Γράφει: Αλέξανδρος Δαμουλιάνος
Ο τελευταίος Έλληνας κριτικός λογοτεχνίας, ο Ρένος Αποστολίδης, είχε μιλήσει ξεκάθαρα για την διαφορά μεταξύ συγγραφέα και πνευματικού ηγέτη.
Στην πρώτη περίπτωση, η συνύπαρξη ταλέντου και οράματος δεν είναι πάντοτε αυτονόητη ενώ μπορεί να γίνονται αδέξιες –έως και γελοίες- προσπάθειες ανάδειξης ενός εθνικού προφίλ. Οι λέξεις μυρίζουν εφήμερο και τίποτα από τις ιδέες που έχουν επιβληθεί στον χρόνο και στηρίζουν τον κορμό του έθνους μας δεν απαρτίζουν τον πυρήνα σκέψης και ενσυναίσθησης.
Στην δεύτερη, η επιθυμία ταύτισης λογοτεχνίας και πατρίδας είναι σαν ηφαίστειο που το βλέπεις διαρκώς να εκρήγνυται. Γραφή και έθνος, παιδιά της Γλώσσας· άρα όχι μόνο αδέρφια, αλλά οι δύο όψεις της χώρας μας. Ο συμβιβασμός στην μετριότητα των πάντων που θεωρούνται τα «εργαλεία» για την δημιουργία μιας νέο-Ελληνιστικής εποχής είναι η αρχή της παρακμής ψυχής και σώματος. Ο συμβιβασμός σπάνια έχει αγαθούς σκοπούς άλλωστε. Το όραμα· το όραμα σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο αποτελεί την κινητήριο δύναμη, την πίστη για την συνέχιση του πολέμου με το αυτονομημένο δηλητηριώδες τμήμα της νοοτροπίας μας. Επομένως, οι καταβολές του πνευματικού ηγέτη έχουν πάρα πολλές και σύνθετες διακλαδώσεις μα μόνο μία απόληξη· το όραμα.
Ο σημερινός λογοτεχνικός κόσμος ολοφάνερα, ως επί το πλείστον, διακατέχεται από ένδεια οραμάτων –πάσης φύσεως. Σχεδόν φυτοζωεί. Παραμένει αγκυλωμένος στην αντίληψη που συμφέρει μερικούς εκ των έσω «Ε, δεν διαβάζει και πολύς κόσμος αυτή την περίοδο, άρα…» άρα να αρκεστούμε σήμερα στα λίγα, αύριο στα ελάχιστα και μεθαύριο στο καθόλου. Όχι. Όχι. Άρα να ιδρύσουμε το σύγχρονο πνευματικό κράτος. Ένα κράτος ιδεών και ομόνοιας. Ένα κράτος που θα εγγυηθεί σε όλους εμάς οι οποίοι θα το συγκροτούμε την υλοποίηση του συνθήματος «Αγαπάμε το βιβλίο».
Δεν είναι αρκετός ο επαναπατρισμός δυσαρεστημένων αναγνωστών. Έχουμε ανάγκη υψηλών στόχων. Έχουμε ανάγκη να κοιτάζουμε πάλι ψηλότερα από το ανάστημά μας, ώστε έτσι να μεγαλώσει κι αυτό. Έχουμε την δύναμη να σηκώσουμε κόσμο –και κυρίως τους νέους μας- από τις οθόνες κινητών και υπολογιστών και να του δώσουμε να διαβάσει μισή σελίδα από ένα βιβλίο. Μετά ο πόλεμος θα έχει κερδηθεί. Συμβαίνει. Το ξέρω. Γιατί δεν το εκμεταλλευόμαστε; Γιατί δεν το πολλαπλασιάζουμε; Γιατί αφήνουμε την μιζέρια μας να είναι ο σβησμένος φάρος πάνω σε ένα βράχο στον οποίο πέφτουν οι ιδέες μας και τσακίζονται; Γιατί σε ό,τι κι αν ειπωθεί που ξεφεύγει από το πλαίσιο της «Ελλαδίτσας» η απάντηση να είναι πάντα «Δεν γίνονται με τίποτα τέτοια πράγματα στην εγχώρια λογοτεχνία»; Γιατί; Επειδή τα συγγραφικά φέουδα –νεότερα και παλαιότερα- από την μία και το λογοτεχνικό life style από την άλλη δεν επιτρέπουν να ανθίσουν κάποιες ιδέες σύμφωνα με το «Άνω θρώσκω» στην καμένη τους γη. Η καμένη γη μπορεί να αξιοποιηθεί μονάχα απ’ αυτούς που την κάψανε.
Επανέρχομαι στο θέμα του πνευματικού ηγέτη. Πολλοί προσποιούνται πως φορούν το ανάλογο στεφάνι· μα στο κεφάλι τους δεν έχουν παρά μόνο ξερόκλαδα.
Ένα πολύ πρόσφατο και τραγικό –απ’ όλες τις απόψεις- παράδειγμα είναι οι πυρκαγιές στην Εύβοια, την Αττική και την Πελοπόννησο. Συγγραφείς επιδόθηκαν σε έναν πρωταθλητισμό εύκολης ευαισθησίας και βοήθειας προς τους πυρόπληκτους για να βοηθηθεί η προβολή του «Εγώ» τους. Αυτά είναι συγγραφικισμοί. Ο πνευματικός ηγέτης προσφέρει όταν όλος ο κόσμος τον κατηγορεί για αδιαφορία.
Και τέλος, το στεφάνι του πνευματικού ηγέτη θα εμφανιστεί επάνω στο κεφάλι του όταν εμφανιστεί και εκείνος.