Γράφει: Αγγελική-Ειρήνη Μήτση
Τη Σοφία Στεκουλέα τη γνώρισα σε έναν χώρο δράσης κοινωνικής αλληλεγγύης, τρία χρόνια πριν. Γύρω της συμπορευτές οι δυο γιοί της και ο άντρας της. Τότε έμαθα ότι ήταν και η συγγραφέας δύο υπέροχων αναγνωσμάτων. «Η γύμνια της γιούκας» και «Μια πεταλούδα στην Πανεπιστημίου». Πρώτα διάβασα την Πεταλούδα. Αργότερα, όταν ήμουν έγκυος στην κόρη μου, διάβασα τη Γιούκα μέσα σε μια νύχτα!
Οι σελίδες του μυρίζουν Ελλάδα του '80. Από τον χαρακτήρα των ηρωίδων του, από τις εικόνες των συναισθημάτων τους. Μιλάει για αληθινούς ανθρώπους, σε αληθινές διαστάσεις, με αποφάσεις γενναίες μέσα από την απλότητά τους. Δείχνει κομμάτια καθημερινότητας και αγώνα ανθρώπων μέσα στην μεγαλοσύνη τους και όχι μέσα στην ευκολία τους. Έρωτας, φιλία, γονεϊκή σχέση, θάνατος απλώνονται μπροστά στον αναγνώστη και τον προκαλούν να πάρει θέση!
Είχα τη χαρά να κρατήσουμε επαφές και έτσι προέκυψε μέσα από τις κουβέντες «ζωής» -όπως τις λέω- να μιλήσουμε για την μητρότητα, τη συγγραφή, το θάνατο και τη ζωή.
Το βιβλίο «Η γύμνια της γιούκας» στο Bookia.
Το βιβλίο «Μια πεταλούδα στην Πανεπιστημίου» στο Bookia.
Η συγγραφέας Σοφία Στεκουλέα στο Bookia.
Ε: Η δημοσιογραφική σου ιδιότητα πόσο επηρέασε τη συγγραφή σου;
Α: Για τον συγγραφέα η δημοσιογραφική ιδιότητα, όταν προηγείται, του αφαιρεί αυτόματα τον «πρότερο έντιμο βίο». Οι αναγνώστες δεν εμπιστεύονται τον δημοσιογράφο που παύουν οι λέξεις του να «καρφώνονται» και ζητούν να τον πλανέψουν με την τέχνη του λόγου. Το έχεις «δημοσιογραφική πένα» ακόμα και ως κριτική καλόπιστη πληγώνει τον λογοτέχνη, τον κάνει να ξεχνά τις διαδρομές του ρεπορτάζ που του έμαθαν να ακούει τους ανθρώπους, να τους παρατηρεί, να νιώθει τις ανάγκες τους, να μην χάνεται στα περιττά, να στοχεύει πάντα στο ουσιώδες.
Όταν πλάθω τα κεντρικά πρόσωπα των βιβλίων μου είναι τα βλέμματα, οι φωνές, οι γκριμάτσες, τα δάκρυα, ο πόνος, η χαρά, τα τοπία που έχω συλλέξει από την πορεία της ζωής μου. Ζωής δεμένης και με την δημοσιογραφική μου ιδιότητα.
Ε: Ως μητέρα πώς ισορρόπησες τη συγγραφή στην καθημερινότητά σου;
Α: Υπήρξαν σκέψεις που κατέγραψα κι ύστερα γεννήθηκαν οι χαρακτήρες που υπερασπίστηκαν τις σκέψεις. Όλα αυτά σε διάρκεια ολιγόλεπτης αναμονής έξω από σχολεία, φροντιστήρια, ωδεία, ουρές ταμείων, πάρκα. Έπειτα ακολούθησε σκληρή δουλειά για να δομηθεί το μυθιστόρημα σε ώρες που έκοβα από εμένα. Έχανα τις μέρες με το να με κυνηγά ο χρόνος για να προλάβω τις υποχρεώσεις που γεννά η μητρότητα και χανόμουν τις νύχτες με το να δένω τα γραφόμενα. Έχω σκεφτεί πολλές φορές να γράψω για το πόσο δύσκολο ήταν και είναι να μεγαλώνουν τα παιδιά μου παρέα με τους ήρωες των βιβλίων μου, μα θα είναι σαν να γράφω για το πώς είναι να είμαι μητέρα. Άλλωστε τα αγόρια μου αναφέρονται στα βιβλία μου ως «οι κόρες σου».
Ε: Στο βιβλίο "Η γύμνια της γιούκας" παρατήρησα ένα κινηματογραφικό βλέμμα. Αυτή είναι και η ματιά που ηθελημένα έχεις απέναντι στο βιβλίο σου;
Α: Αυτή είναι η ματιά μου. Είμαι παιδί της εικόνας, του κινηματογράφου. Για μένα οι λέξεις είναι εικόνες με χρώματα και συναισθήματα, με μυρωδιές και γεύσεις, με βλέμματα και αγγίγματα. Τα αναζητώ στον γραπτό λόγο μου μα ακόμα κι αν επιλέξω να μην υπάρξουν εικόνα θα γεννιέται από την απουσία τους.
Ε: Υπάρχουν βιογραφικά στοιχεία στο βιβλίο; Τα θεωρείς απαραίτητο εφαλτήριο για τη συγγραφή;
Α: Ναι. Τα πρόσωπα των βιβλίων μου ομολογώ ότι με έχουν «κλέψει». Ερωτεύονται, διστάζουν, εγκαταλείπουν, μισούν, ψεύδονται, φοβούνται, πληγώνουν, κρύβονται όπως εγώ. Η αγάπη τους απελευθερώνει όπως και μένα. Αυτή η σχέση με τα πρόσωπα των βιβλίων μου λειτουργεί για μένα, δεν ξέρω για άλλους δημιουργούς, άλλωστε δεν υπάρχει σωστό και λάθος στην δημιουργία μόνο αλήθεια, η αλήθεια του δημιουργού που θέλει να τη μοιραστεί.
Ε: Στο βιβλίο δείχνεις την ισορροπία στη Ζωή και το Θάνατο. Τι είναι για σένα αυτά τα δύο;
Α: Το ζευγάρι της δημιουργίας είναι για μένα. Ζω, πορεύομαι, σκοπεύω (με την έννοια του τέλους). Η γνώση του ό,τι γεννιέται πεθαίνει έρχεται για άλλους αργά και για άλλους γρήγορα. Το μάθημα πάντα επώδυνο μα εκεί ακριβώς, μες την θνησιμότητά σου, μαθαίνεις να εκτιμάς το ό,τι έχεις, να γνωρίσεις το ποιος είσαι και το πώς θέλεις να χρησιμοποιήσεις το δώρο της ζωής που σου δόθηκε στον περιορισμένο χρόνο σου. Το είμαι θνητός είναι το μεγαλείο του ανθρώπου. Μόνο το τώρα έχει να μοιραστεί, να αγκαλιάσει, να κατανοήσει, να συγχωρέσει, να ανακαλύψει, να χτίσει, να επινοήσει. Για μένα το ερώτημα είναι: Θέλουμε σε αυτό το «πέρασμα» να αφήσουμε, ερείπια και απαξίωση; Αν ναι, να το κάνουμε εν πλήρη γνώση. Εδώ δεν υπάρχουν κατά λάθος και δεν ήξερα. Στον αιώνα μας δεν υπάρχουν… συγχωροχάρτια.
Ευχαριστώ Σοφία, περιμένω με ανυπομονησία το “ΝΤΟΥΚΑΤΕΜΕ”!