Γράφει: ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΗΚΟΥΛΗΣ
Ο Νίκος Βαβδινούδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1972 και από τότε άρχισε να μεγαλώνει. Από παιδί φοβόταν το σκοτάδι και έφτιαχνε ιστορίες, με λέξεις χωνευτικές, να γαληνέψει την πείνα του. Τελείωσε, στα διαλείμματα της λογοτεχνικής ανάγνωσης, την Πολυτεχνική Σχολή του ΑΠΘ (Τμήμα Αγρονόμων και Τοπογράφων Μηχανικών) με μοναδικό εφόδιο την περιέργεια της κατάκτησης της συμμετρίας και τη βελτιστοποίηση στην επίτευξη της ισορροπίας προσπάθειας-αποτελέσματος. Ξόδεψε κάποια καλοκαίρια στη Νέα Υόρκη περπατώντας. Συνέχισε να γράφει και περισσότερο να σβήνει. Διηγήματά του έχουν βραβευτεί σε διαγωνισμούς. Από τις Εκδόσεις ΠΗΓΗ κυκλοφορεί και η συλλογή αυτοτελών ιστοριών «ξεφλουδισμένα στόρια». Το «Αμέρικα» είναι το πρώτο του μυθιστόρημα και ελπίζει όχι το τελευταίο.
Ποιο ήταν το πρώτο σας συναίσθημα, όταν κρατήσατε στα χέρια σας το κείμενό σας ως βιβλίο πλέον; Ποιες ήταν οι σκέψεις που αυτόματα ήρθαν στο μυαλό σας;
Το να γράψεις ένα βιβλίο είναι μια ολόκληρη περιπέτεια. Στην αρχή το παίρνεις ως παιχνίδι. Ύστερα αυτό γίνεται μια ερωμένη, μετά ένα αφεντικό και στο τέλος ένας τύραννος που γλιτώνεις από δαύτον μόνο όταν ξεκινήσεις το επόμενο.
Πόσο σημαντικό είναι για έναν συγγραφέα, και γενικότερα για έναν δημιουργό, να βλέπει το έργο του να παίρνει σάρκα και μορφή, να υπερβαίνει τα όρια του ιδιωτικού χώρου τού δημιουργού και να καταλήγει στο αντίστοιχο κοινό του;
Έχετε απόλυτο δίκαιο. Όμως η απόλυτη ευχαρίστηση κρέμεται στη στιγμή που θα μάθεις πως το βιβλίο σου, στοιχισμένος στρατιώτης στο ράφι της βιβλιοθήκης, επιλέγεται από τον κάτοχο του για να ξαναδιαβαστεί.
Η συγγραφή αποτελεί τρόπο έκφρασης. Ο συγγραφέας, με εργαλείο τις λέξεις, εξωτερικεύει τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τις γνώσεις, τη φαντασία, τα ερωτηματικά του. Συμφωνείτε;
Η γραφή, η διαδικασία της, είναι ένας τοκετός. Πόσο δύσκολος είναι αυτός; Πολύ, πάρα πολύ. Όχι μόνο η γέννα αλλά και η ανατροφή. Μεγαλώνει υπό την ευθύνη σου και ευτυχώς, σε αντίθεση με τους ανθρώπους, μπορείς να ανατρέξεις, να διορθώσεις τα λάθη, να σβήσεις, να γίνεις παιδαγωγός και δολοφόνος ατιμώρητος λέξεων και χαρακτήρων, να εξερευνήσεις την αισθητική και την ηθική. Να ζεις το εικονικό προσωπικό σου έπος με τον φόβο της τιμωρίας ή του εγκλωβισμού. Και φυσικά, ευτυχώς ή δυστυχώς, χωρίς Chat Gpt. Ακόμη.
Ως συγγραφέας λατρεύετε τη μοναξιά συγκεντρωμένος στις σκέψεις σας, τη φαντασία και τα όνειρά σας, ή προτιμάτε την επαφή με τον κόσμο, την κίνηση, τον θόρυβο της πόλης, για να συλλέγετε εμπειρίες που θα σας δώσουν την απαραίτητη έμπνευση;
Υπάρχουν δύο διακριτές σχολές δημιουργίας στις όχθες του Ατλαντικού. Το αμερικανικό «Ζήσε για να Γράψεις» που σε προκαλεί να γίνεις συλλέκτης εμπειριών, ωτακουστής συνομιλιών και ουσιαστικά ένας κινηματογραφιστής του πεζοδρομίου με κάμερα χειρός. Το ευρωπαϊκό «Διάβασε για να Γράψεις» που σε διατάζει να καταβροχθίσεις τη βιβλιοθήκη σου, να γίνεις ευεργέτης των βιβλιοπωλείων και θαμώνας των βιβλιοθηκών. Να κατακτήσεις, με κόπο και άσκηση, τη θεωρία της αφήγησης, να δοκιμάσεις, να μιμηθείς ώσπου να καταλήξεις στο δικό σου ύφος. Είναι μια πορεία που δεν διδάσκεται από κανέναν παρά μόνο από την επιμονή του πάθους και την ακίδα του ταλέντου. Ως απόφοιτος πολυτεχνείου έδινα μεγάλη βαρύτητα στις γέφυρες.
Ξεκινάμε το ταξίδι μας στην Αμερική το 1913 ακολουθώντας δύο Έλληνες, μία γυναίκα κι έναν άντρα, που αναζητούν μια ζωή για να ζήσουν, μέσα από την περιγραφή του γιου τους. Στο διάστημα των 40 -σχεδόν- χρόνων που περιγράφονται, συναντάμε αρκετούς χαρακτήρες με έναν ιδιαίτερο τρόπο δράσης για την επιβίωση σε αυτόν τον τόπο. Τελικά, ο αγώνας για την επιβίωση πού μπορεί να μας οδηγήσει: σε δρόμους σπαρμένους με λουλούδια ή σε σκοτεινούς δρόμους;
Η πόλη είναι μια αγορά όπου άνθρωποι, απογκετοποιημένοι από την όποια καταγωγή αλλά συνάμα αυτοεγκλωβισμένοι από αυτήν ψυχικά, κατακερματισμένοι από όποιον θεωρούν εχθρό και ταυτόχρονα σοδομισμένοι από τους αρμούς της εξουσίας, της γειτονιάς και της οικογένειας, παραμένουν στην επιφάνεια γαντζωμένοι πάνω στα συντρίμμια. Γράφω για την κραυγή των ανθρώπων που ψάχνουν απεγνωσμένα την ευτυχία και την επιτυχία και την γκρεμίζουν όταν τη συναντήσουν γιατί δεν ξέρουν να τη διαχειριστούν.
Ξοδέψατε κάποια καλοκαίρια στη Νέα Υόρκη περπατώντας, όπως χαρακτηριστικά αναφέρετε στο βιογραφικό σας. Στο διάστημα αυτό περιπλανηθήκατε στις οδούς και τις γειτονιές που αναφέρονται στο βιβλίο σας, μελετήσατε δηλαδή τοποθεσίες, κτίρια, συμπεριφορές ανθρώπων αντλώντας έτσι στοιχεία που σας ενέπνευσαν για να οδηγηθείτε στη συγγραφή του «ΑΜΕΡΙΚΑ»;
Αν δε σηκώσεις σκόνη στα παπούτσια, δε μαθαίνεις μια πόλη. Μα οι καταβολές είναι πολλές πέραν από την αντοχή σου στον λαβύρινθο, την επιτόπια έρευνα ή τις πρωτογενείς μαρτυρίες των ηλικιωμένων συγγενών μου. Το Αμερικάνικο Ταμπλόιντ του Ελρόυ, το ποίημα του Έλιοτ στα χείλη του συνταγματάρχη Kurz, η νευρωτική αποτύπωση του Woody Allen για το Manhattan, η ιδιοφυΐα της απλότητας του Rothko, η μανιωδώς συνεπής ασυναρτησία του Pollock. Η αδιαλλαξία στην επιβίωση του Kazan, ο λυρισμός της ήττας του Bukowski, η ελεγειακή ρομαντικότητα στο τραγικό του Auster. O νεκρός του Jarmous και η μουσική του Young. Όλη αυτή η σύντηξη δεδομένων, η διακειμενικότητα απέναντι στο πολιτιστικό ιμπέριουμ της Αστερόεσσας. Μου πήρε δύο χρόνια η κατάδυση στη Δύση. Μελέτησα, αποτύπωσα, «έκλεψα», θυμήθηκα. Έγραψα και έσβησα, το δεύτερο περισσότερο. Ώσπου οι λέξεις να αποκτήσουν μουσική, τουλάχιστον στα δικά μου αυτιά. Ελπίζω και σε άλλα.
Καταφέρνετε μέσα από την εξέλιξη των γεγονότων να μεταφέρετε νοερά τον αναγνώστη στην αίθουσα ενός κινηματογράφου και να παρακολουθεί με έντονο ενδιαφέρον ένα φιλμ νουάρ. Πιστεύω ότι θέλατε να δημιουργήσετε αυτήν την ατμόσφαιρα στον αναγνώστη σας.
Στη Νέα Υόρκη όλα αγοράζονται και όλα πωλούνται, ενίοτε ξεπουλιούνται όταν το πάτωμα της συνείδησης υποχωρεί στον φόβο ή την απληστία και ο διάσημος αέρας της πόλης σπρώχνει το σώμα σου να ψάξει τον λιγότερο εχθρό σου, δηλαδή τον εαυτό σου. Διαρκής κίνηση, μοιραίες γυναίκες, υπόκοσμος, διαφθορά, διαπλοκή, πολιτική, μπήκαν στη μαρμίτα του νουάρ.
Στο μυθιστόρημά σας διακρίνω έντονο το στοιχείο του νατουραλισμού. Όντας το πρώτο σας μυθιστόρημα, πιστεύετε ότι σας γοητεύει το συγκεκριμένο λογοτεχνικό ρεύμα, στα μονοπάτια του οποίου σκοπεύετε να συνεχίσετε να βαδίζετε;
Πράγματι, στα ξεροκόμματα της ζωής των ηρώων έχω αλείψει τον νατουραλισμό. Τον ωμό ρεαλισμό ή, όπως λεν και οι φίλοι μου οι Αμερικανοί, το Hardboiled. Αν, όμως, μου επιτρεπόταν ένας χαρακτηρισμός, λαμβάνοντας υπόψη τον ζωγράφο ήρωα του μυθιστορήματος Κιμ και πατώντας προσεκτικά στο λεπτό στρώμα πάγου της ματαιοδοξίας, θα υποστήριζα πως αποπειράθηκα να φέρω τον εξπρεσιονισμό της εικόνας στις λέξεις.
Στη σημερινή εποχή, κατά την οποία η οθόνη ενός κινητού ή ενός tablet λειτουργεί ως μαγευτική σειρήνα προσελκύοντας την προσοχή μας, το βιβλίο έχει τη δύναμη να επιβληθεί στις αισθήσεις μας και να κερδίσει την προσοχή και το ενδιαφέρον μας;
Για τους περισσότερους ίσως να είναι μία μάχη προκαταβολικά και νομοτελειακά χαμένη. Αλλά η μυρωδιά του χαρτιού, ο ήχος της σελίδας όπως γυρίζει, η μαγική αίσθηση της αφής ενδεχομένως δημιουργούν μια κάποια οχυρωματική γραμμή. Ένα αναγνωστικό Alamo εν προκειμένω…
Στο βιογραφικό σας σημειώνεται πως «…το ΑΜΕΡΙΚΑ είναι το πρώτο του μυθιστόρημα και ελπίζει όχι το τελευταίο». Εύχομαι να αποτελέσει την αρχή μίας σειράς βιβλίων που θα οδηγήσει τον αναγνώστη σε ενδιαφέροντα μονοπάτια. Θα χαρώ να διαβάσω το επόμενό σας βιβλίο.
Το ελπίζω και το εύχομαι. Σας ευχαριστώ!