Πως γράφω κριτική; | Είμαι Συγγραφέας | Είμαι Εκδότης | Είμαι Βιβλιοπώλης | Live streaming / Video |
Βιβλιοθηκονόμος, λάτρης των βιβλίων και βιβλιοκριτικός! Λατρεύω το διάβασμα τα βιβλία και τις βιβλιοθήκες!
Βιβλίο Σμύρνα
Συγγραφέας Νίκος Γούλιας
Κατηγορία Κοινωνικό μυθιστόρημα
Εκδότης Ψυχογιός
Συντάκτης-ρια Πάνος Τουρλής
Το διάβασες;
Πες τη γνώμη σου στο Bookia!
Βαθμολόγησε στο Bookia αυτό το βιβλίο και γενικά τα βιβλία που διαβάζεις!
Η υπέροχη, ταξιδευτική τριλογία Στα χρόνια της ομίχλης του αείμνηστου συγγραφέα Νίκου Γούλια ολοκληρώνεται με τη Σμύρνα. Ένα εξίσου καλογραμμένο βιβλίο, ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα που καταγράφει στις σελίδες του τα γεγονότα που οδήγησαν στη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 ιδωμένα από τη σκοπιά και των Ελλήνων και των Τούρκων. Ο Κωνσταντίνος Βολανάκης της λογοτεχνίας μας μετατρέπεται σε Μακρυγιάννη και καταγράφει τα γεγονότα όπως έγιναν. Τοποθετεί τους απογόνους των ηρώων των προηγούμενων βιβλίων του σε καίριες θέσεις και τους ρίχνει στη δίνη και στη λαίλαπα του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου, των Βαλκανικών και της Μικρασιατικής Εκστρατείας.
Κεντρικό πρόσωπο στην ιστορία η κοκκινομάλλα Σμύρνα, μια γυναίκα που ο συγγραφέας την τοποθετεί σε περίοπτη θέση και κρατά μυστική την πραγματική της ταυτότητα ως το σημείο που πρέπει ν’ αποκαλυφθεί. Μια γυναίκα που τραγουδά το εξής κομμάτι, προσδίδοντας με τη φωνή της μια άλλη αύρα, κοσμοπολίτικη, τζαζ, στο μυθιστόρημα:
Το βιβλίο δεν πραγματεύεται άλλη μια ιστορία προσφυγιάς και πόνου, οι σελίδες της πυρπόλησης της Σμύρνης δεν υπάρχουν καθόλου. Αντίθετα, και προς τιμήν του συγγραφέα, μεταξύ άλλων αναφέρονται τα γεγονότα του ιδιότυπου εμφυλίου που έζησαν οι Τούρκοι το 1909, οπότε οι Νεότουρκοι ισχυροποιήθηκαν στη θνήσκουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία και πολέμησαν κατά του Σουλτάνου και της εξουσίας του, καθώς και η μικρασιατική εκστρατεία μέσα από τα μάτια των γνωστών μας από τα προηγούμενα βιβλία Ισίδωρου και Νίκου, που πολεμούν στον ελληνικό στρατό από τον καιρό των Βαλκανικών ήδη και ζούμε μέσα από τα μάτια τους σκηνές φρίκης, εξαθλίωσης και ελάχιστου μεγαλείου.
Ο συγγραφέας έχει διαλέξει πολύ ωραίους χαρακτήρες και τους έχει τοποθετήσει σε καίρια σημεία στην ιστορία του. Τα ιστορικά γεγονότα πυροδοτούν τις εξελίξεις και ο αναγνώστης μαθαίνει πολλά στοιχεία: χρονολογίες, πρωταγωνιστές, αίτια και αιτιατά, στάση των Μεγάλων Δυνάμεων, συμφέροντα και απογοητεύσεις, πληθώρα πληροφοριών που ποτέ δεν κουράζει και πουθενά δεν προκαλεί την ανία. Η απαράμιλλη γραφή του συγγραφέα εδώ εξυψώνεται αρκετά: πρωθύστερη αφήγηση, ντοπιολαλιά, ολοζώντανη σκιαγράφηση χαρακτήρων, καταπληκτικό λεξιλόγιο, περιγραφή της Σμύρνης πριν την καταστροφή, υπέροχα κομμάτια ενός παζλ που μόλις ολοκληρώνεται έρχονται οι Τούρκοι σαν κακομαθημένα παιδιά και το διαλύουν. Αν σας άρεσε η Ιάσμη και σας κλόνισε η Χατισέ, η Σμύρνα θα σας μείνει αξέχαστη.
Όπως χαρίσαν στον Χριστό οι τρεις μάγοι τα δώρα τους, έτσι και ο Νίκος Γούλιας χάρισε στην ελληνική λογοτεχνία τρία δικά του δώρα: τον χρυσό της Ιάσμης, το λιβάνι της Χατισέ και τη Σμύρνα μας. Κατέγραψε την ιστορία του ελληνισμού από τα μέσα του 19ου αιώνα ως τα μέσα του 20ού, με τα λάθη του, με τις φιλοδοξίες του, με τον αμοραλισμό του, με τις απογοητεύσεις του, με την αγωνία του, με τα σχέδιά του. Τον αγάπησε αυτόν τον ελληνισμό, γι’ αυτό και τον φωτογράφισε από όλες τις πλευρές, μην αφήνοντας καμία στο σκοτάδι, τον αγάπησε, τον παρέδωσε και αποχώρησε (νωρίτερα απ’ όσο έπρεπε). Αγαπημένε κύριε Νίκο Γούλια, αναπαυθείτε εκεί πάνω και να είστε σίγουρος ότι ο αναγνώστης θα αγαπήσει και θα εκτιμήσει τα μυθιστορήματά σας.
Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
«Ο Νικήτας ο Απάλλαρος, αληθινό θεριό, δεν ήταν απλώς ένα ακόμα από τα γκαρσόνια στο μαγαζί, ήταν ο μαντατοφόρος. Με αδερφό ζουρναλίστα στην εφημερίδα Αλήθεια και καθημερινά κατεβαίνοντας πρωί πρωί πρώτα στο λιμάνι, επιφορτισμένος με το καθήκον να φροντίζει για τις προμήθειες, μια και μόνο εκείνος ήταν ικανός όλες να τις ανεβάζει έως το μαγαζί δίχως καμία βοήθεια, έχοντας τη ματιά του αεικίνητη και τα αυτιά πετσέτες, ξέροντας τι θα αρπάξει και από πού, τι θα ρωτήσει και ποιον, φρέσκα φρέσκα ανέβαζε μαζί με τα ψώνια του μαγαζιού και τα τελευταία νέα» (σελ. 221).
«Έχοντας ντύσει τα ανούσια και ήδη χαραμισμένα τριάντα δύο του χρόνια με ένα λινό ζαχαρί κοστούμι κι έχοντας στεγάσει το στεγνωμένο και ανέραστό του πρόσωπο με το μικρό μουστάκι και τα σφιγμένα χείλια κάτω από ένα λευκό ψαθάκι με καφετιά κορδέλα, έτοιμος ήταν να κατηφορίσει προς τη μητρόπολη...»(σελ. 245).
Αγαπημένο απόσπασμα που περιγράφει τη Σμύρνη του τότε, του ποτέ ξανά:
«Στα μέσα του ήταν και ο Σεπτέμβρης του 1919 στη Σμύρνη, αλλά είχε βρει μια πολιτεία αγνώριστη. Μια Σμύρνη ηλιόλουστη, όχι τόσο χάρη σ’ εκείνες τις τελευταίες ίσως καθημερινές λιακάδες που κάναν ακόμα και τη θάλασσα να λάμπει λες και ήταν καθρέφτης, όσο χάρη στα γελαστά πρόσωπα, ενώ, δίχως ίσως υπερβολή, θα μπορούσε να πει κανείς ότι με τον Στεργιάδη Ύπατο Αρμοστή λάμπαν ακόμα και των Τούρκων. Αν μάλιστα δεν υπήρχαν τα συμμαχικά πολεμικά πλοία -στόλος ολόκληρος μόνιμα αγκυροβολημένος μπροστά από την πόλη- κι εκείνη η έντονη παρουσία του ελληνικού στρατού, στ’ αλήθεια ήταν να πιστεύεις ότι σ’ εκείνη την ανθρώπινη Βαβέλ που ήταν φτιαγμένη απ’ όλου του κόσμου τις λαλιές κι όλων των ειδών τις φορεσιές, από ανθρώπους μαζί και καμήλες, κάρα και λιγοστά αυτοκίνητα --που βρίσκαν τον τρόπο πατείς με πατώ σε να συνυπάρχουν μέσα στα καλντερίμια- από Ελβετούς ξενοδόχους, φίνους Ιταλούς μπορσατζήδες (= χρηματιστές), κοκκινομάγουλους Γερμανούς κομερσάνους και δανδήδες Αυστριακούς μόδιστρους, ακόμα και Εγγλέζους μυλωνάδες, Ολλανδέζους κομερσάνους των φημισμένων σύκων, Ούγγρους και Αρμένιους ατζέντηδες και Έλληνες μπανκέρηδες, είχε επιτέλους έπειτα από αιώνες καταφέρει ο δημιουργός να ταιριάξει τα αταίριαστα και να φιλιώσει τα αφίλιωτα» (σελ. 334-335).
Και να η πραγματική ταυτότητα της αγαπημένης Σμύρνης:
«Σμύρνα, ετούτη η πόλη εν έχει αφεντικά...Εν είναι κανενός μας! Ετούτη είναι του κόσμου της, γι’ αυτόνε ζει, γι’ αυτόνε ανασαίνει. Αυτή εν ηξεύρει από Έλληνες, Τούρκους, Αρμένηδες, για λεβαντίνους!» (σελ. 631).
Εις μνήμην Νικολάου Γούλια (1955-2015).