Γράφει: ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΗΚΟΥΛΗΣ
Ο Βασίλειος Γιαρεντζίδης γεννήθηκε το 1964 και μεγάλωσε στην πόλη των Σερρών. Κατοικεί μόνιμα από το 1990 στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Το 1982 κατετάγη στην Ελληνική Αστυνομία, φοίτησε σε όλες τις παραγωγικές σχολές εκπαίδευσης-μετεκπαίδευσης του Σώματος και εξελίχθηκε μέχρι και τον βαθμό του ταξιάρχου εν ενεργεία. Υπηρέτησε στο Σώμα συνολικά 33 έτη και αποστρατεύτηκε το 2015 με τον βαθμό του αντιστράτηγου ε.α. Στο μεγαλύτερο μέρος της σταδιοδρομίας του υπηρέτησε ως προϊστάμενος σε κεντρικές υπηρεσίες της Διεύθυνσης Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, ασχολούμενος με εξιχνίαση εγκλημάτων κατά της Ζωής και Ιδιοκτησίας, Ναρκωτικών και Οργανωμένου Εγκλήματος. Το χρονικό διάστημα των ετών 2013, 2014 και 2015 ως ταξίαρχος διετέλεσε διευθυντής της Διεύθυνσης Αστυνομίας Θεσσαλονίκης. Εκπαιδεύτηκε στις ΗΠΑ και σε ευρωπαϊκά κράτη σε ποικίλα θέματα δίωξης του διασυνοριακού οργανωμένου εγκλήματος.
Ας ξεκινήσουμε τη συνέντευξή μας αναφερόμενοι στο άρθρο σας με τίτλο «Αστυνομικό μυθιστόρημα και λογοτεχνία τρόμου: Ένα ιδιαίτερο πάντρεμα», το οποίο δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα των Εκδόσεων ΠΗΓΗ. Σύμφωνα λοιπόν με το άρθρο σας, αποπειράστε να προσεγγίσετε κάτι που λίγοι συγγραφείς επιχειρούν στα μυθιστορήματά τους: το «πάντρεμα», μέσα στην ίδια μυθοπλασία, των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του αστυνομικού μυθιστορήματος με εκείνα της λογοτεχνίας του παραφυσικού και υπερκόσμιου τρόμου. Πώς το επιτυγχάνετε;
Από την εφηβική μου ηλικία είμαι φανατικός αναγνώστης τόσο της αστυνομικής λογοτεχνίας, όσο κι εκείνης του παραφυσικού και του υπερκόσμιου τρόμου, χωρίς να εξαιρέσω και την επιστημονική φαντασία. Παράλληλα, όμως, με συνάρπαζε και η μελέτη της Παραψυχολογίας και των υπερφυσικών-παραφυσικών φαινομένων.
Η πλειονότητα των πολλών βιβλίων που έχω διαβάσει μέχρι σήμερα, εμμένει στην προσκόλληση σε ένα από τα προαναφερόμενα λογοτεχνικά είδη, καθιστώντας –κατά την ταπεινή μου άποψη– αυτήν καθ’ αυτήν τη μυθοπλασία τους περιορισμένη σε ένα καλούπι που πλέον έχει κορεσθεί.
Στο αστυνομικό μυθιστόρημα έχουμε τη χιλιοειπωμένη κι επαναλαμβανόμενη ιστορία του αφοσιωμένου στο καθήκον ήρωα- πρωταγωνιστή (συνήθως αστυνομικός, ντέντεκτιβ ή ιδιωτικός ερευνητής, αλλά και ιδιώτης που διακατέχεται από την εμμονή εξιχνίασης παραβατικών συμπεριφορών), ο οποίος προσπαθεί διακαώς, μέσα από άπειρες δυσκολίες και εμπόδια, να εξιχνιάσει τα ειδεχθή εγκλήματα συνήθως ενός εμμονικού, παρανοϊκού, κατά συρροή δολοφόνου (αντιήρωα). Αρκετές φορές οι ρόλοι αντιστρέφονται και ο κακός της υπόθεσης γίνεται ο ελκυστικός (στα μάτια του αναγνώστη) πρωταγωνιστής, ο οποίος προσπαθεί να αποφύγει τη σύλληψή του από τις διωκτικές αρχές με ευφάνταστα τεχνάσματα, τα οποία προσθέτουν αγωνία στην πλοκή. Όλα αυτά, φυσικά διανθισμένα με μυστήριο, αγωνία, φαινομενικά άλυτους γρίφους και ανατρεπτικότητα. Όπως όμως προαναφέρω, φρονώ ότι η συγκεκριμένη μυθοπλασία περιορίζεται σε μια συγκεκριμένη και κορεσμένη από ιδέες φόρμα.
Από την άλλη, η μυθοπλασία του παραφυσικού και του υπερκόσμιου τρόμου, από τη φύση της είναι πολύ ευρύτερη, διότι δεν περιορίζεται στο δίπολο: διάπραξη εγκληματικής πράξης-εξιχνίαση. Ο μεγάλος αριθμός των υπερφυσικών φαινομένων (αυτών, δηλαδή, που είναι αντίθετα με τους γνωστούς νόμους της Φυσικής) και των παραφυσικών γεγονότων (δηλαδή εκείνων που δεν μπορούν να εξηγηθούν με καμία γνωστή μέθοδο), είναι πράγματι ανεξάντλητος. Αν προσθέσουμε τις παραδοχές της Παραψυχολογίας, το πάνθεο Αγγέλων και Δαιμόνων, τα πνεύματα του Καλού και του Κακού που αναφέρονται στις μυθολογίες όλων των λαών του πλανήτη, τους τοπικούς και αστικούς μύθους και θρύλους και την επιστημονική φαντασία, τότε πράγματι οι συγγραφείς του είδους έχουν μεγάλα περιθώρια να βρουν τη θεματική πάνω στην οποία θα ξεδιπλώσουν την πλοκή του έργου τους, κάνοντας φυσικά και την απαραίτητη λεπτομερή έρευνα για να ικανοποιήσουν και τον «ψαγμένο» αναγνώστη. Και σ’ αυτό, όμως, το είδος της λογοτεχνίας, οι αποτρόπαιες πράξεις έχουν, κατά κύριο λόγο, υπερφυσικά αίτια και συνήθως δεν εμπλέκονται καθημερινοί, ανθρώπινοι αυτουργοί ή απλά αυτοί συμμετέχουν ως συνεργοί.
Για τους παραπάνω λόγους, στο πρώτο μου μυθιστόρημα αποφάσισα να συνδυάσω, μέσα στην ίδια μυθοπλασία, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του αστυνομικού μυθιστορήματος με εκείνα της λογοτεχνίας του παραφυσικού και υπερκόσμιου τρόμου, για να προσφέρω στον αναγνώστη ένα «πάντρεμα» των δύο λογοτεχνικών ειδών, το οποίο λίγοι συγγραφείς στην Ελλάδα και στην αλλοδαπή επιχειρούν, τουλάχιστον στα πολλά βιβλία που έχω διαβάσει μέχρι σήμερα. Αυτό το επιτυγχάνω ξεκινώντας την πλοκή του έργου μου από ένα συνηθισμένο, κοινό και καθημερινό υπόστρωμα συμβάντων αστυνομικού ενδιαφέροντος και σταδιακά εισάγω στοιχεία, αναφορές και φαινόμενα, τα οποία εντάσσονται είτε στη σφαίρα του παραφυσικού είτε ακόμη και του υπερφυσικού, και τα οποία εμπλέκονται, με έναν ανεξήγητο στην αρχή τρόπο, με τα υπό διερεύνηση περιστατικά εγκλημάτων, στα οποία καλείται ο ερευνητής να δώσει λύση, αναγκαζόμενος να αναθεωρήσει τις αντιλήψεις του για τον κόσμο που τον περιβάλλει. Στο τελικό στάδιο, το έργο μου ολοκληρώνεται κλίνοντας προς το παραφυσικό κομμάτι.
Το μυστήριο, ο φόβος, ο τρόμος, το άγνωστο, το ανεξήγητο ελκύουν, πιστεύω, σε υψηλό βαθμό, το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ενώ δεν υπάρχει η ασφάλεια που προσφέρει ένα λογοτεχνικό έργο, το οποίο περιγράφει κάποιο κοινωνικό ζήτημα ή μία ιστορία αγάπης κ.λπ. Γιατί μας προσελκύει ή -καλύτερα- μας μαγνητίζει κάπως περισσότερο αυτό το είδος λογοτεχνίας;
Είναι αναμφισβήτητο ότι μέσα στον ιδιαίτερο ψυχισμό του ανθρώπου, από την τρυφερή του ηλικία και μόλις μπορεί να κάνει τα πρώτα του βήματα, υπάρχει η τάση της περιπέτειας, της έρευνας και της αναζήτησης, προκειμένου να γνωρίσει όλα αυτά που τον περιβάλλουν και τα οποία, με τις ανύπαρκτες, προνηπιακές του γνώσεις, θεωρεί ένα μυστήριο, το οποίο πρέπει να διερευνήσει, να επιλύσει και να οδηγηθεί στην κατανόησή του.
Μεγαλώνουμε, κοινωνικοποιούμαστε και διδασκόμαστε από διάφορες πηγές, με αποτέλεσμα να θεωρούμε το ευρύτερο περιβάλλον μας ως ένα μέρος του σύμπαντος, που υπακούει στους, μέχρι τη στιγμή εκείνη, γνωστούς παγκόσμιους νόμους των θετικών επιστημών και αυτό μας προσδίδει μια αίσθηση ασφαλείας, ότι τα πάντα γύρω μας, όσο πολύπλοκα κι αν φαίνονται, κρύβουν πίσω τους μια λογική εξήγηση. Ο συγγραφέας Arthur Conan Doyle, δημιουργός του Σέρλοκ Χολμς, άλλωστε είχε γράψει: «Όταν έχεις εξαλείψει το αδύνατο, αυτό που μένει, όσο απίθανο κι αν είναι, πρέπει να είναι η αλήθεια».
Το προαναφερόμενο απόφθεγμα φυσικά ισχύει στην επίλυση ενός δύσκολου αστυνομικού γρίφου στη λογοτεχνία του είδους αυτού. Έρχονται, όμως, στιγμές κατά τις οποίες ο άνθρωπος, μέσα στην ασφαλή καθημερινότητά του, βιώνει φαινόμενα που κινούνται σε πεδία πέραν της ανθρώπινης αντίληψης, δεν μπορούν να εξηγηθούν με τα μέσα που διαθέτει η σύγχρονη επιστήμη, αντίκεινται στους νόμους του Σύμπαντος και της Φυσικής, και αγγίζουν τα όρια του ανεξήγητου και του υπερφυσικού. Τότε, η αδυναμία του να εξηγήσει τα φαινόμενα αυτά με τη λογική, τον οδηγεί να εφεύρει μύθους, δοξασίες, μεταφυσικές επενέργειες ή και παρεμβάσεις υπερκόσμιων οντοτήτων για την ερμηνεία τους. Αυτό είχε και έχει ως αποτέλεσμα να συνυπάρχει στα γονίδια του σύγχρονου ανθρώπου η αίσθηση του δέους μπροστά στο άγνωστο, στο παράδοξο, το παράλογο και το μεταφυσικό, καθώς και η μη εξηγήσιμη έλξη προς τρομακτικές ιστορίες πέρα από τα όρια της λογικής σκέψης, οι οποίες φέρνουν στο πεδίο του συνειδητού το αρχέγονο συναίσθημα του φόβου προς το άγνωστο. Το γνωστό απόφθεγμα του αρχιερέα του υπερφυσικού τρόμου Howard Phillips Lovecraft τα συνοψίζει όλα σε μια φράση: «Το αρχαιότερο και βαθύτερο συναίσθημα του ανθρώπου είναι αυτό του φόβου, και ο αρχαιότερος και βαθύτερος φόβος είναι αυτός του αγνώστου».
Επιπροσθέτως, από τα αρχαία χρόνια μέχρι και τη σημερινή εποχή, οι άνθρωποι αρέσκονταν να παρακολουθούν εικόνες τρόμου, φρίκης, βάρβαρα θεάματα και οποιαδήποτε θέαση περιείχε βία, αίμα και θάνατο. Από τις πρωτόγονες αιματηρές μονομαχίες για το ποιος θα αναλάβει την ηγεσία της αγελαίας ομάδας, στα κάθε είδους θέατρα κι αρένες αιματοχυσιών προς τέρψη του κοινού (π.χ. Κολοσσαίο Ρώμης) και έως τις σημερινές αθλητικές μαχητικές διοργανώσεις (πυγμαχία, πολεμικές τέχνες κ.λπ.), ο άνθρωπος ικανοποιεί τη φυσική αυτή τάση του προς τη βία και τον τρόμο που αυτή συνεπάγεται. Ίσως η θέαση του θανάτου ενός άλλου ανθρώπου δίνει την αίσθηση στον θεατή –και την ικανοποίηση συνάμα– ότι ο ίδιος είναι τελικά τυχερός που ζει, αναπνέει και ξεφεύγει απ’ τη μακάβρια αγκαλιά του Χάρου. Αυτή η αίσθηση της τρομολαγνείας είναι βαθιά ριζωμένη μέσα μας, στο ασυνείδητο.
Έτσι ο αναγνώστης της φιλολογίας του τρόμου και του παραφυσικού ικανοποιεί την τάση της περιπέτειας και της εξερεύνησης, το κρυμμένο αίσθημα της τρομολαγνείας, την έλξη του προς κάθε τι ανεξήγητο, παράλογο και υπερφυσικό, πάντα όμως με ασφάλεια, διότι όλα αυτά πηγάζουν από τις σελίδες ενός βιβλίου, ενώ βρίσκεται στον ασφαλή κλωβό του σπιτιού του και γνωρίζει ότι όλα είναι φανταστικά και δε θα τον αγγίξουν πραγματικά.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, φρονώ ότι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που συνδυάζει ειδεχθή, κατά κύριο λόγο, εγκλήματα, με τρόμο, υπερκόσμιο μυστήριο, παραφυσικά γεγονότα, πραγματικότητα με φαντασία, ορθολογικό και παράλογο, αρχαίους μύθους, φοβικά φαινόμενα, στοιχειώματα, εκδήλωση κρυμμένων υπερφυσικών ψυχικών δυνάμεων καθώς και ενδείξεις εξωαισθητηριακής αντίληψης (όχι απαραίτητα όλα μαζί), πάντοτε θα κεντρίζει και θα προσελκύει τους φαν του είδους. Σύμφωνα, άλλωστε, και με τη ρήση του Stephen king «Επινοούμε φανταστικούς τρόμους για να μας βοηθήσουν να ξεπεράσουμε τους πραγματικούς».
Η «ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΧΙΜΑΙΡΑ» είναι το πρώτο σας συγγραφικό έργο. Τι σας οδήγησε στην ενασχόληση με τη συγγραφή; Πιστεύετε ότι φυτεύτηκε ένας σπόρος που θα συνεχίσει στο εγγύς μέλλον να καρποφορεί συγγραφικά;
Λόγω της επαγγελματικής μου ενασχόλησης ως Αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας είχα σχέση με τη γραφή, η οποία όμως περιοριζόταν σε υπηρεσιακά συγγράμματα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων μου, τα οποία, όπως είναι φυσικό, αναφέρονταν σε θέματα αστυνομικής φύσεως επί πραγματικών συμβάντων κι όχι σε μυθοπλασία. Από τη στιγμή της αποστρατείας μου και μετά, αισθάνθηκα την αδήριτη ανάγκη να περάσω στο κομμάτι της μυθοπλασίας, μεταφέροντας στο χαρτί τις μάχιμες εμπειρίες μου πάνω στην εξιχνίαση πάσης φύσεως εγκληματικών πράξεων, με όλα τα επίσημα, ισχύοντα πρωτόκολλα και τις αυστηρά προβλεπόμενες νομικές διαδικασίες, τα οποία μόνο ένας άνθρωπος που τα έζησε από κοντά και τα εφάρμοσε στην πράξη, μπορεί να τα γνωρίζει σε όλες τους τις λεπτομέρειες. Όλα αυτά –όπως προαναφέρω– τα συνδύασα με την αγάπη μου προς το παραφυσικό και την Παραψυχολογία. Φυσικά, η «ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΧΙΜΑΙΡΑ» δε θα μείνει ολομόναχη, αλλά θα τη συντροφεύσουν κι άλλα βιβλία της ίδιας θεματολογίας, στο πολύ κοντινό μέλλον.
Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι για έναν άνθρωπο που καθημερινά ερχόταν σε επαφή με τον κόσμο του εγκλήματος, να πρέπει να οδηγήσει τη σκέψη του σε αντίστοιχες εικόνες βίας και αίματος, για να τις περάσει στις σελίδες του βιβλίου χάριν της πλοκής; Για τον αναγνώστη είναι ένα λογοτεχνικό κείμενο αστυνομικού θρίλερ, για εσάς όμως ήταν βίωμα.
Πολλές από τις περιγραφόμενες «σκληρές» σκηνές στο βιβλίο μου, οι οποίες σόκαραν κάποιους αναγνώστες μου, όπως μου λένε σε μηνύματα που μου στέλνουν, είναι πράγματι βιωματικές. Η κοντινή θέαση του θανάτου σε όλη τη διάρκεια της υπηρεσίας μου σε διάφορα περιστατικά βίαιων κι αιφνίδιων θανάτων και στον χειρισμό θανατηφόρων τροχαίων ατυχημάτων, με βοήθησε στο να περιγράψω με πλήρη ρεαλιστικότητα και …ιατροδικαστική συνέπεια τις εικόνες αυτές. Παρά την εμπειρία μου, όμως, δε θα έλεγα ότι ήταν εύκολο.
Αγωνία, μυστήριο, δράση, ένταση, ανατροπές κι ένα απρόσμενο τέλος είναι τα στοιχεία που συνθέτουν το συγγραφικό σας δημιούργημα και καταφέρνουν να δημιουργήσουν έντονα συναισθήματα στον αναγνώστη. Και εάν η πλοκή του βιβλίου είναι μυθιστορηματική, η αστυνομική δράση του ήρωα διέπεται από την πραγματική διαδικασία που ακολουθείται για τη διαλεύκανση ενός εγκλήματος, καθιστώντας το βιβλίο ακόμη πιο ενδιαφέρον. Κι αυτό οφείλεται στο ότι υπηρετήσατε στην Ελληνική Αστυνομία. Ποια είναι η δική σας άποψη;
Αρχίζοντας από το δεύτερο σκέλος του ερωτήματός σας θα σας αναφέρω ότι υπηρέτησα επί 33 συναπτά έτη στην Ελληνική Αστυνομία εξελισσόμενος από τον βαθμό του Αρχιφύλακα μέχρι και του Ταξιάρχου εν ενεργεία και τελικώς αποστρατεύθηκα με τον βαθμό του Αντιστρατήγου ε.α. Πέρασα σχεδόν από το σύνολο των μάχιμων υπηρεσιών του Σώματος, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας μου το διάνυσα σε μάχιμες κεντρικές υπηρεσίες της Διεύθυνσης Ασφαλείας Θεσσαλονίκης, ασχολούμενος με εξιχνίαση εγκλημάτων κατά της Ζωής και Ιδιοκτησίας, Ναρκωτικών και Οργανωμένου Εγκλήματος. Επιπροσθέτως εκπαιδεύθηκα στις Η.Π.Α. και σε ευρωπαϊκά κράτη σε ποικίλα θέματα δίωξης του διασυνοριακού οργανωμένου εγκλήματος.
Σαφέστατα, ως συγγραφέας, έχω το προνόμιο να έχω χειριστεί προσωπικά κατά τη διάρκεια της καριέρας μου, περιπτώσεις εγκληματικών δραστηριοτήτων πάσης φύσεως, εκτεινόμενες σε ένα μεγάλο μέρος του Ποινικού Δικαίου και φυσικά γνωρίζω όλες τις διαδικασίες και τα πρωτόκολλα που ακολουθεί ένας ερευνητής αστυνομικός. Το γεγονός αυτό προσδίδει στο έργο μου τον αέρα της πλήρους και ρεαλιστικής αυθεντικότητας, χωρίς ο αναγνώστης να είναι αναγκασμένος να διαβάζει υπερβολές κι ακρότητες με «υπερήρωες» κι άτρωτους αστυνομικούς, που δεν τους αγγίζει τίποτα και εξιχνιάζουν ειδεχθή εγκλήματα το πολύ σε ένα εικοσιτετράωρο, όπως βλέπουμε και στις σχετικές κινηματογραφικές ταινίες.
Είναι ευνόητο ότι δεν είχαν όλοι οι συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας το προνόμιο να είναι και οι ίδιοι αστυνομικοί επιφορτισμένοι με καθήκοντα εξιχνίασης. Επιμένω, όμως, στο θέμα της αυθεντικότητας ως προς τη δημιουργία αστυνομικής μυθοπλασίας, διότι πρωτίστως πρέπει να σεβόμαστε τον αναγνώστη, ο οποίος στη σύγχρονη εποχή είναι αρκετά «ψαγμένος» και θα λοιδορήσει περιγραφές που υποτιμούν τη νοημοσύνη του. Η ενδελεχής έρευνα, η επιτόπια αυτοψία και οι συμβουλές από ειδικούς πάνω στους τομείς των, πιστεύω ότι θα οδηγήσουν τον συγγραφέα, ο οποίος δεν έχει προσωπική εμπειρία και γνώση, να παρουσιάσει ένα άρτιο και απολύτως ρεαλιστικό αστυνομικό μυθιστόρημα.
Και περνώντας στο πρώτο σκέλος του ερωτήματος, πέραν της αυθεντικότητας, προσπαθώ η πλοκή του μυθιστορήματός μου να διέλθει μέσα από πολλά πλεγμένα επίπεδα, όπως διάπραξη ειδεχθών εγκλημάτων, παραφυσικά γεγονότα, εκδηλώσεις εξωαισθητηριακής αντίληψης, παραψυχολογικές προσεγγίσεις, μαντικές και υπνωτιστικές συνεδρίες, περιστατικά προμνησίας, (déjà vu), όλα διαδραματιζόμενα σε υπαρκτά μέρη γεμάτα στοιχειώματα, φοβικά φαινόμενα, δοξασίες και τοπικούς απόκοσμους θρύλους. Το συνταίριασμα αυτό δημιουργεί ένα κρεσέντο σκληρής βίας, θανατερού τρόμου και ανείπωτης αγωνίας, κι έτσι ο αναγνώστης, ενώ σκέφτεται ότι τέτοια γεγονότα δεν είναι δυνατό να συμβούν, ο σπόρος της αμφιβολίας φυτεύεται μέσα του δημιουργώντας ερωτήματα για τη γνώση που κατέχει η ανθρωπότητα σχετικά με τον κόσμο που μας περιβάλλει.
Όλα τα παραπάνω καθηλώνουν τον αναγνώστη, ώστε δύσκολα θα κλείσει το βιβλίο στο τέλος του κάθε κεφαλαίου κι οπωσδήποτε του προσδίδουν αυτό που πραγματικά αναζητάει από ένα μυθιστόρημα: τη δημιουργία βιωματικής αίσθησης, δηλαδή ότι βρίσκεται εκεί με σώμα και μυαλό, ζει, βλέπει, αισθάνεται, συμμετέχει και μπαίνει στον ρόλο του πρωταγωνιστή, νοιώθοντας τους φόβους και τις αγωνίες του. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση που χρησιμοποιώ, πιστεύω ότι συμβάλλει απόλυτα σ’ αυτό. Η δε ανατρεπτικότητα φρονώ ότι είναι το must σε βιβλίο τέτοιου είδους, αρκεί βέβαια να μην περιορίζεται μόνο στο τέλος του μυθιστορήματος (τελικό plot twist) αλλά και σε άλλα επιλεγμένα σημεία της πλοκής, ώστε οι καταστάσεις που θεωρεί δεδομένες ο αναγνώστης να μεταλλάσσονται συνεχώς και κατά προτίμηση προς το χειρότερο, μέχρι την οριστική «αριστοτελική κάθαρση».
Επιλέξατε το χωριό Σκοτεινά Πιερίας για να διαδραματιστεί η υπόθεση. Θα ήθελα να σας ρωτήσω πώς έγινε η επιλογή της συγκεκριμένης τοποθεσίας και εάν επισκεφτήκατε διά ζώσης τη συγκεκριμένη περιοχή για να συλλέξετε τα στοιχεία που ήταν απαραίτητα.
Χαίρομαι πάντα να μιλώ γι’ αυτόν τον συναρπαστικό τόπο, τα Σκοτεινά Πιερίας ή Μόρνα, όπως ήταν η παλαιότερη ονομασία του. Ένα ανήλιο, έρημο χωριό στον ορεινό όγκο των Πιερίων, κρυμμένο κάτω από την σκιά του Ολύμπου, με την ιστορία του να βρίθει από θρύλους, φαντάσματα, οπτασίες, στοιχειώματα και φοβικά φαινόμενα.
Ως λάτρης του παραφυσικού, πάντα με έλκυαν τόποι πίσω από τους οποίους υπήρχαν σκοτεινοί θρύλοι, περίεργες δοξασίες και αναφορές για ανεξήγητα γεγονότα. Το χωριό εγκαταλείφθηκε απότομα από τους κατοίκους του για κάποιον ανεξήγητο λόγο, ομαδικά και βεβιασμένα στα μέσα της δεκαετίας του ’60, χωρίς κανείς να δεχθεί να αποκαλύψει τους λόγους της εσπευσμένης αυτής φυγής. Προβλήθηκαν κατά καιρούς κάποιοι λόγοι, που δε στάθηκαν όμως ικανοί να εξηγήσουν τη σπουδή αυτής της εγκατάλειψης. Η μεταφορά του υπάρχοντος εργοστασίου ξυλείας στο Λιτόχωρο ή ίσως η ακατάλληλη, γεωγραφικά, τοποθεσία του οικισμού, το οποίο ήταν χτισμένο σε μια στενή κοιλάδα στα Πιέρια όρη ανάμεσα σε δυο βουνά. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την πολύ πυκνή δασώδη βλάστηση, κρατούσαν μακριά τον ήλιο τις περισσότερες ώρες της ημέρας. Ξημέρωνε αργά και νύχτωνε πολύ νωρίς. Στο φαινόμενο αυτό οφείλεται και η ονομασία του χωριού «Σκοτεινά».
Η πραγματικότητα όμως, σύμφωνα με ερευνητές του παραφυσικού, ήταν η εκδήλωση υπερφυσικών δραστηριοτήτων τις πολλές ώρες που επικρατούσε το σκοτάδι λόγω της συγκεκριμένης γεωγραφικής ιδιομορφίας, εμφάνιση φαντασμάτων και οπτασιών, ύπαρξη στοιχειωμένων οικιών, γειτονιές με φοβικά φαινόμενα και άλλα πολλά. Στο άρθρο μου με τίτλο «ΣΚΟΤΕΙΝΑ- ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ» που έχει δημοσιευθεί στον ιστότοπο των Εκδόσεων ΠΗΓΗ αναφέρω πιο αναλυτικά τη ζοφερή ιστορία του χωριού της Μόρνας.
Επισκέφθηκα τη συγκεκριμένο χωριό τουλάχιστον δύο φορές και περπάτησα στα άκρως ενδιαφέροντα και γεμάτα ξεχασμένες μνήμες σοκάκια του, κάτι απολύτως απαραίτητο για να διασφαλίσω την αυθεντικότητα της διήγησης –όπως προανέφερα– αλλά και για να βιώσω την ατμόσφαιρα του τόπου αυτού. Θα πρότεινα σε όλους τους λάτρεις του παραφυσικού μια μικρή εκδρομή στο εγκαταλελειμμένο αυτό μέρος της Πιερίας, για να νιώσουν από κοντά το άγγιγμα των θρύλων του (Δε θα συμβούλευα να γίνει κατά τη διάρκεια της νύχτας βέβαια…).
Για το χωριό των Σκοτεινών υπάρχει εκτεταμένη αρθρογραφία. Αρκετές ήταν και οι τηλεοπτικές εκπομπές που ασχολήθηκαν με τους θρύλους του. Η συγκεκριμένη τοποθεσία έλκει όλες τις εποχές του χρόνου επισκέπτες, που περιδιαβαίνουν τα μονοπάτια της, ευελπιστώντας να αντικρίσουν κάποιο από τα μυστήρια του σκοτεινού αυτού τόπου.
Εκτός από τη συγγραφή ασχολείστε με τη ζωγραφική. Η ενασχόληση με την τέχνη αποτέλεσε για εσάς έναν τρόπο αποσυμπίεσης από την ένταση που σίγουρα συσσωρεύθηκε από την πολύχρονη επαγγελματική σας δραστηριότητα; Ποια εκφραστική ανάγκη καλύπτεται μέσω της τέχνης σας και από πού αντλείται η έμπνευση;
Ασχολούμαι με την ελαιογραφία από την εφηβική μου ηλικία. Δυστυχώς, η επαγγελματική μου ενασχόληση, κυρίως ως προϊστάμενου Αστυνομικών Υπηρεσιών, η οποία προϋποθέτει πολλές ώρες εργασίας και άτακτα ωράρια, δε μου επέτρεψαν να καλλιεργήσω το αγαπημένο μου χόμπι.
Μετά την αποστρατεία μου επανήλθα, ακολουθώντας στα έργα μου τον ρεαλισμό με –ενίοτε– κάποια μορφή σουρεαλισμού. Μου αρέσουν τα dark και gothic θέματα με στοιχεία συμβολισμού. Στα περισσότερα έργα μου αποτυπώνονται εικόνες τοπίου στα οποία επικρατεί η εγκατάλειψη, η φθορά και η παρακμή, ενώ απουσιάζει παντελώς κάθε μορφή ζωής. Συνυπάρχει, όμως, ο συμβολισμός της αναγέννησης μέσα στη δυστοπία.
Πιστεύω ότι η τέχνη μεταμορφώνει αρχικά τον ίδιο τον καλλιτέχνη. Του δίδει τη δυνατότητα να εκφρασθεί, να κατασκευάσει δικούς του μοναδικούς κόσμους ρεαλιστικούς ή φανταστικούς, εξεζητημένους αλλά κι εντελώς εκκεντρικούς. Του παρέχει τη δυνατότητα να υμνήσει, να διαμαρτυρηθεί αλλά και να επικοινωνήσει ψυχικά με τον θεατή.
Έχω αναπτύξει και καλλιεργήσει μια δική μου τεχνική, αυτή του τρισδιάστατου πίνακα, σύμφωνα με την οποία κάποια στοιχεία του θέματος είναι ανάγλυφα, εξέχουν του δισδιάστατου καμβά και της κορνίζας, και δίδουν στον θεατή μια βαθύτερη και πιο ζωντανή αίσθηση της προοπτικής και του βάθους τοπίου. Παράλληλα, συμμετέχω, κατά καιρούς, σε εικαστικές εκθέσεις που διοργανώνονται σε επώνυμη gallery στην περιοχή της Ανατολικής Θεσσαλονίκης.
Θα σας ενδιέφερε να συνδυάσετε την έμπνευσή σας ως συγγραφέας με την έμπνευσή σας ως εικαστικός, αποτυπώνοντας στον καμβά εικόνες που δημιουργούνται από την υπόθεση του βιβλίου;
Νομίζω ότι μαντέψατε μία μελλοντική μου κίνηση. Ήδη ετοιμάζω κάποιες θεματικές ελαιογραφίες, έχουσες σχέση με τις εικόνες που γεννιούνται κατά την ανάγνωση του βιβλίου μου και φυσικά από τα μέρη που διαδραματίζεται η πλοκή και οι οποίες θα εκτεθούν στην προαναφερόμενη gallery σε μελλοντική έκθεση.
Εύχομαι να είναι καλοτάξιδο το βιβλίο σας και σύντομα η πένα σας να μας προσφέρει ακόμη ένα αξιόλογο και ενδιαφέρον αποτέλεσμα.
Ήδη συγγράφω ένα νέο αστυνομικό μυθιστόρημα με στοιχεία παραψυχολογίας και υπερφυσικού τρόμου το οποίο, φυσικά, θα θέσω υπ’ όψη του εκδοτικού μου οίκου όταν περαιωθεί. Θεωρώ ότι είναι σκληρότερο και πιο τρομακτικό από τη «ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΧΙΜΑΙΡΑ» και πιστεύω να αγαπηθεί από τους αναγνώστες που βρήκαν το θάρρος να διαβάσουν το προαναφερόμενο.
Το προφίλ μου στο Facebook και στο Instagram.Θα χαιρόμουν πολύ αν κάποιος αναγνώστης της «ΣΚΟΤΕΙΝΗΣ ΧΙΜΑΙΡΑΣ» μου στείλει την κριτική του με ένα προσωπικό μήνυμα στα παραπάνω μέσα.
Κλείνοντας, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την τιμή που μου κάνατε να φιλοξενήσετε τη συνέντευξή μου.