Πως γράφω κριτική; | Είμαι Συγγραφέας | Είμαι Εκδότης | Είμαι Βιβλιοπώλης | Live streaming / Video |
Η συνέντευξη τού συγγραφέα στο Bookia.
Βιβλίο Η πόλη και η σιωπή
Συγγραφέας Κωνσταντίνος Τζαμιώτης
Κατηγορία Κοινωνικό μυθιστόρημα
Εκδότης Καστανιώτης
Συντάκτης-ρια Παναγιώτης Σιδηρόπουλος
Το διάβασες;
Πες τη γνώμη σου στο Bookia!
Βαθμολόγησε στο Bookia αυτό το βιβλίο και γενικά τα βιβλία που διαβάζεις!
Οι συνέπειες αυτών που ζούμε στην Ελλάδα μπορούν να συγκριθούν με εμπόλεμη κατάσταση. Η οικονομία καταστρέφεται, οι άνθρωποι καταστρέφονται, μη μπορώντας πλέον να κάνουν όνειρα. Η ζωή τους δεν εξαρτάται από τους ίδιους αλλά από κάτι πάνω από αυτούς και αυτόι είναι που προκαλεί απελπισία.
Σε τέτοιες συνθήκες ευκολότερα χάνουμε το μέτρο, θολώνει η σκέψη μας, αφήνουμε τα ένστικτα να κυριαρχήσουν. Δεν μπορούμε να απαντήσουμε στα “γιατί”, να κατανοήσουμε την πραγματικότητα και βγάλουμε συμπεράσματα που θα μας βοηθήσουν να την αντιμετωπίσουμε αλλά και να μην επαναλάβουμε τα λάθη που μας έφεραν εδώ. Τότε θέλουμε μία αχτίδα φωτός, το παράδειγμα, το όραμα που θα βάλουμε ως στόχο για να αντέξουμε.
Ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης με αυτή τη σύγχρονη ιστορία του, βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Δεν υπάρχει μόνον η σκοτεινή πλευρά, δε χάθηκαν οι ανθρώπινες αξίες, δεν είναι μόνον το χρήμα, πάνω απ’ όλα είναι οι άνθρωποι. Με σοφία βάζει τους ήρωές του να μας δώσουν απαντήσεις, να μας εξηγήσουν το τι συνέβη αλλά και το τι συμβαίνει.
Ο Αργύρης Τρίκορφος είναι ο βιοτέχνης τής μεσαίας τάξης και πλέον ταξιτζής για τα προς το ζειν, ο σκληρά εργαζόμενος που συνέχισε τη δουλειά τού πατέρα του. Απόλαυσε υλικά αγαθά αλλά ως αποτέλεσμα τής δουλειάς του, όχι σε βάρος άλλων. Είναι όμως και ο εκπρόσωπος τής τάξης του στην οποία φορτώνουν την ενοχή και την καλούν να πληρώσει το λογαριασμό. “…Σιγά μην καλοπερνούσαν όλοι, οι περισσότεροι ξεπατώνονταν στη δουλειά…” μας λέει πριν συμφωνήσουμε ένοχα με το “μαζί τα φάγαμε”.
Ο Αργύρης, καλός άνθρωπος ως το μεδούλι, κόβει το πλαστικό σχοινί που πλήγωνε ένα δέντρο, δεν παίρνει χρήματα για την κούρσα από το νεαρό μουσικό που φεύγει μετανάστης “τηλεφώνησέ μου να έρθω να σε πάρω όταν επιστρέψεις και τότε θα με πληρώσεις διπλά” του λέει, προσπαθεί να εξηγήσει και να μας εξηγήσει, καταλαβαίνει την ανθρώπινη φύση, δικαιολογεί τους πάντες, ακόμα και τη γυναίκα του για την προδοσία της, την οργισμένη κόρη του, πίσω από κάθε ανθρώπινη συμπεριφορά ψάχνει πάντα μία εξήγηση.
Έχει αξίες, θρηνεί το θάνατο τού φίλου του βαθιά, μόνος του στο μικρό κουζινάκι με δύο ποτήρια στο τραπέζι χορεύοντας, “…με το που ακούστηκαν οι πρώτες νότες της εισαγωγής ο Αργύρης τινάχτηκε πάνω, χτύπησε δυνατά τον πάτο του ποτηριού του στο τραπέζι, το άδειασε με τη μία, σταύρωσε τα χέρια στην πλάτη, γιατί δε χόρευε από χαρά αλλά από χρέος και άρχισε με βαριά, αργόσυρτα βήματα να ξεπροβοδίζει το φίλο του…”. (Γιατί με συγκινεί αυτή η σκηνή κάθε φορά που τη “βλέπω”;)
Δεν προδίδει τις αρχές του ακόμα και όταν έρχεται αντιμέτωπος με τον πειρασμό να λύσει όλα του τα (οικονομικά) προβλήματα πολύ εύκολα, πιο εύκολα δεν γινόταν.
Η πορεία τού Αργύρη είναι διδακτική, εξελίσσεται και ο ίδιος μέσα από αυτήν. Από μοναχικός επαγγελματίας, συγκρούεται κάθε μέρα με ότι είχε δεδομένο, τα βάζει ακόμα και με τα Θεία, έρχεται στο τέλος σε στοιχειώδη έστω επαφή με την κοινωνική – συλλογική δράση, καταλαβαίνει ότι ο καθένας μόνος του είναι φύλλο στον άνεμο. ”…και στα δικά μας τα μέρη το ίδιο γίνεται από χρόνια… τα καλύτερα τα σπίτια τα πήραν οι ξένοι (Άγγλοι, Γάλλοι, Γερμανοί)… Δεν είναι απαραίτητα κακό αυτό, επεμβαίνει ο νεαρός, θέλω να πω πως αναπτύσσεται έτσι ο τόπος… Ανάπτυξη, ανάπτυξη, δεν αντέχω άλλο ν’ ακούω για ανάπτυξη, ξεσπάει ξαφνικά ο ψηλός, τι πα να πει ανάπτυξη; Μήπως πρόκειται να οργώσουν; να σπείρουν και να θερίσουν τη γη όλοι αυτοί οι ξενόφερτοι; Να φυτέψουν περιβόλια και αμπέλια; Μήπως πρόκειται να φτιάξουν κοπάδια; Να εκθρέψουν μελίσσια; Σκοπεύουν να γεννήσουν παιδιά που θα ζωντανέψουν με τα γέλια, τα κλάματα και τα παιχνίδια τους τα χωριά;…“.
“…Λοιπόν Αργύρη, θα σου δώσω μία συμβολή. Κάποτε ήμουν και εγώ έτσι αφελής και ονειροπόλος όπως εσύ…” είπε ο εκπρόσωπος τού πολιτικού κατεστημένου. Αργύρη, μείνε ονειροπόλος λέω εγώ. Πλέον, κάθε φορά που περνάω από μία πιάτσα ταξί ψάχνω να σε βρω, κι’ ας ξέρω ότι δεν είσαι εκεί, τόσο ανάγκη σ' έχω.
Ευχαριστούμε τον Κωνσταντίνο Τζαμιώτη για αυτό το βιβλίο. Το προτείνουμε ανεπιφύλακτα διότι αγγίζει χορδές και εξηγεί πράγματα με έναν απλό και αληθινό τρόπο.