Επιμένω σ’ έναν άλλο κόσμο.
Τον έχω τόσο ονειρευτεί,
τόσο πολύ έχω σεργιανήσει μέσα του
που πια
είναι αδύνατο να μην υπάρχει.
Όταν πριν δύο χρόνια περίπου βρέθηκε στα χέρια μου αυτό το ποίημα, από τον πρώτο κιόλας στίχο του με είχε μαγνητίσει. Μου είχε φέρει το ποίημα - γραμμένο σε χαρτί - ένας φίλος, γνωρίζοντας πως θα μου αρέσει μα αγνοώντας σε ποιον ανήκει...
Η αναζήτηση με οδήγησε στον Χρίστο Λάσκαρη, ποιητή της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς και μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
Ο Χρίστος Λάσκαρης γεννήθηκε το 1931 στο Χάβαρι Ηλείας, σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Τρίπολης, εργάστηκε ως την συνταξιοδότηση του στον Ασφαλιστικό Οργανισμό Αστικών Λεωφορείων Πατρών και αφοσιώθηκε στην ποίηση.
Εμφανίζεται στην λογοτεχνία σε μεγάλη σχετικά ηλικία (1970) και επιλέγει να κινηθεί, θα έλεγα, κάπως αθόρυβα στους δρόμους της ποίησης, πιο μακριά από τους αναμμένους προβολείς, αφήνοντας πίσω του το δικό του ύφος.
Ερωτικός και υπαρξιακός ποιητής σε βάθος, με μινιμαλιστική κυρίως γραφή, ρηματικό λόγο γεμάτο εικόνες, συναισθήματα και λέξεις κλειδιά, δημιουργεί εκείνη την γέφυρα που χρειάζεται ο αναγνώστης για να διαβεί από τον κόσμο του στον κόσμο του ποιητή.
Ο χρόνος, η ζωή, ο έρωτας, ο θάνατος, η μνήμη, η μοναξιά, η σιωπή, η λύπη, η νοσταλγία όσων πέρασαν, αποτυπώνονται στην ποίηση του άλλες φορές ξεκάθαρα και άλλες υπαινικτικά, αφήνοντας στον αναγνώστη το περιθώριο μες στην μοναχική του ανάγνωση να τα ανακαλύψει.
Με αρκετές ποιητικές συλλογές στην βιβλιογραφία του και πολλές μεταφράσεις των ποιημάτων του σε ξένες γλώσσες, το 2007 βραβεύεται με το διεθνές Βραβείο ποίησης Καβάφη από το Ινστιτούτο Μελετών Ανατολικής παράδοσης Μοχάμεντ Άλι του Καΐρου.
Ο ίδιος υπήρξε μεγάλος λάτρης της ποίησης του «Αλεξανδρινού» Καβάφη, «Ανήκω στην Καβαφική ποίηση και στην Παλατινή Ανθολογία», είχε πει.
Πεθαίνει το 2008 στην Πάτρα σε ηλικία 77 ετών.
Τα ποιήματα που έχω επιλέξει να συμπεριλάβω σε αυτό το άρθρο, είναι επιλογές από την συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του με τίτλο Ποιήματα που κυκλοφόρησε το 2004 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης.
Αθωότητα
Δεν ξέρει τίποτα η αυγή
όταν χαράζει ευτυχισμένη
και δυναμώνει
και σε ημέρα ξετυλίγεται∙
τίποτα
απ’ το σκοτάδι που ζυγώνει.
Οι δύο λέξεις
Θ' αρχίσω με τη λέξη έρωτας
και θα τελειώσω
με τη λέξη χώμα.
Τις ενδιάμεσες,
θαρρώ πως τις μαντεύετε.
Εχτές και σήμερα
Φιλιά εχτές∙
και σήμερα
το βασανιστικό άρωμα της.
Θέλω μονάχα
Δε θέλω να ξέρω κανόνες για την Ποίηση
ούτε τι γράφουνε γι’ αυτήν
οι σπουδασμένοι.
Θέλω μονάχα
να με απορροφάει,
όλο να με απορροφάει η μουσική
για να μπορώ μέσα στα ποιήματα μου
να σωπαίνω.
Σαν επίλογο αφήνω ένα αγαπημένο μου ποίημα του που μέσα κλείνει την δική του αφαιρετική σκοπιά που είχε για την ποίηση:
Ποιητική τέχνη
Ας δούμε το δέντρο.
Τι κάνει σε καιρό ανθοφορίας.
Κανόνας:
δεν κρατάει ποτέ
όλα τα άνθη του.
πολλά τα ρίχνει.