Γράφει: Λεύκη Σαραντινού
Ο Μάνος Κοντολέων, αγαπημένος και πολυγραφότατος συγγραφέας, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1946 από γονείς που κατάγονταν απ' τη Σμύρνη. Σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά ασχολείται με τη λογοτεχνία από τα παιδικά του χρόνια δημοσιεύοντας κείμενα του στο περιοδικό "Διάπλαση των Παίδων".
Την πρώτη του εμφάνιση στα Γράμματα την κάνει το 1969 συμμετέχοντας σε ανθολογία νέων πεζογράφων και μετά από δέκα χρόνια κυκλοφορεί το πρώτο του βιβλίο. O Μάνος Κοντολέων ασχολείται με όλα τα είδη του πεζού λόγου: μυθιστόρημα, νουβέλα, διήγημα, παραμύθι και δοκίμιο. Είναι ταχτικός συνεργάτης διαφόρων περιοδικών και εφημερίδων (Αυγή, Βήμα, Διαβάζω, Τραμ, Πόρφυρας, Λέξη κ.ά. ) όπου και δημοσιεύει κριτικές, άρθρα και λογοτεχνικά κείμενα.
Είναι μέλος συντακτικής επιτροπής του περιοδικού "Διαδρομές στο χώρο της λογοτεχνίας για παιδιά και νέους". Γράφει σενάρια τηλεοπτικών προγραμμάτων για παιδιά με θέματα γύρω από το βιβλίο και κάνει πολύ συχνά ομιλίες για τα προβλήματα και τους στόχους της Λογοτεχνίας για παιδιά και νέους. Βιβλία του έχουν κατά καιρούς βραβευθεί από την Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών και από τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου. Κείμενά του (διηγήματα και άρθρα) περιλαμβάνονται σε διάφορες ανθολογίες πεζογραφίας και δοκιμίου.
O Μάνος Κοντολέων ζει στην Αθήνα μαζί με τη γυναίκα του και τα δυο παιδιά τους. Τον συναντήσαμε στο Bookia και μας μίλησε για το σύνολο του έργου του και τη Λογοτεχνία γενικότερα.
Κύριε Κοντολέων, οι περισσότεροι γύρω μας δε διαβάζουν και πιστεύουν ότι ζούμε σήμερα σε έναν κόσμο όπου το βιβλίο φθίνει γενικά. Το ερώτημα λοιπόν είναι γιατί συνεχίζετε να γράφετε εφόσον το αναγνωστικό κοινό μειώνεται; Κι εσείς και όλοι εμείς οι συγγραφείς, κατ’ επέκταση; Μήπως γράφουμε τελικά για εμάς τους ίδιους;
Ναι, γράφω για τον ίδιο τον εαυτό μου. Και πιστεύω πως κάθε καλλιτεχνικό έργο δημιουργείται γιατί καλύπτει αυτήν την εσωτερική ανάγκη έκφρασης του δημιουργού του. Στην ουσία αυτό που λέμε ‘ταλέντο’ δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια προσπάθεια συζήτησης με τον εαυτό μας. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει πως ο συγγραφέας δεν επιζητεί και να διαβαστεί από ένα όσο πλατύτερο κοινό γίνεται. Γιατί αμέσως μετά την ανάγκη συνομιλίας με τον εαυτό του, ο δημιουργός θέλει να επικοινωνήσει και με τους άλλους. Αλλά έχετε δίκιο, το αναγνωστικό κοινό φθίνει. Οι άνθρωποι εξοικειώνονται περισσότερο με τις εικόνες απ' ότι με τις λέξεις. Προσωπικά έχω πλέον φθάσει στο σημείο να πιστεύω πως η λογοτεχνία πεθαίνει… Με αργό θάνατο, αλλά σίγουρα αυτό θα συμβεί. Το φοβάμαι αυτό; Μπορεί, μα έτσι κι αλλιώς δε θα το γνωρίσω… Μήτε και η επόμενη γενιά από τη δική μου… Για τις μελλοντικές γενιές θα υπάρχει η αφήγηση μέσω της εικόνας.
Οι νέοι και τα παιδιά σήμερα έχουν απομακρυνθεί ιδιαίτερα από τη διαδικασία της ανάγνωσης. Πού αποδίδετε εσείς τα κύρια αίτια του φαινομένου; Θεωρείτε ότι γράφοντας βιβλία υπό πιο σύγχρονη οπτική και κοντά στα ενδιαφέροντά τους, όπως το τελευταίο σας πόνημα «Ο Μάρκος τα λέει... όλα!» θα καταφέρουμε να τα φέρουμε πίσω στον κόσμο του βιβλίου;
Μα σύμφωνα με τα όσα πιο πριν είπαμε, είναι φανερό πως τέτοια μορφής αισιοδοξία δεν έχω. Ξέρετε οι νέες γενιές, οι τόσο στενά δεμένες με την κίνηση της εικόνας και παράλληλα με την ταχύτατη ενημέρωση, δε θα μαθαίνουν να στέκονται πάνω από μια λέξη, μια φράση. Οι αντιδράσεις τους απέναντι σε μια ιδέα ή σε ένα γεγονός θα είναι σχεδόν στιγμιαίες. Αμέσως μια νέα εικόνα, μια νέα πληροφορία θα πέφτει πάνω τους. Δεν είμαι βέβαια ο ειδικός επιστήμονας για να έχω τεκμηριωμένη γνώμη σε αυτά τα θέματα. Περισσότερο με το ένστιχτο του συγγραφέα -του ανθρώπου, δηλαδή, που έχει μάθει να παρατηρεί- ομιλώ. Και παράλληλα στηρίζομαι σε καθημερινές διαπιστώσεις. Οι έφηβοι -σε αυτούς φαίνονται κυρίως όλα αυτά- δείχνουν με τον δικό τους τρόπο το προς τα που οδηγούμαστε.
Πιστεύετε ότι η κλασική λογοτεχνία με την οποία μεγάλωσαν παιδιά της δικής σας και της δικής μου γενιάς αποτελεί πλέον πολύ απαιτητικό ανάγνωσμα για τους σημερινούς νέους και γενικώς;
Ναι, το πιστεύω. Όμως δε θα χαρακτήριζα τα κλασικά έργα ως απαιτητικά για ένα σύγχρονο νεανικό κοινό. Απλούστατα οι τεχνικές της αφήγησης δεν αναγνωρίζονται από τους νέους. Οι πιθανές μεταφορές τους σε μια μορφή αφήγησης μέσω εικόνας και ήχου θα τους είναι περισσότερο ελκυστικές. Μα σίγουρα και με άλλο τρόπο θα τους επηρεάζουν.
Για όλη τη δική μας γενιά που μεγάλωσε με βιβλία όπως «Το ταξίδι που σκοτώνει» και το «Γεύση πικραμύγδαλου» είναι πραγματικά εντυπωσιακό να παρακολουθεί το πώς καταφέρνετε να συντονίζετε απόλυτα τα αναγνώσματά σας με τους σύγχρονους προβληματισμούς των νέων ανά εποχή. Πείτε μας πως ακριβώς το καταφέρνετε αυτό.
Απλούστατα δεν αφήνω τη σκέψη μου και τα συναισθήματά μου να γερνούν. Το σώμα είναι που δεν μπορεί κάποιος να το ελέγχει πλήρως. Μα το να αισθάνεσαι την παιδικότητα και τη νεότητα να σε συντροφεύουν και να καθορίζουν την καθημερινότητά σου είναι εφικτό. Φτάνει να το τολμάς… Και το λέω αυτό γιατί θέλει τόλμη να είσαι 60 ή 70 χρονών και να θέλεις να σκέφτεσαι και να αντιδράς ως δεκαπεντάρης ή και ακόμα ως δωδεκάχρονος. Τόλμη να βιώνεις τη νεανική σκέψη όντας μέσα σε ηλικιωμένο σώμα. Αλλά πιστέψτε με είναι πανέμορφο. Κι όσο μπορώ θα το συνεχίζω. Όσο μπορώ… Και το λέω αυτό καθώς διαπιστώνω πως οι αλλαγές πλέον είναι ταχύτατες. Αν υπάρχει θέμα να τις αφομοιώνει ένας νέος, πόσο πιο δύσκολο γίνεται να τις αφομοιώνει ένας που έχει στην πλάτη βαρύ χρονικό φορτίο.
Έχετε τεράστια εμπειρία στον χώρο της Λογοτεχνίας πλέον, τόσο ως συγγραφέας όσο και ως κριτικός λογοτεχνίας. Σας είναι πλέον πιο εύκολη η διαδικασία της συγγραφής ή κάθε φορά που γράφετε κάτι είναι σαν να είναι η πρώτη φορά;
Θα ήταν αναληθές να αμφισβητήσω την πείρα. Όπως σε κάθε εργασία έτσι και στη γραφή η εμπειρία είναι βασικό στοιχείο. Αλλά παράλληλα συνεχίζουν να υπάρχουν και όλες οι δυσκολίες που είχες και στα πρώτα σου έργα -στην ουσία μια και μόνη. Αυτή που έχει να κάνει να καταφέρεις να εκφράσεις την αλήθεια τη δική σου, μα και των ηρώων σου.
Αν σας έλεγαν να ξεχωρίσετε κάποια από τα βιβλία σας, ποια θα ήταν αυτά;
Δε χρειάζεται να μου το πει κάποιος άλλος. Το κάνω και μόνος μου. Κάθε νέο μου βιβλίο το τοποθετώ σε μια θέση ανάμεσα στα προηγούμενα. Αλλά είναι μια κατάταξη ιδιωτική. Κι άλλωστε, εκείνο που απόλυτα ξέρω και που σέβομαι είναι πως το κάθε βιβλίο που έχω γράψει είναι δημιούργημα των προηγουμένων του και αυτό με τη σειρά του θα συμβάλει στη δημιουργία όσων θα το ακολουθήσουν. Δε γίνομαι υπεροπτικός απέναντι στα δημιουργήματά μου. Από το σημαντικότερο έως το πλέον αδύναμο έχουν παίξει ρόλο στην πορεία που έχω διανύσει.
Για ποιον λόγο προτιμάτε να γράφετε για παιδιά και για νέους παρά για μεγάλους; Το λέω επειδή έχετε γράψει περισσότερα βιβλία για παιδιά παρά για ενήλικες.
Μετράτε τίτλους και κάπως έτσι λέτε πως τα παιδικά είναι περισσότερα. Αν μετρήσετε σελίδες, θα διαπιστώσετε πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Για παράδειγμα, η «Ερωτική Αγωγή» είναι κοντά 520 σελίδες και κάπου άλλες τόσες η «Μάσκα στο φεγγάρι». Ενώ τα "παιδικά" μου δεν υπερβαίνουν τις 130 σελίδες, ενώ τα εικονογραφημένα έχουν κείμενο σχεδόν δύο μόνο δαχτυλογραφημένων σελίδων. Οπότε… Ναι, ο χρόνος που έχω αφιερώσει και στα δυο είδη που γράφω είναι σχεδόν ισομοιρασμένος. Ακριβώς όπως ισομοιρασμένη υπήρξε και η ζωή μου ανάμεσα στους ενήλικους προβληματισμούς μου, στις εφηβικές επαναστάσεις μου και στις παιδικές απορίες μου.
Για ποιον λόγο πιστεύετε ότι η γνώση, το σχολείο και το βιβλίο γενικά γνωρίζουν σήμερα την υποβάθμιση και την απαξίωση;
Μα υποβάθμιση και απαξίωση υπάρχει σε όλη την καθημερινότητα όλων μας. Και κυρίως στην πολιτική σκέψη και πράξη. Ξέρετε, η γραφή και η παιδεία είναι άμεσα συνδεδεμένες με την πολιτική. Ο πολιτικός άνθρωπος εκλείπει και τη θέση του την παίρνει ο άνθρωπος καταναλωτής. Καταναλώνουμε τα πάντα -ακόμα και τις ιδέες, ακόμα και τα συναισθήματα… Άρα τι περιμένουνε διαφορετικό να συμβεί και στο σχολικό περιβάλλον;
Τι πρέπει να προσέχει, κατά τη γνώμη σας, ένας καλό κριτικός λογοτεχνίας; Είναι καλό να διαβάζει όλων των ειδών τα αναγνώσματα ή να επικεντρώνεται σε ορισμένα είδη μόνο;
Για μένα ο κριτικός λόγος είναι ένας δευτερογενής, ένας ενδιάμεσος λόγος ανάμεσα στο συγγραφέα, στο κείμενο και στον αναγνώστη. Δεν είναι εξουσιαστικός λόγος. Οπότε για να μπορώ να έχω μια ειλικρινή και αποδοτική κριτική επικοινωνία με τον μελλοντικό αναγνώστη του έργου το οποίο "κρίνω", θα πρέπει να διαθέτω μια επαρκέστατη εμπειρία. Και συνήθως κάτι τέτοιο επιτυγχάνεται με τη στοχευμένη προς ένα είδος λογοτεχνίας.
Με ποιον ακριβώς τρόπο θεωρείτε ότι η ανάγνωση βιβλίων βοηθά στη συγγραφή;
Μέσα από την ανάγνωση βιβλίων διευρύνεις τις δικές σου εμπειρίες, απόψεις και γνώσεις. Σου προσφέρονται διαφορετικές θεάσεις του κόσμου, σου εμπλουτίζουν όχι μόνο το λεξιλόγιο σου αλλά και τον τρόπο να οράς τον κόσμο των άλλων. Είναι μια διαδικασία που ποτέ δεν τελειώνει. Ποτέ δεν ολοκληρώνεται. Συνεχώς και κάτι νέο έχει να πάρεις.
Κύριε Κοντολέων, σας ευχαριστώ θερμά για τη συνομιλία μας και εύχομαι ό,τι καλύτερο!
Εγώ σας ευχαριστώ και εύχομαι με τη σειρά μου κάθε καλό σε εσάς και στους φίλους του Bookia.