Σύνδεση Τώρα Σύνδεση στη Βιβλιοθήκη μου   ·   Όλες οι Βιβλιοθήκες στο Bookia
Τι είναι το Bookia;   ·   Blog   ·                     ·   Επικοινωνία  
Πως γράφω κριτική; Είμαι Συγγραφέας Είμαι Εκδότης Είμαι Βιβλιοπώλης Live streaming / Video
Το Bookia προτείνει...
...Η Παναγιά της φωτιάς
Συντάκτης-τρια:
Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη

Είμαι Ποιήτρια-συγγραφέας, έχω γράψει πέντε ποιητικές συλλογές και ένα μυθιστόρημα. Συνεργάζομαι με το τοπικό τύπο αρθρογραφώντας για το βιβλίο και παρουσιάζω τις εκδηλώσεις του βιβλίου στον τοπικό τύπο. Είμαι ανταποκρίτρια του Bookia στη Κατερίνη και στην ευρύτερη περιοχή.

Σπύρος Πετρουλάκης Σπύρος Πετρουλάκης
Ο Σπύρος Πετρουλάκης γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα, έχοντας ζήσει επίσης στο Ρέθυμνο και στα Χανιά από όπου και κατάγεται. Έχει δύο παιδιά, την Ειρήνη και τον Κωνσταντίνο. Είναι συνθέτης και στιχουργός. Τραγούδια του περιλαμβάνονται σε CD πολλών γνωστών καλλιτεχνών, ενώ έχει γράψει μουσική και τραγούδια για ντοκιμαντέρ και θεα­τρικές παραστάσεις. Παράλληλα, είναι ραδιο­φωνικός παραγωγός στο Δίκτυο ... Περισσότερα...
Μίνωας
Βιβλίο Η Παναγιά της φωτιάς
Συγγραφέας Σπύρος Πετρουλάκης
Κατηγορία Κοινωνικό μυθιστόρημα
Εκδότης Μίνωας
Συντάκτης-ρια Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη

ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ του βιβλίου στο «Βιβλιοπωλείο ΠΟΛΙΤΕΙΑ».


Το διάβασες;
Πες τη γνώμη σου στο Bookia!

Βαθμολόγησε στο Bookia αυτό το βιβλίο και γενικά τα βιβλία που διαβάζεις!

Κάθε αναγνώστης που θέλει να γράψει μια κριτική για ένα βιβλίο ξεκινά από εκεί που συγκινήθηκε, που ένιωσε να τον πλημμυρίσει μια φουρτουνιασμένη θάλασσα μέσα του και να του αφήνει το άρωμα του όσα βιβλία από τότε να έχει διαβάσει. Έτσι επέλεξα κι εγώ αυτό το κομμάτι για να αρχίσω.

Ο Μανούσος έπιασε το χέρι του γερο-Χαραλάμπη και το φίλησε με στοργή, σαν να φιλούσε το χέρι του πατέρα και της μάνας του. Ο γέρος τον χάιδεψε απαλά στο κεφάλι και ψιθύρισε “Σ΄ευχαριστώ που με τίμησες κοπέλι μου”.

Ένα μουρμουρητό άρχισε σιγά-σιγά να φουντώνει από στόμα σε στόμα. Σαν ένας σεισμός που ξεκινά αργά, μέχρι να φτάσει στην καταστροφική του κορύφωση. Ένας ξεκίνησε, χίλιοι συνέχισαν. Κρητικοί και Μακεδόνες τραγουδούσαν με μια φωνή, που συντάραζε θαρρείς συνθέμελα τον κόσμο: “Πότε θα κα-πότε θα κάνει ξαστεριά...” Χέρι-χέρι, στίχο τον στίχο, ο Μανούσος οδηγούσε με αργά βήματα έξω από το δικαστήριο τον γερο-Χαραλάμπη. Καθένας άνθρωπος , καθώς περνούσαν από δίπλα του, τον άγγιζε τον ώμο. Ήταν σαν να ήθελαν όλοι να πάρουν την ευχή του, σαν να ήθελαν μέσα από το άγγιγμα να αποκτήσουν μερίδιο, συμμετοχή στη πράξη, στο χρέος που είχε εκπληρωθεί . Όχι, εκεί μέσα δεν είχε γίνει φονικό, ...... Ήταν η στιγμή που ο άνθρωπος εξυψωνόταν σε άγιο και αναγνωριζόταν ως τέτοιος από τον λαό.

Για τη χώρα μας που οι απόγονοι των δοσίλογων δυστυχώς κυβερνούν ακόμη με οποιονδήποτε τρόπο, ο ήρωας Τζουνάς έγινε στα μάτια μου ένα από τα πιο μισητά πρόσωπα της ιστορίας της “Παναγιάς της Φωτιάς”. Όταν ακόμη και η δικαιοσύνη του έδωσε το δικαίωμα να υποστηρίξει τον εαυτό του μέσα σε δικαστήριο, έρχονται οι άγραφοι νόμοι της Κρήτης και λυτρώνουν ολόκληρο λαό που στήθηκε σε αγχόνες και στα εκτελεστικά αποσπάσματα. Δεν ξέρω αν είναι η αγάπη και η υπερηφάνια που νιώθω απέναντι στον Κρητικό λαό, αλλά ο Σπύρος Πετρουλάκης βάζοντας τον Μανούσο να θέλει να εκπληρώσει το χρέος του, τον τοποθετεί πρότυπο στα μάτια των αναγνωστών του νέου του βιβλίου. Τον δικαίωσε αυτόν τον λαό στα μάτια μου. Πόσοι από μας θα θέλαμε να δράσουμε όπως ο Μανούσος όταν διαβάσαμε το βιβλίο; Φυσικά και δεν θα αποκαλύψω πώς έδρασε ο Μανούσος γιατί θέλω να νιώσετε και εσείς την ένταση που ένιωσα κι εγώ. Το χτυποκάρδι και τη διακοπή της ανάσας...

Θα μπορούσε να γίνει κινηματογραφική ταινία καθώς περνούν όλα τα πλάνα από τα μάτια μας ξεφυλλίζοντας το βιβλίο. Όχι μόνο το παραπάνω κομμάτι μα και καθένα ξεχωριστό.  

Μετά την “Εξομολόγηση”, ο Σπύρος Πετρουλάκης μας ταξιδεύει πάλι σε τόπους που αγαπήσαμε και γίναμε κομμάτια της ιστορίας του. Θα ήθελα να γινόμουν κομπάρσος στην ιστορία του και να περπατήσω μαζί με τους ήρωες του. Ένα ταξίδι από την Κωνσταντινούπολη έως τα Σφακιά της Κρήτης, κι από εκεί στην Ιερά Μονή της Βρεφοκρατούσας, στο όμορφο Πάπιγκο, την Καστοριά, το Φραγκοκάστελλο στα Χανιά της Κρήτης, την Σίνδο, την Κατοχή, την Αθήνα της Χούντας και του Πολυτεχνείου έως και την μακρινη Σομαλία.

Ο συγγραφέας ως μαέστρος τοποθέτησε τη μια νότα δίπλα στην άλλη άλλοτε να μας προκαλέσει το καρδιοχτύπι και άλλοτε να μας γαληνέψει με τις ομορφιές του τόπου έχοντας το ρόλο του ξεναγού.

Μας ξετυλίγει το κουβάρι και μας φωτίζει τη ζωή των δευτερευόντων ηρώων της «Εξομολόγησης» που δεν ζήσαμε. Το έγραψε με ένα τόσο όμορφο τρόπο ώστε να μη χρειάζεται ο αναγνώστης να διαβάσει και την Εξομολόγηση για να καταλάβει και να ζήσει την ιστορία του δεύτερου χωρίς να του δημιουργεί απορίες ή κενά. Φρόντισε να μη κουράσει ούτε τον αναγνώστη της εξομολόγησης, επαναλαμβάνοντας μέρος της ιστορίας της, δημιουργώντας την αίσθηση ότι “η Παναγιά της φωτιάς” δεν είναι απαραίτητα η συνέχεια της εξομολόγησης. αλλά είναι δυό ανεξάρτητα βιβλία που διαβάζονται παράλληλα, αλληλοσυμπληρώνοντας το ένα το άλλο. Θα σας πρότεινα όμως ως αναγνώστης και των δύο βιβλίων, αν και δεν είναι απαραίτητο, καλό είναι κάποια στιγμή, αν σας δοθεί η ευκαιρία να διαβάσετε και την Εξομολόγηση.

Το ψηφιδωτό παίρνει τη τελική του μορφή όσο κι αν πονά, όσο κι αν κλαίει, όσο κι αν οι ανθρώπινες φιγούρες θρυμματίζονται. Προσπαθεί να ρίξει φως σε μια απίστευτη ιστορία που καθηλώνει τον αναγνώστη νιώθοντας ότι η φωτιά που καίει θα του αφήσει ανεξίτηλο σημάδι στη ψυχή του και το καταφέρνει άριστα. Το κρατά στα χέρια του και αναζητά τον πολύτιμο χρόνο να το διαβάσει με μια ανάσα. Εκεί που ο αναγνώστης επιθυμεί να τοποθετήσει τον σελιδοδείκτη του για να ηρεμήσει από τα σκαμπανεβάσματα που του προκάλεσε, έρχεται το επόμενο κεφάλαιο και η αγωνία τον καθηλώνει πάλι ώσπου να το τελειώσει.  

Βάζει το μαχαίρι βαθιά στην ουλή της ψυχής του αναγνώστη θίγοντας την ανθρωπιά, τη περηφάνια, την αξιοπρέπεια, τον αγώνα για την επιβίωση, τον άγραφο νόμο της δικαιοσύνης και τον προκαλεί να προβληματιστεί και να δώσει τις απαντήσεις του σε θέματα που ίσως μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε την ευκαιρία να αναρωτηθεί.

Δεν υπάρχει λόγος άλλωστε να γράφονται βιβλία αν δεν μας διδάσκουν, αν δεν μας βοηθούν να λύνουμε ερωτήματα και να γινόμαστε καλύτεροι ως άνθρωποι. Να μας μαθαίνουν ιστορικά γεγονότα που έχουμε άγνοια... Έστω και μέσα από τον μύθο οι συγγραφείς μπορούν να αποκαλύψουν πολλά από αυτά που μας κρύβουν οι ιστορικοί. Κάθε τόπος και μια ιστορία κι αυτά τα μυστικά που κρύβουν οι προφορικές παραδόσεις δεν τα γράφει η ιστορία. ”Πιστεύω, στη προκειμένη περίπτωση ότι η πέννα του Πετρουλάκη είναι τόσο δυνατή που μπόρεσε να διαφωτίσει για ξεχασμένες συμπεριφορές, ήθη και έθιμα, τη συμπεριφορά απέναντι στη γυναίκα στην Ήπειρο, τον άγραφο νόμο στη Κρήτη. “Βασίστηκε σε ιστορικά και πραγματικά γεγονότα και σε συγκλονιστικές αφηγήσεις αληθινών ηρώων, σε πληροφορίες όπως έγραψε από  «γεροντικά χείλη» και από την κυρία Ελένη Καντάρα εγγονή της ηρωίδας του Πάπιγγου που συνέθεσαν το μωσαικό των προσώπων, που περιέβαλλαν και σημάδεψαν την ζωή της πρωταγωνίστριας της Εξομολόγησης (Ελένης)”, όπως έγραψε και ίδιος στις ευχαριστίες του.

Ο λόγος του, όσο προχωρά πιο βαθιά στην ιστορία γίνεται αιχμηρός ώστε ο αναγνώστης να εξωτερικεύσει τα συναισθήματα του απέναντι στους ήρωες. Ένιωσα αηδία για στον Οσμάν, αποστροφή για τη Ντελέκ αλλά και ικανοποίηση για το άσχημο τέλος που τη καταδίκασε η πέννα του. Εξοπλίστηκα με δύναμη βλέποντας την αποφασιστικότητα και τη ψυχική δύναμη του Κωνσταντή, συμπαραστάθηκα νοερά τον παπα-Φώτη που κουβάλησε τον σταυρό του μυστικού της μοναχής Μαρκέλλας, θαύμασα την ηρεμία και τη γαλήνη του, επιθυμώντας να γινόταν πρότυπο στη σημερινή ιεροσύνη, θαύμασα τη δύναμη της πίστης και τη δύναμη του έρωτα στα πρόσωπα της Σοφίας και του Κωνσταντή, την ισχυρή περηφάνια και την ευλαβική φιγούρα της Ελένης. Ποια μάνα θα άντεχε αλήθεια αν βρισκόταν στη θέση της; Αισθάνθηκα οργή για τη συμπεριφορά του Πέτρου μα και τον δικαιολόγησα γιατί έτσι υπαγόρευαν τα ήθη της εποχής χωρίς όμως να του δίνω συγχώρεση. Θαύμασα την αξιοπρέπεια του Μανούσου εκτός από τη λεβεντιά του που ήθελα να του σφίξω το χέρι αν μπορούσα και να του έλεγα “Προχώρα σύντεκνε, σ' ακολουθώ”. Ομολογώ ότι ξαφνιάστηκα μέσα σε όλο το κλίμα του βιβλίου με την σφήνα των γεγονότων της Αθήνας του Πολυτεχνείου αλλά με αποζημίωσε γρήγορα με τη μαεστρία της πέννας του που τοποθέτησε σωστά κι αυτή τη ψηφίδα στο παζλ ώστε να παίξει το ρόλο του και να γίνει σημαντικό κομμάτι όλης αυτής της τραγικής ιστορίας. 

Οι διαδρομές και οι εναλλαγές των τόπων που περιγράφει ηρεμούν τον αναγνώστη μετά από από την έντονη καταιγίδα που του προκάλεσε. Δίνοντας τις εικόνες του πανικού των ανθρώπων στη Θεσπρωτία και στα Σφακιά της Κρήτης ο αναγνώστης νιώθει ότι σταματά ο χρόνος και εκλιπαρεί τον συγγραφέα με τη πέννα να φύγουν οι σκηνές του θανάτου για να μη νιώσει περισσότερο τη φρίκη να τον ακουμπά.

Ας πάρουμε λοιπόν νοερά το χέρι του συγγραφέα και ας τον αφήσουμε να μας οδηγήσει στη Θεσπρωτία του 1940. Εκεί που οι οβίδες σφύριζαν με μανία πάνω από τα κεφάλια τους και εκείνοι, τρομοκρατημένοι, δεν ήξεραν πώς να αντιδράσουν. Ας ακολουθήσουμε τη Μάρω που κρατά στη φωτιά της κόλασης σφιχτά στην αγκαλιά της τον Κωνσταντή.

Σας αφήνω λοιπόν να ταξιδέψετε μαζί του σε ένα ταξίδι που θα το ζήλευα κι εγώ να σας οδηγήσω. Εύχομαι να κατάφερα να σας μεταφέρω συναισθήματα και να σας άναψα το φυτίλι της αγωνίας. Ποιον ήρωα αγάπησα πιότερο; Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορώ να ξεχωρίσω ποιον ήρωα αγάπησα πιο πολύ. Αφήνω τον αναγνώστη να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Άλλωστε το ταξίδι του καθενός μας είναι μοναδικό και μοναχικό.

``

Θέλετε να λαμβάνετε ενημέρωση από το Bookia;

Πηγή δεδομένων βιβλίων



Χορηγοί επικοινωνίας






Κοινωνικά δίκτυα