Πως γράφω κριτική; | Είμαι Συγγραφέας | Είμαι Εκδότης | Είμαι Βιβλιοπώλης | Live streaming / Video |
Βιβλίο Η κόκκινη Μαρία
Συγγραφέας Κυριάκος Αθανασιάδης
Κατηγορία Κοινωνικό μυθιστόρημα
Εκδότης Διόπτρα
Συντάκτης-ρια Χουσνή Έλενα
Το διάβασες;
Πες τη γνώμη σου στο Bookia!
Βαθμολόγησε στο Bookia αυτό το βιβλίο και γενικά τα βιβλία που διαβάζεις!
Διαβάζοντας το βιβλίο του Κυριάκου Αθανασιάδη, «Η Κόκκινη Μαρία», είναι σαν να ταξιδεύεις σε αχαρτογράφητες και συνάμα τόσο γνώριμες πληγές του βάναυσου τοπίου της ζωής μας. Κόντρα στην πιο αποτρόπαιη ιεροσυλία.. τις πληγές των παιδιών, την αθωότητα που λαμπυρίζει και την εκδικούμαστε θαρρείς, λερώνοντάς την με δάκρυα.
… και είδε και άκουσε και μύρισε και γεύτηκε μια μεγάλη μπουκιά από ολόφρεσκο, ατσαλάκωτο, αχρησιμοποίητο μέλλον.
Ατσαλάκωτο και αχρησιμοποίητο όπως αυτό που κλέβεται βάναυσα από τα παιδιά -θύματα πολέμων, φαναριών, ακούσιων εγκλεισμών, δήθεν σωτηρίας και ακόμη πιο δήθεν νέας «πατρίδας». Η κατάργηση των συνόρων όμως έναν μόνο ωφελεί. Την απανθρωπιά που είναι γεωγραφημένη σε κάθε γωνιά των σύγχρονων τερατουπόλεων, του σύγχρονου τερατόκοσμου.
Τις λατρεύουμε τις ρωγμές. Είμαστε κι εμείς γεμάτοι από δαύτες. Είμαστε ο καθένας μας κι από μια ρωγμή, κι όλοι μαζί είμαστε η μεγάλη ρωγμή της πόλης. Α! χαιρόμαστε για τις ρωγμές μας, καινούριε μου φίλε. Χαιρόμαστε!
Ρωγμές από τις οποίες διαφεύγουν, βρίσκουν μικρή διέξοδο οι απόκληροι, οι μικροί αυτοί ταξιδευτές της ελπίδας που κατορθώνουν να βρουν φως στα ανήλιαγα σκοτάδια. Στο "Νησί" των παιδικών πληγών, των σκιών, εκεί που οι ιστορίες γράφονται για να μην ξεχαστούν.
Ο Κυριάκος Αθανασιάδης, τρυπά, ξεσκίζει την μαύρη "ενηλικίωση" του κόσμου μας και την -μας- φέρνει αντιμέτωπους με ό,τι διαλέξαμε- ναι είναι επιλογή- να είμαστε.. δυστυχώς! Εκεί στον "κάτω κόσμο" τα παιδιά δεν ψάχνουν τον Άδη τους, δεν είναι Αχέροντας αυτό που χτίζουν, είναι η σπηλιά της διαφυγής, είναι η φωλιά των αμίλητων παιδιών, των παιδιών που δεν τους δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να γλείψουν τις πληγές τους.
Στο απροσπέλαστο- ή σχεδόν- υπόγειο της πόλης, της κάθε πόλης, εκεί που καταλήγουν τα λύματα της αστικής ζωής, εκεί θα βρουν διέξοδο τα σιωπηλά, τα αμίλητα παιδιά. Αμίλητα γιατί; Γιατί δεν έχουν ακροατές. Εκεί θα διαφύγουν, εκεί όπου τα «αστικά περιττώματα» δημιουργούν λαβύρινθους αλλά και τις «ρωγμές» με τα ασυνήθιστα πράγματα, τα ασυνήθιστα ονόματα. Εκεί τα αμίλητα παιδιά θα «ξαναβαπτιστούν» σε έναν κόσμο όπως τα ίδια τον ορίζουν, με τόξα χωρίς βέλη, με όπλα που δεν είναι όπλα, εκεί που μπορούν όσο θέλουν να μαλώνουν μεταξύ τους για τους ανθρώπους που «γεννάνε» και που δεν είναι όλοι καλοί ή κακοί.
Ξέρεις τι; Είμαστε η σκιά της πόλης, κι είμαστε φτιαγμένοι από το υλικό που είναι φιταγμένες οι πληγές. Γι' αυτό θυμόμαστε. Γι` αυτό μας ξεχνούν. Απροσδιοριστία…
Ο κόσμος ξέρει με ευκολία να ξεχνά τους απόκληρους. Αυτούς που κουβαλούν δυσανάλογα μεγάλο φορτίο από πόνο και δάκρυα. Τους καταχωνιάζει με ξεχωριστή ευκολία κι έτσι – τι ωραία!- αποφεύγει να αναμετρηθεί με τις – οιονεί ή εν δυνάμει- τύψεις του. Αλλά τα παιδιά; Έχε το νου σου στο παιδί; Όχι, καθόλου. Είναι κι αυτό παράπλευρη απώλεια ενός κόσμου φρικτού που παλεύει με τα τέρατά του καθημερινά.
Ας μην πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Κανείς δεν μπορεί να πάρει τα πράγματα με τη σειρά: δεν υπάρχει σειρά, δεν υπάρχει σειρά, υπάρχουν μόνο φωνές, και πόνος.
Και, κάποιες στιγμές που είναι τόσες οι φωνές, και τόσο δυνατές, και τόσος ο πόνος, και τόσο δυνατός, δεν υπάρχει παρά μονάχα ένα πέπλο απόλυτης, βαριάς, ασφυκτικής ησυχίας, μιας ησυχίας που σκεπάζει τα πάντα, τα κουκουλώνει, τα απογυμνώνει, τα καταυγάζει και τα υπερτονίζει, κάνοντάς μας να τα βλέπουμε όπως η μαγκούστα - λένε-, εκείνο το μικρό θηλαστικό, βλέπει την κόμπρα: σαν σε αργή κίνηση.
Και η μαγκούστα, εκείνο το μικρό θηλαστικό, πάντα νικά την ανίκητη κόμπρα, κι εμείς πάντα είμαστε και θα είμαστε καταδικασμένοι να βλέπουμε τη βία, και πάντα, πάντα θα είμαστε καταδικασμένοι να την απολαμβάνουμε. Έτσι πάνε αυτά. Έτσι πάνε.
Μα ευτυχώς υπάρχει πάντα μια Κόκκινη Μαρία, η ενσαρκωμένη μητρότητα με τα ατέρμονα χάδια παρηγοριάς που κάπως μας καθησυχάζει. Και μέσα από τον «παραληρηματικό» μα τεχνικά άρτιο λόγο του ο Κυριάκος Αθανασιάδης γεννοβολά ελπίδα μέσα από την σκοτεινιά. Παράξενη μα ελπίδα.
Και τώρα πώς να τα πεις; Και τώρα πώς να τα αφηγηθείς, πώς να τα πενθήσεις και πώς, πώς να τα κλάψεις; Κλαίγοντας ίσως. Στο τέλος, όλοι γινόμαστε δάκρυα. Το τέλος, όλοι, όλοι ζούμε μέσα στα δάκρυα ενός άλλου.
Ένα βιβλίο λυτρωτικά οδυνηρό πίσω από το οποίο μπορεί μόνο να κρύβεται ένας άνθρωπος που έχει μάθει να ξεφλουδίζει αυτοτραυματιζόμενος την σκληρή πέτσα του κόσμου.