Γράφει: Διονύσης Λεϊμονής
Ο Κώστας Στοφόρος (blog) γεννήθηκε στη Ρώμη το 1960. Είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Έχει εργαστεί επί σειρά ετών στην τηλεόραση και τώρα συνεργάζεται με το Μουσείο Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης.
Γράφει στο διαδίκτυο, σε εφημερίδες και περιοδικά κυρίως για θέματα βιβλίου και πολιτισμού. Υλοποιεί εργαστήρια δημιουργικής γραφής για παιδιά και ενηλίκους. Έχει γράψει παραμύθια, βιβλία για ενηλίκους και μια σειρά βιβλίων για γονείς.
Τα τελευταία χρόνια γράφει αστυνομικές ιστορίες για παιδιά και εφήβους. Παράλληλα συμμετέχει ως σεναριογράφος/ παρουσιαστής σε μια σειρά ντοκιμαντέρ κυρίως για ιστορικά θέματα. Είναι μέλος της Ένωσης Συντακτών Περιοδικού Ηλεκτρονικού Τύπου (ΕΣΠΗΤ), της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων (IFJ), του PEN Greece, της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών και της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας (Ε.Λ.Σ.Α.Λ.).
Δημοσιογράφος, αρθρογράφος, συγγραφέας… Ποιος από όλους αυτούς τους «ρόλους» μπορεί να επισκιάζει τους άλλους ή συνυπάρχουν αρμονικά;
Οι ρόλοι συνυπάρχουν αρμονικά κι ο ένας διαχέεται στον άλλο. Επειδή σχεδόν όλα τα βιβλία μου έχουν πίσω τους έρευνα, η μακρόχρονη δημοσιογραφική μου θητεία με έχει βοηθήσει να ανακαλύπτω στοιχεία πιο εύκολα, να τεκμηριώνω, να διασταυρώνω και να βρίσκω τις πηγές. Πολλά θέματα που με απασχολούν είχαν ως πρώτη σπίθα και κάποια δημοσιογραφική μου δουλειά. Επίσης, χάρη στη δημοσιογραφία έχω μάθει να γράφω ακόμη και κάτω από δύσκολες συνθήκες. Όσο για την ενασχόληση με τη λογοτεχνία πιστεύω πως δίνει μια άλλη διάσταση και στα δημοσιογραφικά μου γραπτά.
Κουβαλάμε τις αφηγήσεις και τις αναγνώσεις μας… Ποιος είναι το δικό σας «φορτίο»;
Μεγάλο το φορτίο. Βαρύ και γοητευτικό. Είμαι αυτό που λένε «βιβλιοφάγος». Διαβάζω ασταμάτητα κάθε είδους βιβλία με μεγαλύτερη έμφαση στη λογοτεχνία και στην ιστορία. Όμως φυσικά υπάρχουν και οι αφηγήσεις από το οικογενειακό περιβάλλον, αλλά και από τον περίγυρο. Συνδυάζοντας με την προηγούμενη ερώτηση έχω μάθει ως δημοσιογράφος να ακούω και να καταγράφω τις ιστορίες των ανθρώπων. Κι αυτές διαχέονται σε όλα μου τα βιβλία. Σε μένα πάντα είχε παίξει ρόλο και η ποίηση. Υπάρχει μέσα σε ό,τι αφηγούμαι και γι’ αυτό σχεδόν σε κάθε μου βιβλίο υπάρχει κι η αναφορά σε κάποιον ποιητή.
Πώς αυτό μεταπλάθεται, αξιοποιείται, εντοπίζεται στην τέχνη σας;
Όλα τα «φορτία» περνάνε μέσα στα βιβλία μου. Τα όσα έχω ζήσει, τα όσα έχω ακούσει, τα όσα θέλω να αναδείξω ή να στηλιτεύσω. Ο κύριος λόγος όμως που γράφω είναι να μοιραστώ ό,τι αγαπάω. Και μέσα σε αυτά που αγαπάω είναι φυσικά δεκάδες βιβλία, μουσικές ταινίες, ιστορίες των ανθρώπων. Αυτά συνδυάζονται με τους τόπους και την ιστορία τους. Παραδόσεις, φυσική ομορφιά, αρχιτεκτονική, γεύσεις… Θα έλεγα πως γράφω ένα είδος ιδιότυπων ταξιδιωτικών οδηγών. Ιστορίες ανακάλυψης. Κι όλα αυτά περνάνε μέσα από το μυστήριο και το σασπένς. Οι -σύντομες- κινηματογραφικές μου σπουδές, η μεγάλη μου αγάπη για τον κινηματογράφο, οι δεκάδες εμπειρίες μου από τηλεοπτικές δουλειές -και κυρίως τα ντοκιμαντέρ- μου έχουν δώσει έναν «κινηματογραφικό» τρόπο να παρουσιάζω τα πλάνα με λογοτεχνική μορφή. Έχω τις εικόνες μπροστά μου όταν γράφω.
Και το γύρω περιβάλλον σας στενότερο ή ευρύτερο; Ποιο ρόλο έπαιξε ή διαδραματίζει;
Καθοριστικό ρόλο παίζει το περιβάλλον. Πρώτα απ’ όλα δεν θα είχα γράψει ποτέ βιβλία για παιδιά και νέους αν δεν είχα ξεκινήσει να φτιάχνω ιστορίες για να αφηγούμαι στα δικά μου παιδιά. Όταν έγραφα την «Κούπα του Πτολεμαίου» τους διάβαζα κάθε βράδυ ό,τι είχα γράψει. Βλέποντας πως τους άρεσε σκέφτηκα να γίνει βιβλίο. Κι έτσι ξεκίνησαν όλα. Όμως και πριν από αυτό είναι οι άνθρωποι και οι ιστορίες τους. Κι η μητέρα μου συνήθιζε να μου λέει δικές της ιστορίες. Από εκεί και πέρα επειδή ό,τι γράφω θέλω να πατάει στην πραγματικότητα, εννοείται πως το ευρύτερο περιβάλλον παίζει πολύ σημαντικό ρόλο. Το ίδιο και η συνεργασία μου με το Μουσείο Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης που με έχει φέρει σε επαφή με χιλιάδες παιδιά και εκπαιδευτικούς από όλη την Ελλάδα και τη Κύπρο. Ειδικά οι συζητήσεις με τα παιδιά είναι η απόλυτη πηγή έμπνευσης.
Αγαπημένο άκουσμα (ιστορία-τραγούδι-φράση);
Η ιστορία του Δάφνη και της Χλόης.
Πολλά τραγούδια αγαπώ αλλά το πιο μαγικό δεν έχει στίχους, συνοδεύεται ωστόσο από μικρά κείμενα του δημιουργού. Μιλώ για το «Χαμόγελο της Τζοκόντας» του Μάνου Χατζηδάκι. Η φράση είναι από τον Μάη του ’68: «Ας γίνουμε ρεαλιστές ζητώντας το αδύνατο»…
Αγαπημένη εικόνα;
Η θέα του Κάστρου, του Πλάτανου και της Αγίας Μαρίνας στη Λέρο, όπως φαίνονται από τα Άλιντα.
Αν δεν αναπνέατε με οξυγόνο, τι θα σας έδινε ζωή;
Η θάλασσα.
Αν έπρεπε να στερηθείτε κάτι που αγαπάτε πολύ τι θα ήταν αυτό;
Δύσκολα μου βάζετε… Πραγματικά αδυνατώ να απαντήσω.
Αγαπημένο: Όνομα; Λουλούδι; Γεύση; Μυρωδιά;
Μαρίνα, το όνομα της μητέρας μου. Ανεμώνα, το λουλούδι. Η γεύση της θάλασσας. Η μυρωδιά του λεμονιού όταν ξύνεις τη φλούδα του.
Ένας κακός εφιάλτης;
Αυτός που ζούμε σήμερα στην Ελλάδα και στον κόσμο. Μόνο αν πραγματικά ξυπνήσουμε θα τον διώξουμε. Οι λαοί ζουν σε καθεστώς ασφυξίας. Πόλεμοι και γενοκτονίες εξαπολύονται. Η ανθρωπότητα πάει ολοταχώς προς τα πίσω. Και δυστυχώς έχουμε συμβιβαστεί με τον εφιάλτη.
Ένας επόμενος στόχος στη ζωή σας, στην πορεία σας;
Σε ό,τι αφορά στα βιβλία θα ήθελα να μεταφραστούν και αν κυκλοφορήσουν σε άλλες χώρες, με πρώτη προτεραιότητα την Ιταλία, όπου πιστεύω πως θα άγγιζαν το κοινό. Κι αυτό με φέρνει σε δεύτερο στόχο. Να μπορούσα να περνώ κάποια διαστήματα στην Ιταλία, να ζούσα τους ρυθμούς της, να ολοκλήρωνα τη μελέτη των Ιταλικών -που αποφάσισα να μάθω στα …γεράματα και πήρα και το πρώτο πτυχίο! Το βασικό είναι να έχει υγεία όλη η οικογένειά μου -κι εγώ μαζί τους- να δω τα τρία παιδιά μου να ακολουθούν τον δρόμο που θα τους δώσει τη μεγαλύτερη χαρά. Και φυσικά να συνεχίζουν να μου έρχονται ιδέες για να γράφω και να μοιράζομαι ό,τι αγαπώ…
Σας δίνω πέντε λέξεις, σας παρακαλώ κάντε μου ένα μικροδιήγημα σε 43 ακριβώς λέξεις (θα προτιμούσα αυτοβιογραφικό): στήλη, αγώνας, σπιρτόκουτο, παιχνίδι και μελάνι.
Ο πρώτος έρωτας βγήκε από ένα σπιρτόκουτο. Παίζαμε το παιχνίδι της αλήθειας. Το σπίρτο έσβησε στο χέρι μου κι έπρεπε να απαντήσω. Πίσω από αρχαία στήλη καθόμασταν. Έδινα αγώνα να ξεστομίσω αυτό που γέμιζε τη ψυχή μου. Χαράχτηκε στη μνήμη με ανεξίτηλο μελάνι…
Σας ευχαριστώ.