Γράφει: Μαίρη Ζαχαράκη
Αν Τα αχνά φώτα της Μάρφα είχαν άρωμα ίσως ήταν αυτό του αμετάκλητου, της ιλιγγιώδης λαχτάρας για ζωή έξω από τα μέτρα και τα σταθμά, ενός υπό κατάρρευση κόσμου. Οι ιστορίες του Νίκου Τσιπόκα είναι σαν τις γραμμές που αφήνουν τα αεροπλάνα στον ουρανό όταν ο ήλιος δύει. Παίρνουν το χρώμα της σκέψης του αναγνώστη. Οι λέξεις του τρυφερές μέσα στην αγριότητα τους, δε σε κοιμίζουν σε ταρακουνούν. Δεν είναι μυωπικές, παραμορφωτικές έχουν το σχήμα που πρέπει, για να νιώσεις πως η ελευθερία δεν είναι απλά μία πράξη, ένα όνειρο, μια κοφτή ανάσα αλλά κάτι που διεκδικείς κάθε στιγμή ή εκείνη ακριβώς που σπας το φράγμα των φόβων σου.
Το οπισθόφυλλο υπόσχεται 21 μοναδικές ιστορίες μα μην ξεγελιέστε είναι πολύ περισσότερες γιατί και οι δεύτεροι και τρίτοι ρόλοι έχουν την ευκαιρία να ξετυλίξουν ένα κομμάτι της διαδρομής τους. Ακόμη και τα αντικείμενα, οι αντικατοπτρισμοί, ο έρωτας, οι πόλεις, τα κατά συνθήκη ψέματα, οι πνιγηρές αλήθειες, ο χρόνος όλα έχουν κάτι να αφηγηθούν.
Σε άλλους, αυτές οι 21 ταινίες μικρού μήκους φέρνουν δάκρυα στα μάτια ενώ σε κάποιους κατάφεραν μια αιφνιδιαστική γροθιά κάτω από τη ζώνη. Έτσι είναι όταν έρχεσαι σε επαφή με μία τόσο καλή πένα, που δεν έχεις τίποτα να της προσάψεις. Απλά αφήνεσαι στο ταξίδι της, χωρίς πυξίδα, χωρίς αναστολές. «Το «see you soon» που έγραψες στο προστατευτικό πλεξιγκλάς, πάνω στην άχνα της ανάσας σου, ξεθόλωσε και σβήστηκε. Το κόμικ που διάλεξαν και σου χάρισαν οι μικροί σου ήρωες, ήταν το Ρομπέν των δασών, του Κάρλος Κορνέχο.»
Το βιβλίο «Τα αχνά φώτα της Μάρφα» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κέδρος, δε θα έφτανε ποτέ στα χέρια μου αν δε μου το έστελνε ο φίλος μου τραγουδοποιός και πολλά άλλα Αδριανός Νόνης.
Σκέφτηκα λοιπόν να κάνω πρώτα μία συνέντευξη μαζί του, για να δω πως θα μας συστήσει τον συγγραφέα και το βιβλίο.
Ο Αδριανός Νόνης γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στο Ναύπλιο. Πήρε τα πρώτα του μουσικά μαθήματα απ’ τον Μιχάλη Παγίδα. Σπούδασε ανώτερα θεωρητικά και κιθάρα στο Ορφείο Ωδείο Αθηνών. Ταυτόχρονα εμφανιζόταν ως κιθαρίστας-τραγουδιστής σε μουσικές σκηνές της Αθήνας. Το 1998 δημιουργούνται οι ΑΝΙΜΑ όπου παίζει κιθάρα και γράφει μουσική και το 2000 κυκλοφορούν οι «Παράξενες μέρες» από την Ano Kato Records. Το 2005 το τραγούδι του «σ' αγαπω» κυκλοφορεί με τους 4play απ' την virusmusic. Το 2007 συμμετέχει στο φεστιβάλ τραγουδιού Θεσσαλονίκης ως συνθέτης και στιχουργός με το τραγούδι «κοίτα με».Το 2008 παρουσιάζει στο booze coperativa το τραγούδι «να σε ζητάω» μέσα απ' την συνεργασία του με τα σεμινάρια στιχουργικής του Θράσου Καμινάκη και της Δήμητρας Γαλάνη στο Μικρό Πολυτεχνείο, υπό την καλλιτεχνική επιμέλεια του Θοδωρή Κοτονιά. Την ίδια χρονιά συμμετέχει στο φεστιβάλ τραγουδιού Θεσσαλονίκης με το τραγούδι «ο τοίχος».
Το Δεκέμβρη του 2010 κυκλοφορεί το άλμπουμ με τίτλο «χαμογελάω» και επιμελείται την μουσική στο έργο blitz, το παιχνιδι των δυο φυλ(λ)ων, του Θράσου Καμινάκη σε σκηνοθεσία Δημήτρη Κανέλλου.Το 2013 κυκλοφορούν τα τραγούδια του «χαρταετός» και «το γεράνι» που ερμηνεύει η Λιζέτα Καλημέρη και συμμετέχει ως μουσικός και ερμηνευτης στο άλμπουμ «Ονειρα σφραγίζω» της Εύας Λουκατου.Το 2014 τραγουδαει για την παράσταση «καυγαδίζοντας με τον Γκολντόνι» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Κανέλλου και μουσική επιμέλεια του Γιώργου Ανδρέου στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο.
Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί το τραγούδι του «Σαν το φτερό» που ερμηνεύει η Ελένη Νόνη και συμμετέχει στο άλμπουμ «Μικρόγειος» του Απόστολου Καλτσά ως ένας από τους βασικούς ερμηνευτές του δίσκου ενώ το 2015 συμμετέχει ερμηνευτικά στον δίσκο «Κρυμμένα θαύματα» του Βασίλη Σαλταγιάννη. To 2017 κυκλοφόρησε το Single «Έλα», το 2018 το Single "Σπίθες" και το 2019 το Single "το φίλτρο" απ' τις μουσικές παραγωγές Μικρός Ήρως.Το 2019 συμμετείχε ως μουσικός και βασικός ερμηνευτής στη μουσικοθεατρική παράσταση-αφιέρωμα στον Μάνο Ελευθερίου "Χρόνια σαν τριαντάφυλλα" σε σκηνοθεσία Γιάννη Σαρηγιάννη και καλλιτεχνική επιμέλεια της Λίνας Νικολακοπούλου στο Αρχαίο Θέατρο Άργους και το εργοστάσιο Πελαργός Νέας Κίου.
Τι διαβάζεις στον ελεύθερο χρόνο σου; Ποιό είδος βιβλίου προτιμάς;
Αν και δε διαβάζω όσο παλιότερα, προτιμώ τα διηγήματα και την ποίηση, ανάλογα με τη διάθεση… και τα δυο μαρτυρούν ότι κλίνω προς τον συμπυκνωμένο λόγο… μάλλον, από την τριβή μου με το τραγούδι…
Ποιά η γνώμη σου για την ελληνική λογοτεχνία σήμερα; Τη βρίσκεις πιο ελπιδοφόρα από το τραγούδι;
Δεν έχω πλήρη εικόνα για να είμαι ειλικρινής... ούτε μου είναι εύκολο να κάνω μια τέτοια σύγκριση... αν πρέπει να πω κάτι επ' αυτού θα πω ό,τι ελπιδοφόρο είναι να υπάρχουν άνθρωποι σαν τον Νίκο στον χώρο, συναισθηματικά γενναιόδωροι.
Πώς συναντήθηκαν τα βήματα σου με τον Νίκο Τσιπόκα;
Η γνωριμία μας πάει πολύ πίσω στον χρόνο, στο μακρινό (πια) 1997, τότε που φτιάξαμε τους ΑΝΙΜΑ στο Ναύπλιο και ξημεροβραδιαζόμασταν γράφοντας τραγούδια.
“Τα αχνά φώτα της Μάρφα” είναι το πρώτο βιβλίο του που διάβασες;
Το πρώτο που διάβασα του Νίκου ήταν το "Αυτή η πανσέληνος κράτησε οκτώ ολόκληρα χρόνια". Ήταν και η αφορμή (για έμενα) να συνεργαστούμε... λέω, αυτός ο τύπος ξέρει να γράφει, κάτι καλό θα κάνουμε. Και κάναμε το δίσκο ''Παράξενες μέρες'' το 2000.
Ποιά από τις ιστορίες του δόνησε πιο δυνατά την ψυχή σου;
Ξεχώρισα το ''Πλατεία Θεάτρου'', αν και η συγκίνηση δε λείπει σε καμία από τις υπόλοιπες ιστορίες του βιβλίου.
Γιατί θα σύστηνες το βιβλίο του Νίκου σε κάποιον αναγνώστη;
Το βιβλίο το προτείνω γιατί ο λόγος του Νίκου είναι άμεσος και έχει τέτοιο ρυθμό που σε κρατάει ως το τέλος της κάθε ιστορίας σαν μια καλογυρισμένη ταινία μικρού μήκους.
Ο Νίκος Τσιπόκας γεννήθηκε στο Ναύπλιο. Φοίτησε στο τμήμα Νομικής του Δ.Π.Θ.
Από τις εκδόσεις Απόπειρα κυκλοφορούν τα βιβλία του Αυτή η πανσέληνος κράτησε οκτώ ολόκληρα χρόνια (διηγήματα, 1997), Fαvelαs (διηγήματα, 2018) και Αυτό το αόρατο χρώμα (ποιήματα, 2018).
Ιδρυτικό μέλος των ΑΝΙΜΑ (φωνή, στίχοι). Το 2000 κυκλοφόρησε το cd Παράξενες μέρες από την Αnokato records.
Κείμενά του έχουν μεταφερθεί στο θέατρο.
Ασχολείται με τον κινηματογράφο, art installations, σκηνικά, και έχει συμμετάσχει σε διεθνή φεστιβάλ, εκθέσεις και biennale.
Ο Νίκος Τσιπόκας με τη σειρά του, με "σκλάβωσε" με την ευγένεια του και μίλησε με αφοπλιστική ειλικρίνεια αλλά και έμπνευση ξεναγώντας μας στον κόσμο της γραφής του:
Παρατήρησα πως επιλέγετε τη μικρή φόρμα για να εκφραστείτε λογοτεχνικά, είτε μέσω διηγημάτων είτε μέσω ποίησης. Ο λόγος που εκφράζεστε συμπυκνωμένα έχει να κάνει με την ορμέμφυτη φλόγα της έμπνευση σας ή υπάρχει κάτι άλλο;
Θέλω όταν τελειώνει μια ιστορία μέσα σε μόνο δυο σελίδες, να νιώθει κάποιος ότι την έζησε μαζί μου, ότι ήταν εκεί, στο απέναντι πεζοδρόμιο. Θέλω μια γλώσσα άμεση, αληθινή. Βαριέμαι αφάνταστα τους ανεκπλήρωτους έρωτες και τη δήθεν πλοκή, η ζωή είναι απλή.
Εφόσον «ουδείς μπορεί να χρήσει εαυτόν πανόπτη» ένας συγγραφέας τελικά, συστήνει τον δικό του κόσμο στον αναγνώστη ή ισορροπεί ανάμεσα στην αντικειμενικότητα και την υποκειμενικότητα;
Ποτέ δεν προτείνω, ούτε συστήνω, κυρίως δεν κρίνω. Ο καθένας μας έχει φτιάξει τη δική του μικροκάψουλα λαγνείας. Εγώ απλά προσπαθώ να βρίσκομαι εκεί. Μακάρι να μπορούσα να ζωγραφίσω, με ένα μολύβι και ένα μπλοκάκι στην κωλότσεπη να γυρίζω τον κόσμο, θα ήταν πιο εύκολο, δε θα χρειάζονταν να περιγράψω μια όμορφη εικόνα, μέσα σε μια ξεχειλωμένη παράγραφο.
Ας μιλήσουμε για το ιδιαίτερο εξώφυλλο σας. Ποιο μήνυμα προσπαθεί να μας μεταφέρει, η γυναικεία, παγιδευμένη στο αστικό λαβύρινθο, μορφή και ο πολύχρωμος χαμαιλέοντας;
Το κορίτσι που ίσως τελικά δεν είναι κορίτσι, γιατί δεν έχει καμία σημασία, αφού τα συναισθήματα δεν έχουν φύλο. Η σαύρα με τα τόσα χρώματα είναι όλα αυτά που ξεχάσαμε και αφήσαμε, μας ξαναβρίσκουν πάντα σαν πολύχρωμες ευχές, όπως την πρώτη φορά που ξαφνικά κάναμε δεξιά το αυτοκίνητο από ενθουσιασμό, για να δούμε ένα ουράνιο τόξο μετά από βροχή.
Γράφετε πάντα για μέρη που έχετε επισκεφτεί εσείς ο ίδιος ή και που σας έχει αφηγηθεί κάποιος άλλος;
Όλα τους είναι κομμάτια μου, μέσα από όλες αυτές τις ατέλειωτες βόλτες στον πλανήτη, άλλες ιστορίες που αν και ήμουν εκεί μπροστά παράξενα δεν τις θυμάμαι πια, ενώ άλλες που δεν ήμουν τις έζησα μέσα από αυτούς που με πίστεψαν και με αγάπησαν.
Έχω την αίσθηση πως στα διηγήματα σας ξεκινάτε με αφετηρία ένα αυθεντικό βίωμα από το οποίο οδηγείστε ή εσείς ο ίδιος το οδηγείτε στα άκρα με τρόπο που εξυπηρετεί αυτό που θέλετε να πείτε. Είναι κάπως έτσι ή κάνω λάθος;
Είναι όλα αυτά που δεν πρόλαβα να τελειώσω, γιατί πάντα έφευγα. Καμιά φορά με κοροϊδεύω και δίνω χαρούμενο τέλος, επιλέγω εκείνο που δεν έκανα τελικά, χωρίς να μετανιώνω, για να δω πώς θα ήταν.
Το βιβλίο σας βρίσκω πως είναι πλημμυρισμένο από εικόνες άγριας τρυφερότητας. Είναι η μόνη βιώσιμη εκδοχή της, διανύοντας το 2022 και πετώντας τις παρωπίδες μας;
Ωραίος χαρακτηρισμός. Θυμίζει ταινία του Βέντερς. Ναι, αυτή είναι η μαγεία της ζωής. Ακόμα και στην πιο άβολη, δύσκολη στιγμή, ένα χρώμα, μια ανάσα να σε ξεμπλοκάρει. Για μια διετία κλειστήκαμε και χτίζαμε τις φωλιές μας. Για πόσο ακόμα; Είναι ώρα για νέες αγκαλιές.
Ποιος είναι ο αγαπημένος σας εκπρόσωπος της Beat generation; Τι σας εξιτάρει στην κουλτούρα τους;
Ο Μπάροουζ μου αρέσει, αν και αυτός ο τύπος δε χωράει σε καμιά γενιά, γιατί είναι υπεργαλαξιακός. Με εξιτάρει ότι κάποτε όλοι αυτοί οι υπέροχοι τύποι μαζευτήκανε χωρίς λόγω στο Μαρόκο και τα κάνανε πουτάνα τη δεκαετία του 50. Άλλοι μείνανε και πεθαίναν εκεί όπως ο Μπόουλς. Πηγαίνω συχνά, προσπαθώ να νιώσω την εκκωφαντική χαλαρότητα στις ζεστές απογευματινές βόλτες τους στα περίχωρα και τη συναρπαστική τραγικότητα στις νύχτες τους
Νιώθετε πως κι εσείς με τις οξύαιχμες ιστορίες σας ανήκετε σε αυτό το λογοτεχνικό ρεύμα;
Ανήκω μόνο στη στιγμή που θα με κλέψει, ποιος θα δώσει τα πιο πολλά, ταγμένος σκλάβος της λαχτάρας και της υπερβολής. Beat για μένα ήταν και ο Ρεμπώ.
Σε όλους τους ήρωες σας μπορεί να λείπει κάτι, ένας σύντροφος, μια θάλασσα, μια μυρωδιά, ένα παλιό περιοδικό, μια καταιγίδα, ο εαυτός του, αλλά ποτέ το κίνητρο για να σπάσουν το φράγμα της μέχρι τότε τακτοποιημένης ζωής τους. Συνυπάρχετε ως σεναριογράφος και μυθοπλαστικός πρωταγωνιστής στα αφηγήματα σας;
Πρωταγωνιστές είναι αυτοί που κατέβηκαν για γάλα και δε γύρισαν πάλι. Έτσι, χωρίς ιδιαίτερη σκέψη ή προετοιμασία αφήνοντας τα πάντα, πληγώνοντας ανθρώπους που αγάπησαν, γειτονιές που δε θα ξαναδούν πάλι. Είναι ανακουφιστικό μια διαφορετική ημέρα να φωνάξεις εσένα με άλλο όνομα, να το επιλέξεις εσύ αυτή την φορά, να γίνεις νονός του εαυτού σου.
Η ευχέρεια της αχρονικότητας στη λογοτεχνία προσέδωσε στον χρόνο τον ρόλο του αφανή ήρωα στο βιβλίο σας;
Ο χρόνος δεν είναι έννοια. Εγκλωβίζει όσους τον φοβούνται. Τον χρησιμοποιώ, μπαινοβγαίνω, τον κοροϊδεύω.
«Ο άνθρωπος έχει γεννηθεί για να ποθεί την ελευθερία μέσα σ' έναν κόσμο που δεν την ανέχεται», έγραφε ο Άγγελος Τερζάκης, πόσο το αλλάζει αυτό η τέχνη του λόγου;
Η λογοτεχνία δυστυχώς πλέον δεν μπορεί να ξεκινάει επαναστάσεις. Τα social ναι, τα πεζοδρόμια, η καθημερινότητα, οι σχέσεις, ο έρωτας.
Ποια επίδραση άσκησε στη γραφή σας η αγάπη σας για τον κινηματογράφο;
Σκέφτομαι μέσα από πιθανές "λήψεις". Όλα τα βιβλία μου είναι γεμάτα εικόνες. Δε μου αρέσει να καθορίζω την εξέλιξη ενός συναισθήματος. Μπορεί να γίνει ποίημα, διήγημα ή απλά μια ευχή. Βέβαια, είναι πολύ συναρπαστικό να βλέπεις κάτι που ξεκίνησε από ένα απλό τετράστιχο να γίνεται ταινία.
Κείμενα σας έχουν μεταφερθεί στο θέατρο θα μπορούσαμε να ελπίζουμε κάτι ανάλογο και για τη μεγάλη οθόνη;
Ναι, είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος γιατί έχει γίνει ήδη μια επαφή για μια μικρού μήκους ταινία.