους οποίους επεξεργάζεται κι επιχειρεί να συρράψει δημιουργικά, να τους ξεδιπλώσει στο χαρτί ή στην οθόνη του υπολογιστή του και, θα έλεγα πως, ίσως και χωρίς να το συνειδητοποιεί, έρχεται να καλύψει με τον δικό του τρόπο ένα εμφανές κενό στα εκδοτικά πράγματα , εγκαινιάζοντας ένα είδος που, εγώ τουλάχιστον δεν θα ονόμαζα αμιγώς αστυνομικό μυθιστόρημα, αφού το στοιχείο της αστυνομικής έρευνας, τουλάχιστον έτσι όπως το γνωρίζουμε από μυθιστορήματα του είδους, είναι ένα μικρό αναλογικά μέρος της συνολικής δράσης.
Θα έλεγα λοιπόν ότι είναι ένα «πολυμυθιστόρημα», επιτρέψτε μου τον χαρακτηρισμό, όπου συμπλέκει ένα μπουκέτο με άνθη του κακού όπως την αδίσταχτη δολοπλοκία, τον κυνισμό, τον αμοραλισμό, τις ρευστές ή επίπλαστες φιλικές και οικογενειακές σχέσεις, το πάθος, την απληστία και το έγκλημα, κι από κοντά χρήσιμα εργαλεία του είδους, όπως το αναγκαίο μυστήριο, την παρατήρηση, την έρευνα, τη δράση, με λίγες αλλά πολύτιμες σταγόνες δοκιμιακού στοχασμού, επίκαιρου σχολίου και ιστορικής υπόμνησης.
Τολμώ να πω ότι ο συγγραφέας κατόρθωσε να λειτουργήσει απελευθερωτικά σε σχέση με τους περιορισμούς και τους κανόνες του αστυνομικού μυθιστορήματος. Έσπασε εν πολλοίς το πλαίσιο πειθαρχίας και τυπικής δομής, αδράχνοντας συχνά την ευκαιρία να προπαγανδίσει τις απόψεις του και να κριτικάρει ευθέως τον κόσμο, τον τόσο μακρινό και τόσο οικείο συνάμα, που ζουν οι ήρωες του. Κι απ’ αυτή την άποψη ο «Κοσμηματοπώλης» πρωτοτυπεί.
Ομολογώ ότι απόλαυσα την ανάγνωση του «Κοσμηματοπώλη» του Κώστα Παύλου. Βρήκα σ’ αυτήν καλές προθέσεις και συγγραφικές αρετές, όπως εμφανέστατα την ικανότητα στην παρατήρηση, μια ενδιαφέρουσα εμμονή στην εσωτερική εστίαση, μια αξιοσημείωτη ευχέρεια στον χειρισμό των δεδομένων της μυθοπλασίας, αφομοιωμένους τρόπους του είδους, την εύστοχη χρήση του στοιχείου της ανατροπής και τέλος μια γλώσσα οικεία κι ανεπιτήδευτη.
Στο έργο αυτό είδα μια ιστορία «extra large», θα έλεγα, για τα ήθη μιας μικρής κοινωνίας, με καθαρά όμως λογοτεχνικά γνωρίσματα, ένα συρφετό από καταχθόνιους κι αδίσταχτους αριβίστες κι εκτελεστές, να τοποθετείται σαν κάψουλα στα σπλάχνα της και να ενεργεί κατά βούλησιν κι ερήμην της. Αυτή η ομάδα ανθρώπων, που ο πυρήνας της αποτελείται από μια παρέα άσπονδων φίλων, κινείται ανυποψίαστα και μοιραία σ’ ένα μοτίβο κατευθυνόμενης δράσης, κινείται σχεδόν ανενόχλητα, και δρα σ’ ένα σχετικά περιορισμένο χώρο απροκάλυπτα εκτεθειμένη. Όμως ο συγγραφέας φροντίζει επιμελώς, ώστε αυτή η κάψουλα, αυτή η απόπειρα προσομοίωσης, να μη διαταράξει με το υλικό της την ευστάθεια αυτής της κοινωνίας.
Το μυστήριο στον «Κοσμηματοπώλη» συνυφαίνεται επιδέξια. Οι υποψίες πολλές, οι ενδείξεις ελάχιστες, οι ανατροπές συχνές. Η τράπουλα ανακατεύεται, οι σχέσεις αναμοχλεύονται, οι συνεργάτες αλλάζουν στρατόπεδα. Ωστόσο ο συγγραφέας δεν ανοίγει εύκολα τα χαρτιά του, αφήνει τους ήρωες να περιδιαβούν στο πεδίο της μυθοπλασίας, σκοντάφτοντας πάνω στις πλάνες τους, οι οποίες συχνά αποβαίνουν ολέθριες για αυτούς και τους άλλους, κι όταν με τα πολλά αποκαλύπτεται ο εγκέφαλος ή οι εγκέφαλοι, μένουμε εμβρόντητοι, κι αναρωτιόμαστε πώς αφεθήκαμε να παρασυρθούμε απ’ την καταλυτική επίδραση της ωμότητας και του κυνισμού. Ίσως να οφείλεται όμως τούτη η άνευ όρων παράδοσή μας στην απουσία κλειδιών, επαρκών ενδείξεων από την πλευρά του συγγραφέα. Ο Κώστας Παύλου πολύ προσεκτικά και μεθοδικά μας οδηγεί στην αποκάλυψη και την έκπληξη. Και το πλέον απίθανο είναι ότι κανένα από τα πλήθος στοιχεία που βγαίνουν από την έρευνα δεν οδηγεί σε κάποιο ξέφωτο, μια χαραμάδα φωτός ανοίγει μόνο, κι αυτήν για λίγο.
Όλα συνωμότησαν στην περίπτωση του «Κοσμηματοπώλη», η ιστορία, η γεωγραφία, ο θρύλος και η ειδησεογραφία κάποιων ημερών. Όλα αυτά ζυμώθηκαν μέσα σε μια υπόθεση μυστηρίου, με όλα τα στοιχεία μυθοπλασίας που το συνθέτουν. Η υπόθεση έχει υψηλή οργανωτική δομή και αποδεκτές συμβάσεις, παρά τις κάποιες υπερβολές, που κι αυτές ωστόσο δεν είναι ασύμβατες με τη μυθιστορία του είδους. Βάση κι ορμητήριο της υπόθεσης δεν είναι ο φόνος καθαυτός, αλλά το σχέδιο, και το σχέδιο έρχεται να γαντζώσει πάνω στη πιο εξωφρενική και συνάμα πιο στοιχειωμένη προσδοκία αυτής της πόλης. Το δέλεαρ είναι ένας αμύθητος θησαυρός. Αυτός είναι το κίνητρο της δράσης, η αλυσίδα που συνδέει ή επανασυνδέει ανθρώπους, αφυπνίζοντας δύσκολες παροπλισμένες σχέσεις . Παράλληλα, ένα ενδιαφέρον ταξίδι στον χώρο, στον χρόνο, καθώς και στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής είναι ο «κοσμηματοπώλης», ένα έργο που καταφέρνει και συγκρατεί σε μια ασταθή – και γι αυτό συναρπαστική - ισορροπία την ωμή βία με το αυθόρμητο συναίσθημα, τον άγραφο κώδικα με την ηθική, το φαίνεσθαι με το είναι.
Το έργο δεν απευθύνεται μόνο στον φίλο του είδους. Απευθύνεται σε όλους εμάς, που φλερτάρουμε με το όνειρο, ερωτοτροπούμε με το μύθο, τα μυστήρια, μας αρέσουν οι πάσης φύσεως ανατροπές, διψάμε για ταξίδια στο χρόνο, στο χώρο και την ιστορία. Εδώ, ο δικός μας χώρος είναι ο μυθιστορηματικός χώρος. Το ίδιο συμβαίνει και με τον χρόνο. Οι ήρωες επίσης του «κοσμηματοπώλη» είναι ανάμεσά μας, ευυπόληπτοι κύριοι με εγκληματικές εμμονές, μεγαλόσχημοι αλλά ηθικά ευάλωτοι παράγοντες του δημόσιου βίου, καθόλα ευπρεπείς και τυπολάτρες δημόσιοι υπάλληλοι που φλερτάρουν όμως ασύστολα κι επικίνδυνα με τον τυχοδιωκτισμό και το ευκαιριακό κέρδος, καθώς και αφελείς και φιλόδοξοι νέοι και νέες που γίνονται, ηθελημένα ή αθέλητα, πειθήνια όργανα του κακού. Ευτυχώς, μόνο επαγγελματίες εκτελεστές δεν υπάρχουν ανάμεσά μας. Όλοι τους σχεδόν έχουν ένοχα μυστικά. Όλοι παλεύουν με νύχια και με δόντια για να τα διαφυλάξουν. Όλοι έχουν το ζωτικό τους χώρο, τον οποίο προσπαθούν να προασπίσουν. Όλοι αγαπούν το χρήμα, νόμιμο ή παράνομο, καθώς και την καλή ζωή. Όλων οι σχέσεις είναι δύσκολες. Όλοι καραδοκούν για το στραβοπάτημα του άλλου. Ο καθένας έχει να εξοφλήσει κάποιο λογαριασμό, εκτός απ’ αυτούς που πληρώνονται για να σκοτώσουν. Διώκτες και διωκόμενοι – κι αυτό είναι το παράδοξο – έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά. Η απόσταση που τους χωρίζει είναι μικρή. Οι μεν διωκόμενοι εφορμούν στο αδυσώπητο κυνήγι για κάποιο κέρδος, είτε υλικό είτε ηθικό, χωρίς κανόνες και φραγμούς. Το γέρας διόλου αμελητέο. Ο δε διώκτης επιδιώκει μέσα από την εξιχνίαση της υπόθεσης, η οποία στην αρχή τουλάχιστον φαίνεται να έχει συντεταγμένες, να αναβαπτιστεί στο σώμα που ανήκει, απεκδυόμενος των αμαρτιών του παρελθόντος. Τα κίνητρα για όλους είναι ιδιοτελή κι όλοι τους είναι ανυποψίαστοι για το πραγματικό διακύβευμα.
Έχουμε να κάνουμε μ’ έναν αρκετά επιδέξιο μάστορα του μυστηρίου και της δράσης, απ’ τον οποίο περιμένουμε μια εξίσου έντιμη συνέχεια και, γιατί όχι, η περίπτωση Παύλου ν’ αποτελέσει στο μέλλον μια αξιοπρόσεκτη αναφορά στον χώρο που επέλεξε να εκφραστεί.
Από το οπισθόφυλλο:
Μια παγωμένη χειμωνιάτικη νύχτα βρίσκεται δολοφονημένος με φρικτό τρόπο στα Γιάννενα, ο διευθυντής του αρχαιολογικού μουσείου της πόλης, στο πιο κεντρικό της σημείο· κρεμασμένος πάνω στο ρολόι. Ο υπαστυνόμος Μάξιμος Αξιώτης λαμβάνει ένα ανώνυμο τηλεφώνημα που τον ειδοποιεί για το περιστατικό και αναλαμβάνει να εξιχνιάσει την υπόθεση.