Πως γράφω κριτική; | Είμαι Συγγραφέας | Είμαι Εκδότης | Είμαι Βιβλιοπώλης | Live streaming / Video |
Βιβλιοθηκονόμος, λάτρης των βιβλίων και βιβλιοκριτικός! Λατρεύω το διάβασμα τα βιβλία και τις βιβλιοθήκες!
Βιβλίο Τ' αηδονιού το δάκρυ
Συγγραφέας Γεώργιος Τζιτζικάκης
Κατηγορία Κοινωνικό μυθιστόρημα
Εκδότης Ωκεανίδα
Συντάκτης-ρια Πάνος Τουρλής
Το διάβασες;
Πες τη γνώμη σου στο Bookia!
Βαθμολόγησε στο Bookia αυτό το βιβλίο και γενικά τα βιβλία που διαβάζεις!
Του αναγνώστη το δάκρυ που πηγάζει όταν ανακαλύπτει ένα γνήσιο δείγμα νεοελληνικής λογοτεχνίας σαν αυτό. Του συγγραφέα το δάκρυ που έχτισε λέξη λέξη ένα τόσο έντονο και συναισθηματικά φορτισμένο κείμενο. Ένα υπέροχο, καλοδουλεμένο, λυρικό, ανθρώπινο, αυθεντικό μυθιστόρημα που μου προκάλεσε γέλιο, κλάμα, αγωνία, αισιοδοξία, μίσος. Μέσα από τις σελίδες του αναπνέουν η Κρήτη και ο Θεός, αναδύονται η αψάδα της ρίγανης, η στιφάδα της ελιάς, η δροσιά που φέρνει ο άνεμος από τα μιτάτα του Ψηλορείτη. Άνθρωποι δεμένοι στο μαγγανοπήγαδο της μοίρας, παιχνίδια στα χέρια της κακομαθημένης Ειμαρμένης, σύντροφοι στο μυαλό του εκλεκτού λογοτέχνη Γιώργου Τζιτζικάκη!
Σ’ ένα ορεινό χωριό των Χανίων της δεκαετίας του 1980, ο Γιώργης και η Κωστούλα έχουν τρελαθεί από την αγωνία τους για την τύχη του μονάκριβου μωρού τους που αργοσβήνει μέσα στα χέρια τους από ανεξήγητη αιτία. Μόνο ο Τυροθόδωρας κατάλαβε ότι το μωρό είναι δεμένο με κατάρα κι έτσι πέμπει τον Γιώργη στο μοναστήρι της Μαραθοκεφάλας, όπου η καλόγρια Σταυροκατίνα του αποκαλύπτει ότι το κορίτσι είναι δεμένο με τριπλή κατάρα κι αν σηκώσουν την πέτρα της, πρέπει να τη φορτωθεί ο Γιώργης. «Τρεις φορές δυνατή έπεσε πάνω στο κοπέλι η δική σου κατάρα και τρεις πρέπει και να λυθεί. Μία, όντε θα πάρεις το άδικο βάρος κάποιου δικού σου. Δεύτερη, όντε ζυγώνει η λευτεριά και πάλι την εχάσεις, όπως μια μάνα χάνει το παιδί τζη. Και μια τρίτη, πιο τρομερή, όντε σε θάψουνε, Γιώργη, το κοπέλι πρέπει να φύγει απ’ τα Χανιά κι αν κάποτες γαήρει στον τάφο σου, τότε θα λύσει το κακό κι απ’ το σπάσιμο ξανά ζωή θε να βγει» (σελ. 64).
Τριάντα χρόνια μετά, στην Αθήνα, η Κλειώ, η κόρη του Γιώργη και της Κωστούλας, είναι παγιδευμένη σ’ έναν γάμο-παρωδία. Ο Αντώνης είναι ιατρικώς αποδεδεγμένο ότι δε θα γίνει ποτέ πατέρας κι έτσι οι δυο άνθρωποι αρχίζουν να χτίζουν γύρω τους αδιαπέραστα τείχη εγωισμού και παράπονου. Ο Αντώνης ξενοκοιμάται και η Κλειώ αρχίζει να παίρνει κιλά και να μιλάει στις φωτογραφίες των γονιών της. Αλλιώς ξεκίνησε από το χωριό κι αλλιώς κατέληξε. Ένα βράδυ, η σταγόνα ξεχειλίζει κι η Κλειώ παίρνει τη ζωή της στα χέρια της. Διώχνει τον άντρα της, εκστομίζονται φοβερές αλήθειες εκατέρωθεν και το γυαλί σπάει οριστικά! Αυτό όμως είναι μόνο η αρχή!
Δυο παράλληλες ιστορίες που ξεδιπλώνονται εναλλάξ, πότε κοιτάμε το παρελθόν και πότε το μέλλον. Στο παρελθόν παρακολούθησα με αδιάλειπτη αγωνία τον τρόπο με τον οποίο εξύφανε ο συγγραφέας τις κατάρες και τα σημάδια που έδειξαν στον Γιώργη πώς να ξεχρεώσει με την αρά. Πραγματικά με τον πιο αληθοφανή τρόπο ο Γιώργης «τιμωρήθηκε» ακριβώς όπως είπε η κατάρα και όλο αυτό είχε τις αντίστοιχες συνέπειες στην οικογένειά του. Έχουμε τον διαρκή αγώνα του καλού με το κακό, ο κακός Παπαδομανωλάκης τα χειρίζεται όλα με τον πιο σατανικό τρόπο ώστε να εντοπίσει το ναυάγιο με τον θησαυρό που δεν κατάφερε να βρει ο πατέρας του. Ο Διγενής και ο Χάρος στην ιστορία του Γιώργου Τζιτζικάκη δίνουν μια μοναδική, αέναη πάλη με διαιτητή την κατάρα και δε σήκωσα κεφάλι από το διάβασμα! Ειδικά σε δυο σημεία, παραδέχομαι ότι κατέβηκα στο τέρμα του λεωφορείου γιατί δεν μπόρεσα να σταματήσω!
Μου άρεσε πάρα πολύ και ο χειρισμός της ιστορίας της Κλειούς, βαθιά ανθρώπινος και τραγικός. Καταπληκτική σκιαγράφηση χαρακτήρων, συνέπεια στις επιλογές, ολοκληρωμένες προσωπικότητες με τις οποίες σίγουρα θα βρει κάποιον ο αναγνώστης να συμπάσχει! Έζησα μέσα από την ψυχή της τις ιστορίες χιλιάδων γυναικών που μένουν παγιδευμένες σε έναν γάμο, ώσπου ένα κλικ οδηγεί σε ένα κρακ κι από κει και πέρα «γαία πυρί μιχθήτω»! Η σκηνή με τον κεσέ το γιαούρτι που πέταξε η Κλειώ στον Αντώνη ήταν τόσο ζωντανή που με έλουσαν τα μέλια και τα καρύδια! Ο συγγραφέας έχει βελτιωθεί πάρα πολύ συγκριτικά με τα πρώτα του κείμενα και πλύ χαίρομαι που στεγάστηκε κάτω από την Ωκεανίδα, έναν φάρο ποιότητας στη σημερινή λογοτεχνική πραγματικότητα!
Θα λυθεί η κατάρα; Τι συνέπειες θα έχει αυτό για τη ζωή του Γιώργη και της οικογένειάς του; Από ποιον ξεκίνησε και γιατί; Σε τι έφταιξε ο Γιώργης, ο γίγαντας της Κρήτης, και τραβά τα πάνδεινα; Η Κλειώ και ο Αντώνης θα τα ξαναβρούν ή θα τραβήξουν οριστικά χωριστούς δρόμους; Πόσο τυχαίο ήταν που γνωρίστηκαν οι δυο τους; Χρόνια μετά, θα καταφέρει η Κλειώ να γυρίσει στο χωριό της; Και τι συνέπειες θα έχει αυτό για τη ζωή της; Τι εκπλήξεις την περιμένουν; Με αριστοτεχνικό τρόπο, ο συγγραφέας πλέκει τον μύθο του και ούτε μια σαϊτιά δεν πάει χαμένη! Ένα παζλ για ικανούς λύτες, μια ιστορία με χιλιάδες παραμέτρους και πρόσωπα, συνεχείς ανατροπές, απρόσμενο τέλος και ανατροοπές, που είναι έτοιμη να σας μιλήσει μόλις ανοίξετε την κατακόκκινη πόρτα του εξωφύλλου και μπείτε στο σπίτι του Γιώργη και της Κατίνας! Ένα από τα ελάχιστα βιβλία που πρέπει οπωσδήποτε να έχετε στη βιβλιοθήκη σας!
Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
«-Αχ, ρε μάνα... άφησε να πέσει απ’ τα χείλη της το παράπονο. Δυνατό. Παφλασμός σε σκοτεινή θάλασσα όπου κάποιος πετά ένα σακί στην επιφάνειά της. Έτσι σκεφτόταν η Κλειώ τις χαμένες, πλέον, ελπίδες στη ζωή της. Σαν ένα βαρύ σακί η ύπαρξή της, βυθιζόταν μέρα με τη μέρα σ’ έναν απέραντο ωκεανό θλίψης» (σελ. 11).
«Κι η μισή πάστα τής έμοιαζε με τη δική της μισοφαγωμένη καρδούλα. Όλα αυτά τα χρόνια, ανενδοίαστα τσιμπολογούσαν οι γύρω παίρνοντας κομμάτια της για να γλυκαθούν. Κι η Κλειώ; Η Κλειώ τους χαμογελούσε γιατί ήταν μια καλοσυνάτη φύση και στο τέλος έμενε πάντα κενή με την ψυχούλα της να χάσκει, σαν τελευταία μπουκιά παρατημένη σ’ ένα τεράστιο πιάτο που ντρέπεσαι να το αδειάσεις τελείως» (σελ. 15)
«Στα πανηγύρια που χόρευε τους κρητικούς χορούς ήταν να την καμαρώνεις. Ελλάδα τα μάτια της, Κρήτη το κορμί της.» (σελ. 33).
«Η ζωή ποτέ δε ζήτησε πολλά. Μια αγάπη, δυο φίλους, ένα όνειρο της αρκεί» (σελ. 54).
«Εκείνα ακριβώς τα λόγια παρασημοφορήθηκαν σα θλιβερό αναμνηστικό στο πέτο ενός έρωτα που είχε πια πεθάνει. Ήταν τα ύστερα λόγια μιας θεατρικής πράξης που η κουρτίνα της είχε πέσει από καιρό, σα μαύρη πένθιμη πλερέζα μιας αγάπης που κηδεύτηκε κάτω από ένα μνήμα στειρότητας» (σελ. 59).
«Στη φυλακή κατάλαβα πως όσο χρυσαφένια και ατσάλινη είναι η ζωή για κάποιους τυχερούς, τόσο μπακίρι και αμμουδερή γίνεται για άλλους» (σελ. 135).
«Κόλλησαν κι οι δυο στα κάγκελα πλέκοντας τέλεια τα δάχτυλά τους, σα φρέσκο λάδι σε ζεστό ψωμί» (σελ. 149).
«Μια Κρητικοπούλα δυο πράγματα γνωρίζει καλά για τον άντρα της: πώς να κρατήσει έναν γάμο στα δύσκολα και πώς να μεγαλώσει παιδιά με το τίποτα» (σελ. 192).
«Τις μέρες που διένυσαν μετά την επανασύνδεσή τους, είχαν πέσει τόσα μυστικά στο πάτωμα που τα τσαλαπατούσαν πια με το τακούνι μιας αγάπης που τους έδενε» (σελ. 286-287).
«Εκείνο το βράδυ γεννήθηκε ο έρωτας που τους έδεσε σε κοινή πορεία. Τον είδε πανέμορφο, της χαμογέλασε και της συστήθηκε στα μάτια του Αντώνη. Του άνοιξε τις πόρτες και πέρασε μέσα της» (σελ. 336-337).