Γράφει: Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη
Μεταξύ των ταινιών που προβλήθηκαν στα 2α Κινηματογραφικά Αφιερώματα στην Κατερίνη που έχει γίνει πια θεσμός στα πολιτιστικά δρώμενα της πόλης κι έτυχαν θετική ανταπόκριση σε πανελλήνια εμβέλεια ήταν η «Θυσία» του Αντρέι Ταρκόφσκι και το «Λιμάνι της Χάβρης». Και για τις δυο ταινίες ήταν προσκεκλημένος ο συγγραφέας Σωτήρης Γουνελάς προκειμένου ο οποίος προλόγισε και συζήτησε με το κοινό. Αφορμή αυτής της πρόσκλησης ήταν ότι ο συγγραφέας έχει διεισδύσει στη φιλοσοφία του σκηνοθέτη, τον έχει μελετήσει και έχει γράψει το βιβλίο «Ταρκόφσκι, ένας νοσταλγός του Παραδείσου», εμπνευσμένο από την ταινία «Θυσία» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Διάττων το 2002.
Ο συγγραφέας σε ερώτηση του κοινού μετά την προβολή πώς εμπνεύστηκε το βιβλίο και τι συμβολίζει ο Ταρκόφσκι για τον ίδιο είπε μεταξύ άλλων: «Καθόμουν πίσω από την μπαλκονόπορτα εξοχικού σπιτιού τον Αύγουστο, όταν ξαφνικά έπιασε μπόρα. Καθώς άκουγα τις στάλες να πέφτουν στις πλάκες θυμήθηκα τη βροχή στα έργα του. Και άρχισα να γράφω. Για να βοηθήσουν οι ταινίες τον σημερινό Έλληνα απαιτείται ‘δουλειά’. Ο Ταρκόφσκι δεν δίνει πρακτικές λύσεις. Ζητάει να φέρει τον άνθρωπο πιο μέσα σ’ αυτόν τον ίδιο και ταυτόχρονα να τον ξαναβάλει μέσα στο μυστήριο της ζωής, να μην τον αφήσει έρμαιο των παγκόσμιας εξέλιξης που τον ισοπεδώνει και τον φτωχαίνει (ψυχοπνευματικά εννοώ, πέρα από την οικονομική πτώχευση).Δεν λειτουργούν τα έργα του ως αναπαραστάσεις πραγματικότητας. Ο ρώσος αυτός σκηνοθέτης δεν θέλει θεατές, θέλει ανθρώπους που εισέρχονται μέσα στο έργο, μετέχουν της ‘ιστορίας’ που ξεδιπλώνει, μοιράζονται τις αλήθειες που προτείνει, γιατί αυτές δεν είναι ατομικές, δεν είναι κατασκευές, αλλά ποιητικές αισθήσεις και πνευματικές αισθήσεις πανανθρώπινες. Με την έννοια ότι μπορούν να συνεγείρουν ψυχικά τους ανθρώπους, όταν θελήσουν να αφεθούν στον ρυθμό του. Σε αγγίζουν εάν αφεθείς και αν ανοιχτείς. Η Θυσία είναι ένα εντελώς ξεχωριστό έργο καμωμένο από ένα σκηνοθέτη που αμέσως μετά πεθαίνει. Είναι έργο άφθονου λόγου (όπως η Νοσταλγία άφθονης σιωπής) με πολύ εμφανή αναφορά στη χριστιανική Παράδοση από την πρώτη σκηνή του έργου, όπου ακούγεται η αφήγηση για τον αββά Παμβώ και τον υποτακτικό του. Παραλαμβάνει έναν πρώην ηθοποιό, καθηγητή αισθητικής, κριτικό τέχνης και άθεο και τον οδηγεί, όχι μόνο να προσευχηθεί στο Θεό και να πει το ‘Πάτερ ημών’, αλλά να θυσιάζει αυτά που του ανήκουν για να σωθεί ο κόσμος από την επικείμενη πυρηνική καταστροφή. Η παρουσία της υπηρέτριας Μαρίας ως μεσολαβήτριας παραπέμπει στην Παναγία ή την Εκκλησία και ο Αλεξάντερ, ο πρωταγωνιστής της ταινίας, γίνεται κάτι σαν ο Υιός που σώζει. Μα για να γίνει αυτό ‘συνευρίσκεται’ με την Μαρία και έτσι ελευθερώνεται από τον παλιό εαυτό του και προχωρεί στο σωτήριο έργο του. Έτσι, μπορούμε να διαβάσουμε την πράξη του».
Σε άλλη ερώτησή μας πώς στους σκληρούς καιρούς που ζούμε μπορεί η Θυσία να βρει πρόσφορο έδαφος στην καθημερινότητα μας, απάντησε: «Δεν είναι μόνο «οι σκληροί καιροί», είναι η κατάσταση των Ελλήνων που χρειάζεται γενική ‘επισκευή’ και θεραπεία. Το κυρίαρχο πνεύμα δεν έχει σχέση με τέτοια έργα. Αλλά, για να μην αδικούμε τους Έλληνες, και έξω δεν είναι καλύτερα. Οι ταινίες που θέλουν οι άνθρωποι είναι ταινίες αναπαράστασης και δράσης, δεν είναι ταινίες εσωτερικής και πνευματικής αναζήτησης. Το κυρίαρχο πνεύμα και εδώ και αλλού αντιστέκεται σε τέτοιες διερευνήσεις, αυτοσυνειδησίες, μυστηριακές καταστάσεις. Ο Τ. αυτά τα απαιτεί, ή μας καλεί να τα οικειωθούμε”.
Σε μια συζήτηση που είχα μαζί του στα παρασκήνια των Κινηματογραφικών Αφιερωμάτων του εξέφρασα την απορία μου για το πόσο τελικά πόσο εύκολο είναι πια να μπορεί να καθαρίσει το βλέμμα του σύγχρονου ανθρώπου; Να σπάσει τα δεσμά αν θέλετε και να ξαναγεννηθεί. Κι ακόμη αν η Ορθοδοξία ως πίστη μπορεί σήμερα, στις εποχές της κρίσης, με όλα αυτά που ακούει στα ΜΜΕ, όχι τόσο θετικά υπέρ της εκκλησίας, να πείσει τον νεοέλληνα ότι πρέπει να βουτήξει ξανά στον εσώτερο εαυτό του για να καθαρθεί, μου απήντησε: “Τίποτα δεν είναι εύκολο όταν είναι ουσιαστικό. Αλλά και τίποτε δεν πρέπει να θεωρείται ανάλλαχτο τουλάχιστον σε προσωπικό επίπεδο. Να δοθούν λύσεις στις μαζικές αυτές κοινωνίες δεν ξέρω αν μπορεί να γίνει. Μπορεί όμως ο καθένας να αρχίσει από τον εαυτό του. Δεν είναι δυνατόν να περιμένουμε να αλλάξει όλος ο κόσμος. Το θέμα είναι να προχωρήσω εγώ από τη στιγμή που έχω πάρει είδηση ότι απαιτείται αποκατάσταση νοημάτων και σημασιών τέτοια, που να συμφιλιώνει τον άνθρωπο με τον αληθινό εαυτό του (όχι με τα προσωπεία του) και με την βαθύτερη Αλήθεια της ζωής. Κατά την χριστιανική παράδοση, την οποία ασπάζεται ο Ταρκόφσκι η Αλήθεια αυτή είναι σαρκωμένη».
Στο βιβλίο «Ταρκόφσκι ένας νοσταλγός του Παραδείσου» (Διάττων), γράφει ότι δίνει στα πρόσωπα μια πρωτόγονη όψη, υπάρχει μια κίνηση ανάμεσα γη και ουρανό, υπάρχει ένα εντελώς χειροποίητο στοιχείο που συνδυάζεται με την επινοητικότητα για την οποία μιλούσε ο ίδιος, ειδικά σε σχέση με τούτη εδώ την ταινία, και υπάρχει ο ενιαίος χρόνος, που τον συνδυάζει με τη γη ως τόπο γενέθλιο. Ακόμη και η καμπάνα βγαίνει μέσα από τη γη. Το νερό θα το δούμε εδώ, όχι μονάχα σαν καθαρτήριο, αλλά και σαν προστασία και σαν εκδήλωση ευαγγελισμού και αναγέννησης, όπως στην περίπτωση του μοναχού Αντρέι. Εκεί που στέκει ξαπλωμένος πάνω στη λάσπη, πέφτει πάνω του μια καταρρακτώδης βροχή, που όχι μονάχα τον συνεφέρνει, αλλά γίνεται αποκαλυπτική του τι θα πράξει και πως θα πορευτεί από εδώ και πέρα.
Ο Ταρκόφσκι είναι ο άνθρωπος των αποκαλύψεων και των ενορατικών εκλάμψεων, ποιητής της Ζωής και του Φωτός.
«Η σχέση του Αντρέι με το νερό είναι καθοριστική. Το ύδωρ της Γένεσης δημιουργήθηκε εν αρχή. Το πήρε ο Ρώσος και το’ κανε νήμα για να τυλίξει τις ταινίες του, αφήνοντας το τις περισσότερες φορές να σταλάζει ή ψάχνοντας μέσα του να βρει την φθορά ή την αφθαρσία των πραγμάτων. Γι’ αυτό καθώς παρακολουθείς απορροφημένος τις εικόνες του , τον βλέπεις να καταδύεται σε ποτάμια, λίμνες , στέρνες –στη στεριά πάντα…. Γιατί ο Ταρκόφσκι χύνει μέσα από το νερό ένα ήσυχο ρεύμα αγάπης , ανάκατης με νοσταλγία και κάποια θλίψη. Είναι η νοσταλγία του Παράδεισου… Δεν υπάρχει Ποιητής που να μην αγκάλιασε την αγάπη, τη νοσταλγία και τη θλίψη. Υπάρχει κάτι που σπρώχνει τους ποιητές να τα θέλουν και τα τρία δικά τους» όπως γράφει μέσα στο βιβλίο του «Ταρκόφσκι, ένας νοσταλγός του Παραδείσου».
Ο συγγραφέας Σωτήρης Γουνελάς πριν τρεις μήνες περίπου κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αρμός μια ποιητική συλλογή με τον τίτλο 'Διάπλους'. Περιέχει δύο ποιητικές συνθέσεις. Η πρώτη λέγεται 'Σαν ημερολόγιο' και η δεύτερη 'Συντομογραφίες'. Στην πρώτη καταγράφεται ποιητικά ένα προσωπικό δρομολόγιο-ημερολόγιο του ποιητή, με έντονο εξομολογητικό χαρακτήρα. Καλύπτει τη χρονική περίοδο από το 1998 μέχρι το 2015 ενώ στη δεύτερη περιέχονται μικρά ποιητικά κείμενα με χωριστούς τίτλους-θέματα που αφορούν μια περιόδευση στον κόσμο, μια συνάντηση του ποιητή με πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις ζωής. Και καλύπτει περίοδο από το 2007 μέχρι το 2015.