Γράφει: Λεύκη Σαραντινού
Η Γιώτα Ν. Γουβέλη (τα βιβλία στην Πολιτεία) γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Μεσολόγγι. Είναι απόφοιτος του Μαθηματικού Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στην πληροφορική και τη διοίκηση επιχειρήσεων. Αρχικά εργάστηκε στον χώρο της εκπαίδευσης και στη συνέχεια σε πολυεθνικές εταιρείες επικοινωνίας ως υπεύθυνη Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Έχει τρία παιδιά και ζει με την οικογένειά της στην Αθήνα.
Η Γουβέλη μας έχει χαρίσει ως τώρα δεκατέσσερα βιβλία, κυρίως μυθιστορήματα εποχής.
Στο Bookia μας μίλησε για το τελευταίο της από αυτά το οποίο εκδόθηκε το τρέχον έτος από τις εκδόσεις Διόπτρα, με τίτλο «Η σκλάβα» (αγορά).
Κυρία Γουβέλη κατάγεστε από το Μεσολόγγι. Ποια ήταν η αφορμή προκειμένου να ασχοληθείτε με την ιστορία της τουρκοκρατούμενης Θεσσαλίας; Απ’ ότι γνωρίζω ένα ακόμα βιβλίο σας διαδραματίζεται στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία, «Η παραμάνα», σωστά;
Είναι αλήθεια πως ο τροφοδότης Κάμπος με την απεραντοσύνη του, τη ζυμωμένη με μόχθο και Ιστορία, με γοήτευε πάντα. Ίσως οι μαγικοί σπόροι που έπεσαν από το σακούλι της βάρβαρης Μήδειας, καθώς διέσχιζαν κυνηγημένοι μαζί με τον Ιάσονα τη Θεσσαλία, να έχει ποτίσει με μαγεία τη θεώρησή μου για την περιοχή. Στην Παραμάνα τοποθετώ την πλοκή γύρω από τα χρόνια του μαρτυρικού Κιλελέρ. Με τη Σκλάβα πήγα λίγο πιο πίσω, θέλησα να ζήσω μαζί με τους καθημερινούς ανθρώπους του τότε την εποχή που ο εθνεγέρτης Ρήγας προκαλεί τον δυνάστη και ξεσηκώνει τους σκλαβωμένους Έλληνες. Ακριβώς επειδή κατάγομαι από το Μεσολόγγι, προσεγγίζω με δέος τις μεγάλες στιγμές της Ιστορίας.
Μιλήστε μας για τον μύθο του γκιώνη, ο οποίος, όπως μας λέτε στον επίλογο του βιβλίου σας, υπήρξε η αρχική σας έμπνευση για τη συγγραφή αυτού του βιβλίου.
Α, πρόκειται για πολύ γοητευτικό λαϊκό μύθο. Ακούω το λάλημα του γκιώνη την άνοιξη καθώς περνάω από το δασάκι του Άι Γιάννη του Θεολόγου στο καθημερινό μου περπάτημα, αναπόφευκτα λοιπόν ο μύθος του έγινε πηγή έμπνευσης για το μυθιστόρημά μου. Το ταίρι του καλεί ο γκιώνης με την ιδιαίτερη λαλιά του, τραγουδά για την αγαπημένη του, οι επιστήμονες το καταθέτουν με βεβαιότητα. Ο λαός όμως της Θεσσαλίας έφτιαξε από τα παλιά χρόνια τον δικό του μύθο. Τον αδικοχαμένο του αδερφό καλεί ο γκιώνης, είπαν, γιατί τα δυο αγαπημένα αδέρφια αλληλοσπαράχτηκαν εξαιτίας μιας όμορφης χήρας. Η αμαρτωλή αυτή γυναίκα ερωτεύτηκε τον μικρότερο αδερφό του εραστή της, εκείνος όμως δεν ανταποκρίθηκε στον έρωτά της. Τότε η χήρα, με δόλο και ψευτιές, έστρεψε τον εραστή της εναντίον του μικρού του αδερφού κι εκείνος παραπλανημένος τον σκότωσε πάνω στον θυμό του. Αργότερα, ο αδελφοκτόνος ανακάλυψε την αλήθεια, μετάνιωσε πικρά κι ο Θεός τον μεταμόρφωσε σε πουλί. Από τότε περιπλανιέται μέσα στα δάση κλαίγοντας και φωνάζοντας τον αδικοσκοτωμένο του αδερφό. Στο βιβλίο μου, η χήρα εξομολογείται τη δική της αλήθεια που ανατρέπει τον μύθο: Το λάλημα του γκιώνη, από κραυγή αδελφικής συντριβής, γίνεται σπαρακτικό ερωτικό τραγούδι.
Το βιβλίο σας περιέχει αρκετές πληροφορίες για τα νεανικά χρόνια, αλλά και τη ζωή του Ρήγα Βελεστινλή. Από πού αντλήσατε τις ιστορικές πληροφορίες γι’ αυτό και πώς σκεφτήκατε να πλέξετε τον μύθο του βιβλίου σας με αυτό το αληθινό ιστορικό πρόσωπο;
Σε μια κριτική του βιβλίου μου διάβασα ότι στη Σκλάβα η συγγραφέας έβγαλε τον Ρήγα από τις σελίδες της ιστορίας και τον έκανε δικό μας άνθρωπο. Πράγματι, θέλησα να γνωρίσω από κοντά αυτόν τον θρυλικό αγωνιστή, ξεκίνησα λοιπόν τη συνάντησή μας από τα παιδικά του χρόνια. Ήταν απίστευτα γοητευτική η συνάντηση καθώς και η έρευνα που απαιτήθηκε για να τη ζήσω και μαζί με εμένα να τη ζήσουν και οι αναγνώστες. Υπάρχουν πολλά πράγματα που δεν διδαχτήκαμε στο σχολείο για τη ζωή του Ρήγα Βελεστινλή. Τα προσωπικά του πάθη, οι έρωτές του, οι ιδέες του για τη γυναικεία αυτονομία, άλλα στοιχειοθετημένα από την ιστορική έρευνα και άλλα που έμειναν στη μνήμη του λαού ως πραγματικά γεγονότα. Όλα μαζί διαμόρφωσαν τον θρύλο του ήρωά μου και τον έμπλεξαν στη ζωή των φανταστικών μου ηρώων, ανθρώπων που έζησαν τότε και πέρασαν χωρίς να το καταλάβουν από τις συμπληγάδες της ιστορικής συγκυρίας.
Στο βιβλίο σας αποτυπώνετε ένα κομμάτι της καθημερινής ζωής των Ρωμιών ραγιάδων στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία. Μιλήστε μας για αυτήν. Ήταν, πράγματι, πολύ δυσκολότερη για τους φτωχούς Ρωμιούς που δε συντάσσονταν με την πλευρά του κατακτητή;
Υπήρχαν περιοχές στη Θεσσαλία και στη Μαγνησία όπου δεν πατούσε πόδι Τούρκου, ήταν αυτοδιοικούμενες, όπως η Ζαγορά, τα Αμπελάκια, το Πήλιο. Εκεί οι Ρωμιοί ανέπτυξαν σημαντικές παραγωγικές/εμπορικές δραστηριότητες, η οικονομία άκμαζε και οι κάτοικοι ευημερούσαν. Στις υπόλοιπες περιοχές τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα στέναζαν κάτω από τη διπλή εξουσία των κατακτητών και των κοτζαμπάσηδων πολλοί από τους οποίους προωθούσαν τα τουρκικά συμφέροντα προκειμένου να εξασφαλίσουν την εύνοιά τους προς ίδιον όφελος. Οι κρατικοί θεσμοί λειτουργούσαν κατάφωρα μεροληπτικά και ο Ρωμιός υπέφερε από τις αυθαιρεσίας του κατακτητή, ενώ σπάνια εύρισκε το δίκιο του στον καδή ή στην άγρια φορολόγηση των πενιχρών του πόρων. Φωτεινές εξαιρέσεις οι εύπορες οικογένειες όπως αυτή του Ρήγα Βελεστινλή που βοηθούσαν τους χωρικούς, τους προστάτευαν και σιγά σιγά εμφυσούσαν στην ψυχή τους την ιδέα της ελευθερίας.
Πιστεύετε ότι η ζωή τότε ήταν δυσκολότερη για τις γυναίκες, που αντιμετωπίζονταν ως κατώτερες κοινωνικά, παρά για τους άνδρες; Θεωρείτε ότι έχει γίνει ευκολότερη η ζωή για τις γυναίκες σήμερα;
Οι γυναίκες είχαν να αντιμετωπίσουν τριπλή εξουσία: αυτή του Τούρκου, την καταπίεση των κοτζαμπάσηδων/τσιφλικάδων και την εξουσία του άντρα. Στο βιβλίο μου, η ηρωίδα αρπάζει τη σανίδα σωτηρίας που τους προσφέρει ο Ρήγας: Μαθαίνει γράμματα και βρίσκει διέξοδο στη μιζέρια της, ως παιδαγωγός σε εύπορες οικογένειες. Είναι πεποίθησή μου πως η παιδεία είναι το κύριο όπλο μιας κοινωνίας για να εξελιχθεί. Ο δάσκαλος μεταφέρει στον διδασκόμενο έναν ολόκληρο κόσμο, μεταφέρει πάθος, ήθος και στάση ζωής. Το δικαίωμα της γυναίκας στη μόρφωση τής έδωσε τη σχετική ελευθερία που απολαμβάνει σήμερα παρότι υπάρχει ακόμα αρκετή απόσταση να καλυφθεί. Η ηρωίδα μου, χάρη στην ανεξαρτησία που της προσφέρει η εργασία της, είναι σε θέση κάποια στιγμή να πάρει αποφάσεις για τον εαυτό της, ακόμα και κόντρα στις κοινωνικές επιταγές. Η αυτοδιάθεση είναι ανθρώπινο δικαίωμα και η γυναίκα το ξέρει πλέον καλά και το διεκδικεί ολοένα και πιο σθεναρά.
Στο βιβλίο σας πρωταγωνιστεί ένας ανολοκλήρωτος έρωτας. Πιστεύετε ότι μπορεί να γραφτεί μυθιστόρημα χωρίς την παρουσία του μικρού αυτού φτερωτού θεού; Εσείς θα γράφατε ποτέ ένα τέτοιο μυθιστόρημα;
Χωρίς τον έρωτα δε θα υπήρχαμε εμείς τώρα για να κάνουμε συνέντευξη. Άλλωστε ο λαός μας είναι ερωτιάρης από τα βάθη της ιστορίας του, είχε θεοποιήσει τον έρωτα επίσημα στο δωδεκάθεο. Οι θεοί των προγόνων μας παρασύρονταν συνεχώς σε ερωτικές σκανταλιές κι αυτό τους έκανε τόσο γοητευτικούς. Ακόμα και τα μυθιστορήματα που δε φέρουν τον έρωτα στο κέντρο της πλοκής υπαινίσσονται με διάφορους τρόπους τη δύναμή του. Προσωπικά, όχι, δε θα έγραφα ένα μυθιστόρημα αποστειρωμένο, χωρίς τις δονήσεις του έρωτα να ζωντανεύουν τη δράση των ηρώων μου.
Υπάρχει κάποιο ιστορικό θέμα που σας αρέσει περί συγγραφής και δεν έχετε ασχοληθεί ακόμη με αυτό;
Η ιστορία μας έχει τόσα πολλά και σημαντικά ορόσημα στο πέρασμα των χρόνων, που φτάνουν για μια ζωή συγγραφής. Προσωπικά, με εμπνέουν οι περιπέτειες του ελληνισμού στα διάφορα σημεία πέριξ της πατρίδας μας και έχω ασχοληθεί αρκετά, π.χ. Σμύρνη, Πόλη, Κάιρο, Μασσαλία… Δεν έχω ακουμπήσει ακόμα τη Βυζαντινή Περίοδο, η οποία έχει εξαιρετικό κοινωνιολογικό και ιστορικό ενδιαφέρον. Ίσως κάποια στιγμή στο μέλλον.
Θα γράφατε ποτέ κάτι άλλο εκτός από μυθιστόρημα; Επόμενα συγγραφικά σχέδια;
Είναι αλήθεια πως ως αναγνώστρια ήμουν ανέκαθεν λάτρης του μυθιστορήματος και αυτό υπηρετώ, με συναρπάζει ο πλούσιος κόσμος ενός καλού μυθιστορήματος. Διαβάζω και άλλα λογοτεχνικά είδη, αλλά τόσο από την ανάγνωση όσο και από τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος αντλώ εμπειρίες και απόλαυση. Θα συνεχίσω με το ιστορικό μυθιστόρημα, μου προσφέρει άπλετο χώρο για φαντασία που ακουμπά γερά στην πραγματικότητα. Άλλωστε σπούδασα μαθηματικά, ένα γνωστικό πεδίο που συνδυάζει τη φαντασία με τον ρεαλισμό της λογικής.