Γράφει: Μανώλης Γεωργιάδης
Είναι γεγονός ότι αρεσκόμαστε να συνδυάζουμε την κάθε εποχή με μια συνήθεια. Φερ’ ειπείν, το χειμώνα προτιμάμε να ακούμε τον ήχο της βροχής και να κουλουριαζόμαστε κάτω από τα ζεστά σκεπάσματα. Την άνοιξη πάλι, ένας περίπατος στη φύση κι ένας δροσερός καφές κάτω από δέντρα με πυκνή σκιά που τα χαϊδεύει ένα απαλό αεράκι θεωρούνται ευεργετικά. Διότι το απλό είναι αυτό που προσφέρει πληρότητα και ομορφιά στη ζωή μας, και πώς θα μπορούσε να απουσιάζει το καλοκαίρι -με τις τόσες ομορφιές του- από την ανάγκη ανάγνωσης ενός καλού βιβλίου;
Τα ερωτήματα που δημιουργούνται από την προηγούμενη πρόταση είναι δύο και θα αναλυθούν συνοπτικά. Πρώτον, γιατί συνδέεται απαραίτητα το καλοκαίρι με το βιβλίο και δεύτερον, πως ορίζεται το καλό βιβλίο. Όσον αφορά το πρώτο σκέλος, βιβλία μπορούν να διαβαστούν καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου και είμαι περισσότερο από βέβαιος ότι αρκετοί βιβλιοφάγοι αναστατώθηκαν διαβάζοντας αυτήν την άποψη. Παρόλα αυτά, ας μην υποκρινόμαστε, αρκετοί είναι αυτοί οι οποίοι, είτε λόγω χρόνου, είτε λόγω άλλων συνθηκών επιλέγουν το καλοκαίρι και την ξαπλώστρα για να διαβάσουν ένα μυθιστόρημα και να περάσουν έτσι το χρόνο τους. Σε ότι αφορά το καλό βιβλίο, ας μην προσπαθήσουμε να βάλουμε την ταμπέλα του ποιοτικού, ας αφήσουμε τον καθένα να κρίνει τι σημαίνει «καλό», διότι προτιμότερο να διαβάζουμε κάτι ακόμα κι αν δεν το θεωρούμε αρκετά ωφέλιμο, από το να μην διαβάζουμε καθόλου.
Παρότι καλοκαίρι οι διακοπές μου έχουν πάρει αναβολή για αργότερα. Αυτό όμως δεν με έχει απομακρύνει απ΄ το διάβασμα. Οποιοδήποτε έντυπο πέσει στα χέρια μου θα διαβαστεί, έστω κι εν μέρει. Έτσι βρέθηκα ένα μεσημέρι σε ένα μίνι μάρκετ με σκοπό να αγοράσω εφημερίδα. Ανοίγοντας την πόρτα για να περάσω, το πρώτο πράγμα που αντίκρισα μπροστά μου ήταν μια στοίβα από,καλοδιατηρημένα μεν, βιβλία δε. Το συγκεκριμένο θέαμα έχει πάψει εδώ και καιρό να απασχολεί το ευρύ κοινό, σε σημείο πλέον να θεωρείται φυσιολογικό. Αλήθεια, αναρωτηθήκαμε ποτέ ποια θα ήταν η αντίδραση μας αν βλέπαμε σε ένα κρεοπωλείο δίπλα από τα διάφορα κρέατα να πουλούν καλώδια για το ίντερνετ;
Διότι περί αυτού πρόκειται. Σκέφτομαι πως όταν μας τελειώσουν τα φρούτα και τα λαχανικά θα πάμε στη λαϊκή με σκοπό να προμηθευτούμε, όταν σπάσει ένας σωλήνας θα τηλεφωνήσουμε στον υδραυλικό, όταν μια μέρα θελήσουμε να πιούμε ένα ποτό θα καθίσουμε σε ένα μπαράκι. Γιατί να μην ισχύει το ίδιο όταν θελήσουμε να αγοράσουμε ένα βιβλίο; Τη στιγμή που μιλάμε κάθε κομμάτι της κοινωνίας ζητάει τη στήριξή μας. Οι παραγωγοί παρακαλούν τους καταναλωτές να στηρίξουν τα ελληνικά προϊόντα. Φαντάζομαι πως το ίδιο θα ζητούν και βιβλιοπώλες με ένα διαφορετικό τρόπο: Να στηρίξουμε τα βιβλιοπωλεία, όχι τα σούπερ μάρκετ. Η εικόνα να αντικρίζουμε σκονισμένα βιβλία, παραμελημένα και πεταμένα στα ράφια δεν αρμόζει σε κανένα άτομο που καμώνεται πως αγαπά το βιβλίο. Κι αν θέλουμε να αποκαλούμαστε βιβλιόφιλοι, τότε νομίζω πως ήρθε η ώρα να δράσουμε.
Αυτό που με απλά λόγια οφείλουμε να επανεξετάσουμε είναι το θέμα της καταναλωτικής συνείδησης. Όπως δεν θα τηλεφωνούσαμε ποτέ στο μανάβη για να μας φτιάξει το σωλήνα έτσι δεν πρέπει ποτέ να εμπιστευόμαστε ένα σούπερ μάρκετ για να αγοράσεις ένα βιβλίο. Δεν είναι θέμα αισθητικής. Είναι θέμα συνείδησης. Να μάθουμε πάλι να εμπιστευόμαστε άτομα που είναι υπεύθυνα με αυτό που ασχολούνται κι όχι άτομα που προσπαθούν να εκμεταλλευτούν καταστάσεις για να κερδίσουν. Κι αν αυτό ισχύει ως γενικός κανόνας, τότε στην ειδική περίπτωση του βιβλίου πρέπει να μας γίνει μάθημα.
Η κακοποίηση του βιβλίου γίνεται αντιληπτή σε κάθε επαφή με τον έξω κόσμο. Πέρα από το παράδειγμα με το μάρκετ, δεν είναι λίγες οι φορές που σταμάτησα σε μαγαζιά στην εθνική οδό για ένα καφέ και διάβασα την ταμπέλα "μπαζάρ βιβλίου". Οι περισσότεροι μαγαζάτορες στον ίδιο χώρο με τα βιβλία εμπορεύονται κρουασάν και γκοφρέτες. Οι προσφορές στα βιβλία είναι πολλές. Ο Νίτσε κι ο Πόε πωλούνται στις εξευτελιστικές τιμές, με μέτριες μεταφράσεις και ακόμη μετριότερη έκδοση. Το πάζλ ολοκληρώνεται με την αντικατάσταση του βιβλιοπώλη από τον εκάστοτε υπάλληλο που εκείνη τη στιγμή θα μπορούσε να μου ετοιμάζει τον καφέ μου. Και εννοείται πως δεν ρίχνω την ευθύνη στον υπάλληλο.
Στα μάτια μου, ο βιβλιοπώλης ισοδυναμεί με τον φαρμακοποιό της ψυχής μας. Σε κάθε γειτονιά υπάρχει κι ένα φαρμακείο, ο κόσμος εμπιστεύεται τον φαρμακοποιό, δημιουργεί κοινωνικές σχέσεις μαζί του, όταν δεν υπάρχει συνταγή γιατρού, σε απλές περιπτώσεις, θα χορηγήσει κάποια συνταγή, όχι γιατί προσπαθεί να επωφεληθεί από αυτό, αλλά γιατί θέλει με τον δικό του τρόπου να βοηθήσει. Το ίδιο ισχύει και για το βιβλιοπώλη. Μας περιμένει υπομονετικά να μπούμε στο μαγαζί του, να τον καλημερίσουμε, να του ζητήσουμε ένα βιβλίο, αν δεν υπάρχει, να μας προτείνει κάποιο άλλο, γιατί αν ο φαρμακοποιός γνωρίζει τα συστατικά για να αναρρώσουμε από μια αρρώστια, ο βιβλιοπώλης κρατά το κλειδί που θα ξεκλειδώσει τις ψυχικές μας αναζητήσεις. Δυστυχώς, στην Ελλάδα του 2017 την υποβάθμιση της παιδείας αναμενόμενα ακολούθησε και η υποβάθμιση του βιβλίου καθώς και των χώρων φιλοξενίας του.
Και μέσα σε όλο αυτά, υπάρχουν και οι βιβλιοθήκες. Αν ο βιβλιοπώλης θεωρείται ο φαρμακοποιός της ψυχής, τότε οι δημόσιες βιβλιοθήκες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν κέντρα αιμοδοσίας. Χώροι πολιτισμού παρηκμασμένοι και ξεχασμένοι από την πλειοψηφία. Ακριβώς όπως και τα κέντρα αιμοδοσίας. Χώροι που δημιουργήθηκαν για να φιλοξενούν το βιβλίο. Εκεί όπου τα βιβλία είναι τακτοποιημένα με αλφαβητική σειρά, χωρίς να πωλούνται δίπλα σε κρουασάν, να ζυγίζονται με το κιλό ή να παραχωρείται δώρο το ένα αν αγοράσεις άλλα τέσσερα, όπως συχνά προβάλλεται στην μικρή οθόνη, αλλοιώνοντας έτσι την άποψη του κόσμου για το βιβλίο.
Την ημέρα που ξεκίνησα να γράφω αυτό το κείμενο συμπληρώνονταν 69 χρόνια από τη γέννηση του Παύλου Σιδηρόπουλου. Πέρα από τις ευχές μου για καλή ανάγνωση στους αναγνώστες του Bookia για υπόλοιπο του καλοκαιριού, ως ελάχιστο φόρο τιμής στο μεγάλο αυτό τραγουδοποιό σκέφτηκα να παραφράσω έναν από τους πιο γνωστούς στίχους που τραγούδησε και να τον συνδυάσω με το θέμα του κειμένου: Υπερασπίσου το βιβλίο/ γιατί αν γλιτώσει το βιβλίο/υπάρχει επλίδα(;)...