Γράφει: Μανώλης Γεωργιάδης
(Με αφορμή το δοκίμιο «Συζητώντας για το αστυνομικό μυθιστόρημα», της Π. Ντ. Τζέιμς)
Το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι ένα παιχνίδι εξαπάτησης μεταξύ των ηρώων και μεταξύ συγγραφέα και αναγνώστη. Όταν ο Έντγκαρ Άλαν Πόε και ο Άρθρουρ Κόναν Ντόυλ, οι οποίοι μοιράζονται την επινόηση της αστυνομικής λογοτεχνίας, ξεκίνησαν δειλά δειλά να γράφουν τα πρώτα τους διηγήματα, ήταν αδιανόητο να φανταστούν ότι μετά από τουλάχιστον έναν αιώνα το παιχνίδι τους αυτό θα διαβαζόταν ανά τον κόσμο μέχρι και σε ηλεκτρονική μορφή. Σχεδόν ενάμισι αιώνα μετά, το αστυνομικό μυθιστόρημα γνώρισε περιόδους άνθισης και περιόδους παρακμής. Το ευχάριστο για τους αναγνώστες του είναι πως, παρόλο που χρειάστηκε να διαφοροποιηθεί, παραμένει ακόμα ζωντανό τόσο στην αγορά του βιβλίου από άποψη διαχρονικότητας, όσο και στις καρδιές τους από άποψη εμπιστοσύνης. Έπειτα από αυτό το ταξίδι στο χρόνο, το ερώτημα που προέκυψε είναι το εξής: «Βαδίζει σήμερα η αστυνομική λογοτεχνία στο σωστό δρόμο;».
Η σημαντικότερη περίοδος άνθισης της αστυνομικής λογοτεχνίας θεωρείται η περίοδος του Μεσοπολέμου, γνωστή και ως «Χρυσή Εποχή». Σε αυτήν την περίοδο μεγαλούργησαν μεγάλα ονόματα του χώρου όπως η Ντόροθι Σέγιερς, ο Έντμοντ Κρίσπιν και η ανεπανάληπτη Αγκάθα Κρίστι. Σε γενικές γραμμές, τα χαρακτηριστικά των αστυνομικών μυθιστορημάτων εκείνης της εποχής εμφανίζουν αρκετά κοινά μεταξύ τους στοιχεία. Φερ’ ειπείν, μικρά σε έκταση, περί των διακοσίων με τριακόσιες σελίδες, ήταν αρκετά για να εκφράσουν όλα όσα ο συγγραφέας ήθελε να περάσει. Το καινούριο στοιχείο που έφερε η αύρα της εποχής, ήταν η αντικατάσταση χαρακτήρων τύπου Γουότσον, οι οποίοι κατάντησαν βαρετοί, εξαιτίας της ιδιότητάς τους να βρίσκονται κοντά στην πραγματικότητα των αναγνωστών, αντίθετοι με την αληθοφάνεια των υπόλοιπων πρωταγωνιστών. Ως εκ τούτου, οι ίδιοι οι συγγραφείς έδιναν μεγαλύτερη έμφαση στην πλοκή και την πρωτοτυπία του φόνου. Αντίθετα υποτιμήθηκε τόσο το σκηνικό όσο και οι χαρακτήρες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το στερεοτυπικό προφίλ του δολοφόνου. Σε πολλά από αυτά ο δολοφόνος είναι Κινέζος, εκφράζοντας έτσι την απειλή που πίστευαν οι κοινωνίες πως καταφθάνει από την Ανατολή. Μια ακόμα κακή συνήθεια που επηρέασε τους συγγραφείς της «Χρυσής Εποχής» ήταν η περιορισμένη θέση της γυναίκας. Θαυμαστές εξαιρέσεις εμφανίζονταν πάντα (βλέπε Μις Μάρμπλ), όμως ακόμα και σε αυτές οι ντεντέκτιβ ήταν ερασιτέχνες, καθώς σπάνια συναντούσες γυναικεία παρουσία σε οποιοδήποτε επαγγελματικό τομέα. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το είδος βρισκόταν ακόμα σε πρώιμα στάδια, είχαν ως αποτέλεσμα το έγκλημα να παρουσιάζεται ως αίνιγμα ή σπαζοκεφαλιά. Παρόλα αυτά, η κατακλείδα της Χρυσής Εποχής καθρεφτίζεται στα βιβλία της Αγκάθα Κρίστι και σε μια παραδοχή του Ρόμπερτ Γκρέιβς για το μεγαλείο της σε επιστολή του τον Ιούλιο του 1944:
«Το καλύτερο έργο της Αγκάθα, όπως του Γούντχαους και του Νόελ Κάουαρντ, είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ευχάριστης γραφής της εποχής και μια μέρα θα αναδειχθεί ως χαρακτηριστικό όλης της αξιόλογης λογοτεχνίας. Ως γραφή δεν είναι ξεχωριστό, αλλά ως μύθος είναι υπέροχο.»
Φτάνοντας στο σήμερα, μπορούμε εύκολα να διαπιστώσουμε πόσο πολύ έχουν αλλάξει τα δεδομένα. Τα βιβλία των τριακοσίων σελίδων αντικαταστάθηκαν από τόμους των εξακοσίων και πλέον. Που οφείλεται αυτό; Στο γεγονός ότι στη συγκεκριμένη περίοδο δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στο χαρακτήρα του ντεντέκτιβ -ο οποίος ευτυχώς μπορεί να είναι και γυναίκα- αλλά και των υπόλοιπων πρωταγωνιστών. Εκτός αυτού, για τη συγγραφή ενός βιβλίου τέτοιου όγκου, απαιτείται αναλυτική έρευνα, κυρίως γύρω από το σκηνικό του φόνου. Σε αυτό συνηγορεί το γεγονός πως σήμερα επικρατεί άκρατος ρεαλισμός. Δηλαδή, διαβάζοντας ένα σύγχρονο αστυνομικό έργο, ο αναγνώστης δεν αισθάνεται πως οι χαρακτήρες ζουν σε μια δική τους φανταστική κοινωνία. Αντιθέτως, αφουγκράζεται πως αποτελούν κομμάτι της δικής μας. Επίσης, ο επαγγελματίας ντεντέκτιβ υπερίσχυσε του ερασιτέχνη, μιας και δεν μπορεί να θεωρηθεί πια «χόμπι» η διαλεύκανση ενός εγκλήματος. Οι περιγραφές των φόνων είναι λεπτομερείς και βρίθουν από επιθετικούς προσδιορισμούς που χαρακτηρίζουν την ωμότητα της πράξης. Η εμφάνιση τόσων λεπτομερειών και προσώπων οδήγησε στην κατάργηση της τάσης της Χρυσής Εποχής να θεωρεί το μυθιστόρημα αίνιγμα, με αποτέλεσμα να αυξάνεται το παιχνίδι εξαπάτησης μεταξύ των πρωταγωνιστών, αλλά να μειώνεται αυτό μεταξύ συγγραφέα και αναγνώστη. Συμπερασματικά, οι τωρινοί συγγραφείς κατάφεραν να εξελίξουν την υψηλή οργανωτική δομή της Χρυσής Εποχής σε επίπεδα εντυπωσιακά. Από την άλλη πλευρά, δημιούργησαν ένα λαβύρινθο από στοιχεία που εξανάγκασαν τον ήρωά τους να χρειαστεί, πέρα από τη λογική σκέψη, την τύχη και τη διαίσθηση για να οδηγηθεί τελικά στο δολοφόνο.
Ο Άντονι Τρόλοπ, στη βιογραφία του που κυκλοφόρησε μετά το θάνατό του, το 1883 αναφέρει το εξής:
«Ένα καλό μυθιστόρημα πρέπει να είναι και τα δύο (ρεαλιστικό και εντυπωσιακό) και να διαθέτει τα δύο αυτά στοιχεία στο μέγιστο βαθμό. Πρέπει να υπάρχει αλήθεια, αλήθεια στις περιγραφές, αλήθεια στους χαρακτήρες, ανθρώπινη αλήθεια ανδρών και γυναικών. Αν υπάρχει τόσο πολύ αλήθεια, δεν βλέπω πως ένα μυθιστόρημα μπορεί να είναι πάρα πολύ εντυπωσιακό.»
Το ερώτημα που προκύπτει, και επαναφέρει ως επακόλουθο και το αρχικό, είναι εάν τελικά οι σύγχρονοι συγγραφείς το ‘χουν παρακάνει με το αληθινό.
Φυσικά, για άλλη μια φορά, η απάντηση δίνεται μέσω της σύγκρισης με τη Χρυσή Εποχή. Οι ντεντέκτιβ εκείνης της εποχής γίνονταν –και εξακολουθούν- συμπαθητικοί στο αναγνωστικό κοινό, ακριβώς επειδή δεν θα μπορούσαν να σταθούν ως πραγματικές οντότητες στο αστυνομικό σώμα. Στο δοκίμιό της με θέμα «Συζητώντας για την αστυνομική λογοτεχνία» η Π. Ντ. Τζέιμς καταλήγει:
«Μήπως όμως κινδυνεύουμε να περιορίσουμε τον μυθιστορηματικό αξιωματικό της αστυνομίας σε ένα στερεότυπο –μοναχικός, διαζευγμένος, πότης, ψυχολογικά στερημένος και απογοητευμένος;»
Οι σημερινοί συγγραφείς στην προσπάθειά τους να δημιουργήσουν χαρακτήρες που να αντανακλούν τα προβλήματα των ανθρώπων της εποχής τους, αυτό που κατάφεραν, ήταν να γεννήσουν χαρακτήρες που πρώτα από όλα προκαλούν λύπηση και συμπόνια, παρά συμπάθεια. Κάπως έτσι, περάσαμε από τον εγκληματία-στερεότυπο της Χρυσής Εποχής στον ντεντέκτιβ-στερεότυπο του σήμερα.
Σε κάθε αστυνομικό μυθιστόρημα υπάρχει ένα χαρακτηριστικό με το οποίο ο συγγραφέας προσπαθεί να εκφράσει τη μεγαλοφυΐα του και να αποδείξει πως διαφέρει από τους υπόλοιπους στο είδος του. Στη Χρυσή Εποχή, αυτό συνέβαινε μέσω της πλοκής ή της πρωτοτυπίας του φόνου. Σε μερικές περιπτώσεις, μάλιστα, οι φόνοι που επινοούσαν ήταν τόσο ευφάνταστοι που πρακτικά θεωρούνταν σχεδόν ακατόρθωτοι. Στις μέρες μας, οι συγγραφείς σκαρφίζονται προς το τέλος του βιβλίου κάποια ανατροπή του διαφαινόμενου δολοφόνου, στηριζόμενοι στο αξίωμα της Αγκάθα Κρίστι πως όλοι οι χαρακτήρες ενός έργου πρέπει να περνούν από τη θέση του δολοφόνου. Ως επί το πλείστον, δεν είναι άσχημο ως ιδέα, όμως είναι συνήθως καταστροφικό ως υλοποίηση. Οι ανατροπές αυτές είναι δύσκολο να υποστηριχθούν, διότι ανταποκρίνονται καλύτερα στο περιβάλλον του σινεμά, εκεί, όπου δεν απαιτείται η συγγραφή δεκάδων σελίδων για να ταιριάξουν με το υπόλοιπο κείμενο. Σελίδες που κατά κύριο λόγο προκαλούν σύγχυση. Ειδικά, σε συνδυασμό με τον υπόλοιπο κυκεώνα λεπτομερειών για το φόνο και τους χαρακτήρες.
Είναι αλήθεια πως ο εκάστοτε σημερινός ντεντέκτιβ οφείλει να έχει στο κεφάλι του έναν υπολογιστή για να λύσει το έγκλημα και επιπρόσθετα να υπερβεί τα προσωπικά πάθη του που τον κρατούν μακρυά από την υπόθεση. Κατά βάση τα καταφέρνει. Βέβαια για τον Πουαρό η εξιχνίαση ενός φόνου είναι ικανοποίηση. Για το σύγχρονο ντεντέκτιβ είναι απλώς μία ακόμα μέρα στη δουλειά. Για την Κρίστι δηλώνει την ανάγκη να αφηγηθεί μια ακόμα ιστορία. Για τον σημερινό συγγραφέα σημαίνει ένα ακόμη best seller, ή έστω ένα βήμα πιο κοντά σε αυτό. Αν είχαμε τη δυνατότητα να πάρουμε συνέντευξη από τον Πουαρό και από ένα σημερινό ντεντέκτιβ, στην ερώτηση αν αγαπούν το επάγγελμά τους, ο Πουαρό θα απαντούσε:
«Εξιχνιάζω εγκλήματα ακόμα και στον ύπνο μου!»,
ενώ ο σημερινός ντεντέκτιβ:
«Κάθε έγκλημα με φέρνει πιο κοντά στη σύνταξη…»
Οι σημερινοί συγγραφείς, αντί να πλάθουν πρότυπα προς υιοθέτηση, δημιουργούν πρότυπα προς αποφυγή. Προφανώς, κανένας τη δεκαετία του 1930 διαβάζοντας το «Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές» δεν σηκώθηκε από το κρεβάτι το επόμενο πρωί και αναφώνησε: «Θέλω να γίνω Πουαρό!». Παρόλα αυτά, τα βιβλία της εποχής εκείνης όσο κι αν έχουν κατηγορηθεί ως παραλογοτεχνία, είναι βιβλία για να ξεφεύγεις. Ας μην λησμονηθεί πως, την περίοδο του Μεσοπολέμου, ο κόσμος είχε να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα δύο παγκοσμίων πολέμων και το καταστροφικό οικονομικό κραχ του 1928. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, έβρισκε την ασφάλεια που αναζητούσε στα βιβλία των ντεντέκτιβ της εποχής. Τότε, οι συγγραφείς, αφουγκραζόμενοι την ανάγκη αυτή, έπλαθαν ιστορίες που ακόμα και σήμερα γοητεύουν. Αντιθέτως, οι σημερινές ιστορίες έχουν ξεπεράσει κατά πολύ τον μύθο και έχουν αγγίξει την πραγματικότητα. Δυστυχώς, οι σύγχρονοι συγγραφείς έχουν προσκολλήσει τόσο στο προσδιορισμό «αστυνομική», που τείνουν να ξεχάσουν το σκοπό που ονομάζεται «λογοτεχνία».
Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να ξεκαθαρίσω πως, σε καμία περίπτωση, η κριτική που ασκείται δεν τσουβαλιάζει τον σύνολο των συγγραφέων της σημερινής γενιάς. Προφανώς, υπάρχουν αξιόλογοι συγγραφείς. Όπως επίσης, δεν αγιοποιώ τα βιβλία της Χρυσής Εποχής ή εκμηδενίζω τα σύγχρονα. Σίγουρα υπάρχουν τρανταχτές ατέλειες στα πρώτα, όπως και λαμπρές καινοτομίες στα δεύτερα. Ωστόσο, μου είναι αδύνατο να μην καταγράψω τα δεδομένα και τις τάσεις της εποχής που βιώνουμε. Για αυτό το λόγο, πιστεύω ακράδαντα πως η τωρινή γενιά αστυνομικών συγγραφέων οφείλει να επανεξετάσει τους λόγους για τους οποίους γράφει ένα μυθιστόρημα. Πιστεύω ακόμη, πως πρέπει να εκτιμήσουν την αξία εκείνων των βιβλίων, να κρατήσουν τα καλά τους στοιχεία και να διώξουν τα άσχημα. Τελικά, όσες σελίδες κι αν γράψω, την καλύτερη συμβουλή μπορεί να τη δώσει μια συγγραφέας που ασχολήθηκε για πενήντα χρόνια με τη συγγραφή αστυνομικής λογοτεχνίας, η Π. Ντ. Τζέιμς:
Πιο σημαντική είναι η προσωπική φωνή του συγγραφέα, η αλήθεια του κόσμου που δημιούργησε και η δύναμη και η πρωτοτυπία της γραφής του.»
Εκεί εντοπίζεται η έλλειψη σήμερα. Με βάση αυτό, οφείλω να ομολογήσω πως ο μόνος λόγος που μπορώ να σκεφτώ τον Πουαρό αλκοολικό, να πίνει σε ένα μπαρ μέχρι τις 6 το πρωί, για να ξεφύγει από τον προσωπικό του λαβύρινθο, είναι, γιατί σε μια έρευνα μπέρδεψε το βιτριόλι με το κώνειο. Στη σκέψη αυτή πλημυρίζω χαρά, καθώς αυτό, για μένα, εξηγεί από μόνο του στον χαρακτηρισμό «αστυνομική» τον τίτλο «λογοτεχνία».