Σύνδεση Τώρα Σύνδεση στη Βιβλιοθήκη μου   ·   Όλες οι Βιβλιοθήκες στο Bookia
Τι είναι το Bookia;   ·   Blog   ·                     ·   Επικοινωνία  
Πως γράφω κριτική; Είμαι Συγγραφέας Είμαι Εκδότης Είμαι Βιβλιοπώλης Live streaming / Video
Το Bookia προτείνει...
...Να είχεν ο έρωτας σαΐτες!
Συντάκτης-τρια:
Διονύσης Λεϊμονής Διονύσης Λεϊμονής

Συγγραφέας.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στη Σκιάθο στις 3 Μαρτίου του 1851 και ήταν γιος του ιερέα Αδαμάντιου Εμμανουήλ και της Αγγελικής κόρης Αλεξ. Μωραϊτίδη. Τελείωσε το δημοτικό και τις δύο πρώτες τάξεις του ελληνικού σχολείου στη Σκιάθο. Φοίτησε σε σχολείο της Σκοπέλου, του Πειραιά και τελικά πήρε απολυτήριο Γυμνασίου από το Βαρβάκειο το 1874. Το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, γράφτηκε στη Φιλοσοφ... Περισσότερα...
ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
Βιβλίο Να είχεν ο έρωτας σαΐτες!
Συγγραφέας Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Κατηγορία Κοινωνικό μυθιστόρημα
Εκδότης ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
Συντάκτης-ρια Διονύσης Λεϊμονής

ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ του βιβλίου στο «Βιβλιοπωλείο ΠΟΛΙΤΕΙΑ».


Το διάβασες;
Πες τη γνώμη σου στο Bookia!

Βαθμολόγησε στο Bookia αυτό το βιβλίο και γενικά τα βιβλία που διαβάζεις!

«Το έπ εμοί, ενόσω ζω, και αναπνέω καί σωφρονώ, δεν θα παύσω να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ' έρωτος την φύσιν, καί να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη»
μας δηλώνει απερίφραστα ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Κρατώντας στα χέρια μου τον επιμελημένο τόμο με τα επτά αγαπητικά διηγήματα του αγίου των ελληνικών γραμμάτων μας, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο και διαβάζοντας με πολύ ενδιαφέρον και θαυμασμό το λόγο του Παπαδιαμάντη δεν σας κρύβω πως αναπτερώθηκα συναισθηματικά ερχόμενος ξανά σε επαφή με την ιδιότυπη γραφή ενός κοσμοκαλόγερου που πραγματικά γνώριζε να ερμηνεύει σε βάθος το σκίρτημα του έρωτα, τη δύναμη της αγάπης αλλά και τις μαγγανείες που σχετίζονται με τούτο το διαχρονικό και φλογερό ανθρώπινο συναίσθημα. Σε τούτο θεωρώ πως έπαιξε καθοριστικό ρόλο όμως η επιτυχημένη αρμολόγηση συναφών του έρωτος κειμένων από τον Κώστα τον Ακρίβο αλλά και η προϊδέαση του τι θα επακολουθήσει και περί τίνος πρόκειται μέσα από τις ζωγραφιές του Δημήτρη Μοράρου.

Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη, ένα καθηλωτικό μωσαϊκό αρχαίας, δημοτικής, καθαρεύουσας και ντοπιολαλιάς, άκρως ποιητικό και με έντονο συναισθηματικό φορτίο, διαθέτει εκπληκτική περιγραφική δύναμη που επιτυγχάνεται με τη σοφή κατ’ εμέ επιλογή της λέξης, τη χρήση πρωτότυπων πολλές φορές συνθέτων, την καταφυγή σε ένα ιδιότυπο λεξιλόγιο ακόμα και δομώντας λέξεις ικανές να ερεθίσουν την όραση και την ακοή προκειμένου να μας εισαγάγουν στο φυσικό και κοινωνικό πλαίσιο μιας κοινωνίας που δονείται από συναισθήματα και πάθη, την καθιστά απαράμιλλη για τον πλούτο και την ακρίβειά της. Ο Λίνος Πολίτης μάλιστα τονίζει χαρακτηριστικά πως μπορεί να μην έκανε το βήμα της μετάβασης από την καθαρεύουσα στη δημοτική όπως άλλοι σύγχρονοί του όμως η καθαρεύουσά του είναι εντελώς προσωπική και ιδιότυπη, χαρακτηριστική τού γράφοντος, Έτσι, ο Παπαδιαμάντης τη διαθέτει με σύνεση και ακρίβεια στις περιγραφές και τις λυρικές του παρεκβάσεις.

Διαβάζοντας κανείς το «Ο έρωτας στα χιόνια» αναριγά από την πικρή αίσθηση ενός θαμμένου έρωτα κάτω από το λευκό σινδόνι κακής χιονοθύελλας, τρεκλίζοντας συναισθηματικά ως ο μπάρμπα Γιαννιός ο ΄Ερωντας κάτω από το παραθύρι της αγαπημένης του λίγο πριν ενταφιαστεί κουβαλώντας στην άλλη ζωή τον βαρύ σεβντά του για εκείνη την απρόσιτη γειτόνισσα ανήμπορος να σαϊτεύσει την καρδιά της ή έστω να στήσει τα βρόχια του πάνω στα χιόνια. Οφείλω να ομολογήσω πως προς αποζημίωση τελειώνοντας κάθε διήγημα γύριζα πάντα να ξαναδώ τη σχετική συνοδευτική ζωγραφιά ταξιδεύοντας νοερά στον περιβάλλοντα κόσμο του Παπαδιαμάντη, έναν κόσμο που έγκειται συνήθως κάτω από την υψηλή επίβλεψη του δρεπανιού της νύχτας όπως αποκαλεί το φεγγάρι ο ίδιος.

Συνεχίζοντας την περιδιάβασή μου στον παπαδιαμαντικό λόγο με «τη νοσταλγό» πήρα να αρμενίζω μετέωρος μεταξύ ανθρώπων και θεού σε μια βάρκα που λικνίζεται αέναα στον λιμένα των πόθων περιπλανώμενου ζεύγους γλιστρώντας κατά το φύσημα νυχτερινών αυρών. Το αντικείμενο του πόθου του Μαθιού, το Λαλιώ εν μέσω σκούνας ακολουθεί κατ’ εμέ το πρόσταγμα της καρδιάς έστω κι ασύνειδα επιχειρώντας να ξεφύγει από την εποπτεία διωκτικής σκαμπαβίας υπό το επίμονο βλέμμα και τη δυναστική εποπτεία ώριμου συζύγου, του κυρ Μοναχάκη. Η νοσταλγία της πατρίδας λαμβάνει έτσι τη χροιά της αναπόλησης του έρωτος, μιας εσώτερης δύναμης φυγής που καταληκτικά όμως κοπάζει υπακούοντας στο δυναστικό πρόσταγμα της μοίρας ανοίγοντας πληγές σαν στόματα στην ευαίσθητη ψυχή ντροπαλού νέου δεσμευμένου στη μέγκενη του ανεκπλήρωτου έρωτος.

Μα όσα καθείς αδυνατεί να πράξει στη ζωή τα μεταφέρει ως όνειρο και τα βιώνει νοερώς κερδίζοντας άφατη χαρά για το αποτέλεσμα των ονειρώξεών του. Όνειρο στο κύμα, οπτασία ιδωμένη εκ του μακρόθεν, ονειροφαντασιά ικανή να παραπλανήσει τον ερωτοπελεκημένον αλλά και να αδρανοποιήσει οιουσδήποτε μηχανισμούς αντίστασης παραμελώντας υποχρεώσεις και βιοτικές ανάγκες αποτελεί η λουόμενη κόρη μέσα στο μορμυρίζον ύδωρ, φλύαρου αιγιαλού. Ο πειρασμός ως θηλυκή μορφή αναστατώνει την ύπαρξη του φτωχού βοσκόπουλου αδιαφορούντος για τον ενεχυριασμό μιας φτωχής αίγας. Τούτο αποτελεί και το τίμημα της καταβύθισής του στο παραλήρημα της ερωτικής ζέσης.

Μα ο έρωτας καμιά φορά αναδιπλώνεται σε επιστολές σταλμένες κάτω από καθεστώς φόβου κι ανασφάλειας δηλωτικές της ανθρώπινης έξαψης που δύναται να εφορμάται από τα γυναικεία ή τα αντρικά στήθη. Όταν μάλιστα η λογική της κλειστής κοινωνίας το απαγορεύει, τα πάθη φουντώνουν κι η απελπισία κατατρώγει τα ευάλωτα σωθικά. Τότε οι άνθρωποι βρίσκουν καταφυγή στην μαγεία αιωρούμενοι μεταξύ θείας και ανθρώπινης δικαιοσύνης. Οι ήρωες αγωνιούν, απειλούνται, καταχειρίζονται μα εντέλει ο έρως ο θέρος λυτρώνει τους απανταχού χειμαζομένους κι η τάξη κι η αρμονία επανέρχεται στη ζωή με ένα γάμο μεταξύ περιπαθώς ερώντος νέου και περικαλλούς κι ευαισθήτου κόρης. Στο διήγημα αυτό ο Παπαδιαμάντης προβαίνει σε μια από τις γλαφυρότερες περιγραφές του έρωτα, απαριθμώντας τις χάρες της έφηβης Ματούλας:

«Υπό την λεπτήν φανέλαν, όπου εφαίνοντο ανατέλλουσαι αι σάρκες της, θα έλεγε τις ότι είχεν αποταμιευμένα νεοδρεπή, δροσερά ωχρόλευκα κρίνα, με φλεβιζούσας αποχρώσεις λευκού ρόδου. Η κόμη επέστρεφε το μέτωπόν της ως ερυθραινόμενον νέφος μη επαρκούν να συστείλη την αίγλην του φωτός και οι οφρύες της ως λευκή ομίχλη επιπολάζουσα την πρωίαν επί του ανταυγάζοντος αιγιαλού»

Άλλοτε πάλι ήρωες στο παπαδιαμαντικό έργο αγαπούν και τιμούν το θεό τους ως καταφυγή προκειμένου να ξορκίσουν το κακό. Μια σχέση δούναι και λαβείν, η στροφή στα θεοτικά μπορεί να σταθεί ικανή προς ευόδωσιν του ευκταίου όταν αυτό μάλιστα έχει να κάνει με την αποκατάστασιν του βίου και την πανδρειά του πολυπόθητου υιού. Η Αναστασία η φαρμακολυτρυία εδύνατο αν κατένευε να απαλλάξει τον γητευμένο εκ παντός είδους μαγείας, βασκανίας και γοητείας. Μα ο άνθρωπος συχνά εύχεται να εισακουσθεί κάποτε η ευχή του έρωτος, κι αναζητά μοιραία και το ιερόν της Αφροδίτης, το βωμό του φτεροφόρου θεού, καθώς ως γνωστόν τον σεβντά της αγάπης ουδείς δύναται να εξαλείψει απ’ τα έγκατα της ανθρωπίνης ψυχής.

Αρκούντως συγκινητική είναι κι η προσπάθεια γηραιού πατρός να υπανδρεύσει τα τέκνα του επιλύοντας πάραυτα βιοτικά προβλήματα του μονήρους βίου του. Μα το αντικείμενο του πόθου πολλάκις αμφισβητείται, λοιδωρείται, συκοφαντείται αγρίως. Η φυγή απ’ τα στενά πλαίσια του χωριού έστω και στανικώς ερμηνεύεται ως ροπή προς την ακολασία και δικάζεται από χείλη νοσηρά, από εντόπιους ζηλωτές της καταδολίευσης. Η ερωτική επιθυμία κάποτε μετατρέπεται σε νοσηρό πάθος δυνάμενο να προξενήσει κακό, να διαβρώσει την ηθικήν αμέμπτου κορασίου, ενίοτε δε να καταλήξει σε αποτρόπαιο έγκλημα. Μα ο έρωτας ανάβει πάντα το καμίνι στην ψυχή των νέων κι αυτός μπορεί να ξεδιαλύνει παρά την τυφλότητά του την αλήθεια από το ψέμα στεφανώνοντας με δόξα και τιμή τους ταλαιπώρους ερωτοχτυπημένους διαλύοντας τα νέφη της ανθρώπινης ραδιουργίας.

Κάποτε τέλος, ο έρωτας κι η πανδρειά δε συμπίπτουν, οι κοινωνικές προκαταλήψεις κι η επιθυμία για την ευζωία οδηγούν σε αποφάσεις που παραβιάζουν το αμόλευτο ερωτικό πάθος. Τότε ακριβώς ο παραγκωνισμένος εκ των κοινωνικών συνθηκών νέος δεν έχει παρά να ατενίζει από μακριά τη χαρά των άλλων και να αφουγκράζεται τα όργανα του γάμου λιμνάζων στα κύματα της απραγίας και της ερωτικής δυσφορίας. Οι ώρες που περνούν εξανεμίζουν τις ελπίδες προς ματαίωσιν του απευκταίου μα ταυτόχρονα ξεσηκώνουν το ανθρώπινο πάθος για επανάκτηση του τιμημένου αντικειμένου του πόθου εγείροντας υφέρπουσαν επιθυμίαν προς ανατροπήν των κοινωνικών δεδομένων. Το όνειρο τότε υποκαθιστά την πραγματικότητα, οι εσώτερες δυνάμεις ανεγείρονται εκ του αδρανούντος σώματος, αναζητούν δικαίωση και λύτρωση ώσπου την αυγή τα πάθη καταστέλλονται, πραΰνονται και καταπνίγονται καθιστώντας τον κατά φαντασίαν ανατροπέα ήρωα αντέχοντα το έσχατον δεινόν της απορρίψεως και της ακούσιας ανοχής.

Διαβάζοντας τα επτά τούτα αγαπητικά διηγήματα χαρακτηρισμένα ως νατουραλιστικά δημιουργήματα αισθάνεται κανείς πως ο έρωτας καραδοκεί ανά πάσα στιγμή να σαϊτεύσει και τον πιο ανύποπτο άνθρωπο κυρίως όταν αυτός ζει μέσα σε ένα ειδυλλιακό περιβάλλον μιας μικρής πόλης ή ενός νησιού κι αφουγκραζόμενος τον παφλασμό των κυμάτων, τα κρυφομιλήματα των αέρηδων, τα θροΐσματα των φύλλων και το μουρμουρητό του ρυακιού. Κάθε ανυποψίαστος άντρας ή γυναίκα οδεύει αμέριμνος ως τη στιγμή που θα λαβωθεί από τον τοξοφόρο θεό και τότε αρχίζει μια πάλη προς επίτευξιν του αρχικού σκοπού, της αποκτήσεως του ποθητού αντικειμένου. Κι όλα αυτά ειδομένα και περιγραφόμενα από έναν δημιουργό που κατά ορισμένους απείχε εκ της ερωτικής δίνης. Ο Κώστας ο Ακρίβος στην εισαγωγή αυτού του τόμου δηλώνει συνειδητά μετά παρρησίας πως «Κανείς άλλος συγγραφέας δεν μπήκε τόσο βαθιά, τόσο ανυπόδητος στο βασίλειο του έρωτα -κι ας μην υπάρχει πουθενά η περιγραφή έστω μιας σκηνής από ερωτική κλινοπάλη» και τελειώνει με την κρίση πως «τα επτά αυτά διηγήματα είναι μόνο δηλωτικά του ωκεανού των αισθημάτων που τρικύμιζαν διά βίου την ψυχήν του μέγιστου Σκιαθίτη». Με την ευκαιρία θαρρώ πως η εισαγωγή του Κώστα του Ακρίβου αποτελεί ίσως το όγδοο διήγημα αυτό του βιβλίου ενδεικτικό της ζύμωσης που επήλθε στην ψυχή του συγγραφέα από την εντρύφησή του στο έργο του Παπαδιαμάντη. Ο Δημήτρης Μοράρος μάς μεταφέρει μέσα από τις ειδυλλιακές ζωγραφιές του στο φυσικό πλαίσιο δράσης των ηρώων του Παπαδιαμάντη επιτυγχάνοντας έναν ευφάνταστο διάλογο με το παπαδιαμαντικό κείμενο. Τα λόγια μορφώνονται έντεχνα σε εικόνες, δυνατές, ζωηρές και χαρακτηριστικές αναδεικνύοντας τη δύναμη που άσκησε ο λόγος του δημιουργού στην ψυχή του καλλιτέχνη Μοράρου.

Ο μεγάλος Κωστής Παλαμάς, ισχυρίζεται πως ο Παπαδιαμάντης «δίνει την άυλη χαρά της τέχνης». Και τονίζει:

«Ένα περιβόλι είναι ο κόσμος που μας παρουσιάζει στις ιστορίες του. Παντού τα συγκεκριμένα και τα χειροπιαστά, ζωγραφιές των πραγμάτων, όχι άρθρα. Πρόσωπα, όχι δόγματα. Εικόνες, όχι φράσεις. Κουβέντες, όχι κηρύγματα, διηγήματα, όχι αγορεύσεις».

Μέσα από την βαθιά ανάγνωση τούτων των κειμένων και το ταξίδεμά σας μέσα από τις χαρακτηριστικές συνοδευτικές ζωγραφιές θα αναζωπυρωθούν τα πιο φλογερά αισθήματα όλων των αναγνωστών εγείροντας μέσα σας την ανάγκη να αναχθεί ο έρωτας ως ένα ευγενές αίσθημα που θα ενεργοποιήσει πιθανόν τον υποφώσκοντα πόθο για ζωή και ενεργό δράση παραμερίζοντας προκλητικά το βαρύ πέπλο που τείνει σήμερα να μας αποστραγγίσει συναισθηματικά και να μας αποστεώσει πνευματικά.

``

Θέλετε να λαμβάνετε ενημέρωση από το Bookia;

Πηγή δεδομένων βιβλίων



Χορηγοί επικοινωνίας






Κοινωνικά δίκτυα