Γράφει: Μανώλης Γεωργιάδης
Τέλος, κάνουν να προχωρά η ιστορία αυτοί που ξέρουν, στην κατάλληλη στιγμή, να ξεσηκώνονται εναντίον της.
Με αυτή τη φράση ο Αλμπέρ Καμύ το 1951 οδεύει προς την ολοκλήρωση του βιβλίου του «Ο επαναστατημένος άνθρωπος». Τον Σεπτέμβρη της ίδιας χρονιάς στην Ελλάδα γίνονται εκλογές με την Ε.Δ.Α. να συγκεντρώνει το 10,5% των ψήφων. Παρότι στα χαρτιά η Ε.Δ.Α. θεωρείται νόμιμο κόμμα, η αριστερά περιβάλλεται γύρω από το παράνομο τότε Κ.Κ.Ε., ενώ μέλη και των δύο οργανώσεων, καθώς και απλοί άνθρωποι μόνο με την κατηγορία ότι θεωρούνται «κομουνισταί» οδεύουν προς την εξορία και βασανίζονται μέχρι θανάτου, ξεσηκώνοντας θύελλα διαμαρτυριών στον υπόλοιπο κόσμο.
Στα άτομα αυτά που η εξουσία φανέρωσε τη μεγαλύτερη μανία για αντίποινα και εκδίκηση, επειδή προσπάθησαν αποτυχημένα να κάνουν πράξη την παραπάνω φράση του Καμύ, ανήκει και ο Χρόνης Μίσσιος. Γεννημένος στα Ποταμούδια από γονείς κομμουνιστές, ο Μίσσιος δεν θα μπορούσε να ακολουθήσει άλλο δρόμο από αυτόν της καταπίεσης και του χλευασμού, όπως και εν γένει η αριστερά, στα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι τη μεταπολίτευση. Το 1985 ο Μίσσιος, ταλαιπωρημένος έπειτα από δεκαετίες βασάνων, αλλάζει ιδιότητα και από επαναστάτης γίνεται συγγραφέας, απαντώντας άθελά του στον νομπελίστα από το πρώτο του κιόλας βιβλίο:
Εντάξει, συντροφάκο, υποφέρουμε, αλλά σίγουρα θα μας γράψει η ιστορία, έστω και στ’ αρχίδια της, θα μας γράψει…
Ο Μίσσιος-επαναστάτης και ο Μίσσιος-συγγραφέας είναι δύο ιδιότητες που δεν γίνεται να διαχωριστούν η μία από την άλλη, καθώς η καθεμία εκφράζει και εκφράζεται από την δεύτερη. Αυτό όμως που μπορεί να συζητηθεί είναι ποια τα χαρακτηριστικά που κάνουν τον Μίσσιο επαναστάτη και τα οποία θα αναλυθούν μέσα από το βιβλίο «ο επαναστατημένος άνθρωπος» του Αλμπέρ Καμύ.
Ο βασικός διαχωρισμός που γίνεται από τον Καμύ είναι ότι εξέγερση και επανάσταση αποτελούν διαφορετικές έννοιες. Για να υπάρξει μια επανάσταση περνάει οπωσδήποτε από το στάδιο της εξέγερσης. Παρόλα αυτά, επανάσταση και εξέγερση διαχωρίζονται από τρία κύρια χαρακτηριστικά. Αυτά είναι που κυριαρχούν και στον Μίσσιο και του χαρίζουν το αυταπόδεικτο δικαίωμα να αποκαλείται επαναστάτης.
Το πρώτο χαρακτηριστικό που διαχωρίζει τις δύο έννοιες είναι ότι ο εξεγερμένος είναι δημιουργός, πλάθει μια νέα αξία, ενώ ο επαναστάτης πέραν τούτου είναι και κριτής, καταστρέφει μια αξία. Ο Μίσσιος, με τη σειρά του, υπήρξε μέγας δημιουργός αξιών:
Πιστεύω τελικά πως αυτό που λέμε ηθική δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο από την ευτυχία του ανθρώπου(…)Και η ευτυχία του ανθρώπου δεν μπορεί να νοηθεί διαφορετικά, παρά μονάχα μεσ’ από την ελευθερία του σώματός του, μεσ’ από την ελευθερία της συμπεριφοράς του.
Η ιδιαιτερότητα του Μίσσιου είναι ότι δεν αρκέστηκε σ αυτό. Όπως κάθε γνήσιος επαναστάτης, ο Μίσσιος υπήρξε και κριτής, διαφοροποιώντας την άποψη του από αυτήν της κοινής γνώμης, προκαλώντας παράλληλα προβληματισμό:
Μη σ’ τα πολυλογώ, εφτακόσιοι Θεσπιείς πήραν το δισάκι τους(…)και χωρίς εντολή από κανέναν κερατά(…)πήγαν στις Θερμοπύλες, πολέμησαν γι αυτά που πίστευαν και πέθαναν όλοι τους… Τώρα είναι θαμμένοι κάτω από την άσφαλτο, μαζί με τους δούλους των Τριακοσίων, όλοι τους ξεχασμένοι από την ιστορία, η οποία θυμάται και τιμά μόνο εκείνους που πήραν εντολή από την εξουσία για να πεθάνουν, κι όχι εκείνους που πίστευαν σε κάτι και πέθαναν.
Στο δεύτερο χαρακτηριστικό της σύγκρισης επανάσταση-εξέγερση εμφανίζεται η λογική. Η βάση κάθε εξέγερσης είναι η άρνηση σε κάτι ανώτερο, η αξία από την οποία γεννήθηκε. Έτσι, μέσα από το δικαίωμα της άρνησης, η εξέγερση γεννά πληθώρα αντιφάσεων οι οποίες την παρεκκλίνουν από το να γίνει επανάσταση. Η κύρια αιτία αυτού του κακού είναι ο μηδενισμός του «όλα επιτρέπονται» μέσω του οποίου νομιμοποιείται το έγκλημα. Σε αυτόν τον μηδενισμό ο Καμύ απαντά:
…αντί να σκοτώνουμε και να πεθαίνουμε για να δημιουργήσουμε το είναι που δεν είμαστε μπορούμε να ζούμε και να δίνουμε ζωή για να δημιουργήσουμε αυτό που είμαστε.
Ο επαναστάτης δηλαδή απαντά στο μηδενισμό με δημιουργία. «Υπάρχω σημαίνει δρω» δηλώνει ο Καμύ, κι ο επαναστάτης θα συνέχιζε ότι όσο ζω δεν θα πάψω να δρω μέχρι να δικαιωθώ αλλά και στη συνέχεια για τη διατήρηση των δικαιωμάτων μου. Εν ολίγοις, ο επαναστατημένος είναι ένας άνθρωπος συνειδητοποιημένος ότι ακόμη κι αν δεν έχει την παραμικρή ελπίδα να δικαιωθεί, αυτός θα συνεχίσει τον αγώνα του ως το τέλος, έχοντας έτσι απαντήσει στην απαξίωση με θάρρος και αυτοθυσία. «Για να είσαι επαναστάτης πρέπει να πιστεύεις πάλι σε κάτι ενώ δεν υπάρχει τίποτα να πιστέψεις» σχολιάζει ο Καμύ. Ο Μίσσιος από την πλευρά του αναφωνεί:
Ένιωσα τέτοια απελπισία, τόση δυστυχία, ώστε μόλις αντάμωσα τους άλλους στη φυλακή έβαλα τα κλάματα. Ε, έπρεπε να περάσω πολλά και να διαβάσω πολύ για να καταλάβω πόσο μοναδικός και πόσο μοναχικός είναι ο δρόμος του επαναστάτη.
Το τρίτο χαρακτηριστικό αφορά την ελευθερία, ενώ παράλληλα απαντά και στο κρίσιμο ερώτημα του εξεγερμένου: «Έχω το δικαίωμα να ασκήσω βία για να πετύχω τους σκοπούς της εξέγερσής μου;». Ο επαναστάτης ως λογικό ον θα αναζητήσει την ελευθερία του στην συνύπαρξή του με τους άλλους, θα εξαγγείλει ότι ακόμα κι εδώ υπάρχουν όρια, η δική μου ελευθερία τελειώνει ακριβώς στο σημείο που ξεκινάει η ελευθερία του άλλου. Με αυτόν τον τρόπο, γίνεται εκφραστής της σχετικής ελευθερίας. Από την πλευρά του ο εξεγερμένος δεν θα σταματήσει αν δεν φτάσει στην ολοκληρωτική ελευθερία. Συνεπαρμένος από τον μηδενισμό του «Όλα επιτρέπονται», για να κατορθώσει να πιάσει το Άπιαστο, να κατακτήσει την ελευθερία ολοκληρωτικά, θα φτάσει στο σημείο να δικαιολογήσει το έγκλημα και να απαντήσει «Ναι» στο παραπάνω ερώτημα. Ο σκοπός του, που αρχικά ήταν η επανάσταση, θα αγιάσει τα μέσα, που είναι το έγκλημα. Στην προσπάθεια να γίνει Θεός ο άνθρωπος σκοτώνει. Αυτή είναι και η ευθύνη των φασιστικών εξεγέρσεων του 20ου αιώνα., ότι θεοποίησαν το παράλογο και σκότωσαν ό,τι απέμεινε από το Θεό στην προσπάθειά τους να πάρουν τη θέση του. Ωστόσο, όπως αναφέρει ο Καμύ: «Εκείνος που δεν τα ξέρει όλα δεν μπορεί να σκοτώσει τα πάντα».
Το μεγαλείο του Μίσσιου εκφράζεται μέσα στο βιβλίο του Καμύ: «Το να δέχεται κανείς τον κόσμο και τα δεινά του φάνηκε για μια στγμή ρόλος μεγαλειώδης, γιατί φανταζόταν πως θα υποφέρει μόνο για τα δικά του δεινά και τις δικές του αντιφάσεις. Όταν όμως πρόκειται να πει κανείς ναι και στα δεινά των άλλων, τότε νοιώθει να του λείπει το θάρρος».
Αντιθέτως, στον Χρόνη δεν έλειψε. Ο Μίσσιος όπως και ο Καμύ απαντούν ένα μεγαλειώδες «ΟΧΙ» στην νομιμοποίηση του εγκλήματος στην επανάσταση. «Ο επαναστάτης για να αρνηθεί τη βία καταδικάζεται σε κάθε είδος υποδούλωσης...» και «Ολοκληρωτική προσαρμογή σε μια ολοκληρωτική αναγκαιότητα, αυτός είναι ο παράδοξος ορισμός της ελευθερίας» αναφέρει ο Καμύ, περιγράφοντας συνοπτικά σε δύο προτάσεις τον βίο και τα έργα του Μίσσιου. Παρότι σε ολόκληρη τη ζωή του δέχτηκε με τον χειρότερο τρόπο τη βία της εξουσίας, ο Μίσσιος σε ένα απόσπασμα-κατάθεση ψυχής εξομολογείται:
Ρε συ, νομίζω πως μια από τις μεγαλύτερες δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο επαναστάτης, είναι πώς μέσα στη διαδρομή του δεν θα χάσει την ανθρώπινη ουσία του, πώς θα διαφυλάξει την εσωτερική του πορεία, στην ολοκλήρωσή του σαν ανθρώπου, στο πώς δηλαδή αυτός ο μοναχικός και μοναδικός δρόμος δε θα μπει μέσα του, δε θα τον καταχτήσει, δε θα τον μετατρέψει από στοχαστικό σε πιστό, από ευαίσθητο ρομαντικό σε γραφειοκράτη, από ανθρωπιστή σε εχθρό του ανθρώπου και της κοινωνίας, από επαναστάτη σε πολιτικό. Πώς μπορείς ν' αντιμετωπίσεις τους βασανιστές σου χωρίς μίσος, πώς μπορείς ν' αντιμετωπίσεις τη χλεύη, την προσπάθεια εξευτελισμού σου, τη σαδιστική μανία και αλαζονεία της εξουσίας, χωρίς ψυχικά τραύματα, που λένε, πώς να αντιπαλέψεις για χρόνια ολόκληρα, αν όχι για όλη σου τη ζωή, τη σκόπιμη βία στο σώμα σου και στο μυαλό σου. Θαρρώ πως μονάχα μια βαθιά και μεγάλη αγάπη για τη ζωή μπορεί να σώσει την ανθρώπινη ουσία σου, γιατί όπως η επανάσταση δεν είναι μια πολιτική πράξη αλλά μια βαθιά κοινωνική παιδεία, μια πολύχρωμη ερωτική επικοινωνία με τους ανθρώπους, τη φύση και τα πράγματα, έτσι και ο επαναστάτης δεν μπορεί να είναι ένας πολιτικός άνθρωπος, αλλά ένας άνθρωπος ερωτευμένος…
Αντί επιλόγου…
Το ημερολόγιο δείχνει 20 Νοεμβρίου του 2017. Πέρασαν κιόλας πέντε χρόνια από την ημέρα που έφυγες. Θυμάμαι, βρισκόμουν στην τελευταία σελίδα του «…καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» όταν μπήκε η μάνα μου στο δωμάτιο και μου ανάγγειλε τα δυσάρεστα νέα. Πήγα στο χωλ και κοίταξα την οθόνη. Η δημόσια τηλεόραση είχε ένα μικρό αφιέρωμα στη ζωή και το έργο σου. Γύρισα ξανά στο δωμάτιο μου και έπιασα να διαβάσω την τελευταία σελίδα:
Τους νεκρούς μας τους θυμόμαστε, βέβαια, δε λέω, αλλά σαν νεκρούς, όχι σαν εκφραστές των μεγάλων οραμάτων, του ονείρου της ανθρωπότητας. Έτσι, και όταν τους θυμόμαστε, είναι σαν να τους σκοτώνουμε δυό φορές…
Το ημερολόγιο δείχνει 20 Νοεμβρίου του 2017. Πέρασαν κιόλας πέντε χρόνια από τότε που έφυγες. Ωστόσο, ο κόσμος δεν σε ξέχασε. Υπάρχουν άτομα που βραδιές χωρίς ύπνο, ανοίγουν τα βιβλία σου και διαβάζουν για έναν μοναχικό επαναστάτη που προσπάθησε να αλλάξει τον κόσμο. Αλλά μην σε κουράζω με τα δικά μας εδώ στη γη. Θα τα πούμε ξανά πίσω εκεί που σε γνώρισα, στα βιβλία με τις κίτρινες σελίδες και τα κολλημένα εξώφυλλα. Εξάλλου όπως θα λεγες και συ:
Αυτή η βουτιά που κάναμε στα παλιά, με γέμισε νοσταλγία και πίκρα.
κι εγώ έχω μάθει να χαμογελώ όπως μου 'μαθες εσύ, χωρίς να μου το ζητάνε…