Γράφει: Παναγιώτης Σιδηρόπουλος
Ομιλία Νένας Κοκκινάκη, φιλολόγου και συγγραφέως, στην εκδήλωση απονομής τού βραβείου Διδώ Σωτηρίου 2014.
Η Διδώ της μνήμης
Μικρή σπουδή για το έργο της
Σήμερα τιμούμε τη Διδώ Σωτηρίου, τη συγγραφέα που συνέδεσε το όνομά της με τη δεινότερη συμφορά της νεοελληνικής ιστορίας, την καταστροφή της Σμύρνης και το συνεπακόλουθο ξεριζωμό του ελληνισμού της Ιωνίας από τις προγονικές εστίες. Αυτόν τον κάποτε ζωντανό, ευλογημένο κόσμο των ανατολικών παραλίων του Αιγαίου και τον τραγικό του ξολοθρεμό η συγγραφέας ανέπλασε με τη γραφίδα της, «επειδή νόμισε πως αυτό είναι το χρέος της προς την κοινωνία», όπως συνήθιζε να λέει συμπληρώνοντας με σεμνότητα πως σε καμιά περίπτωση «δεν ξεκίνησε να γράφει με τη φιλοδοξία συγγραφέα».
Η Διδώ Σωτηρίου, γεννημένη το Φλεβάρη του 1909 στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας από πατέρα με καταγωγή από το Βόλο (Ευάγγελος Παπάς) και μητέρα από τη Ρόδο (Μαριάνθη Παπαδοπούλου) έζησε τη Μικρασιατική τραγωδία και λίγο μετά έφτασε πρόσφυγας με την οικογένειά της στον Πειραιά για να εγκατασταθεί αργότερα στην Αθήνα, όπου σπούδασε γαλλική φιλολογία στο Γαλλικό Ινστιτούτο. Από νεαρή ηλικία συνεργάστηκε με την αριστερή διανόηση και πήρε μαχητικά μέρος σε όλους τους αγώνες είτε κατά των Γερμανών, είτε υπέρ των εργατών την περίοδο της Κατοχής. Στις αρχές της σταδιοδρομίας της θα συνεργαστεί με τους Νέους Πρωτοπόρους, περιοδικό της αριστεράς και από το 1935 με την προοδευτική εφημερίδα Νέος κόσμος του Σπυρίδωνα Νικολόπουλου, εκδότη του Έθνους. Υπήρξε παράλληλα αρχισυντάκτρια του περιοδικού Γυναίκα που εξέδιδε ο ίδιος εκδότης. Με τα έντυπα αυτά θα συνεχίσει να συνεργάζεται και από το Παρίσι, όπου θα βρεθεί μετά το 1937 για να συμπληρώσει τις σπουδές της μετέχοντας παράλληλα στο ευρωπαϊκό γυναικείο κίνημα. Στην περίοδο της Κατοχής μαζί με τη Μέλπω Αξιώτη θα βγάλουν την πρώτη προοδευτική γυναικεία εφημερίδα, ενώ προς το τέλος της (1944) η Σωτηρίου θα γίνει συντάκτρια του παράνομου Ριζοσπάστη και για ένα μικρό διάστημα (46-47) αρχισυντάκτρια. Θα ακολουθήσει η διαγραφή της από το ΚΚΕ (επειδή εξέφρασε αντιλήψεις ασυμβίβαστες με τις θέσεις της τότε κομματικής ηγεσίας του), ενώ μετά τον Εμφύλιο θα συνεργαστεί με την εφημερίδα της ΕΔΑ Αυγή και το περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης. Κορυφαία στιγμή της ζωής της θα σταθεί αναμφίβολα η συνάντησή της με την Ηλέκτρα Αποστόλου, ηρωική μορφή της Αντίστασης, της οποίας η μυθιστορηματική βιογραφία εκδόθηκε ένα χρόνο πριν τα Ματωμένα χώματα (1961).
Το 1945 η Διδώ Σωτηρίου πήρε μέρος στο ιδρυτικό συνέδριο της Παγκόσμιας Δημοκρατικής Ομοσπονδίας Γυναικών στο Παρίσι, ενώ στα σκληρά μετεμφυλιακά χρόνια, όπως και κατά τη διάρκεια της δικτατορίας θα αποτελέσει το στήριγμα της αδελφής της Έλλης Παππά, που βρισκόταν στις φυλακές Αβέρωφ και στη Γυάρο. Η Διδώ μαζί με τον σύζυγό της Πλάτωνα Σωτηρίου θα μεγαλώσουν το γιο της Έλλης Παππά και του Νίκου Μπελογιάννη.
Όλα αυτά τα χρόνια θα λειτουργήσουν καθοριστικά στη συνείδηση της συγγραφέως, η οποία έχοντας βιώσει όχι μόνο τη μικρασιατική τραγωδία αλλά και τα επόμενα συγκλονιστικά ιστορικά γεγονότα (δικτατορία του Μεταξά (1936-1941), γερμανική κατοχή, οργάνωση της αντίστασης, δράση των αριστερών οργανώσεων, κίνημα του Δεκέμβρη του 44, Εμφύλιος) και έχοντας πάντα διατηρήσει θερμό τον ψυχικό δεσμό της με την μικρασιατική της καταγωγή προετοιμάζεται σιωπηλά για τη μετάπλαση σε επική πρόζα της μεγάλης εθνικής περιπέτειας.
Δεν είναι η μόνη. Και άλλοι Έλληνες συγγραφείς επηρεάστηκαν από την κρίσιμη αυτή και πολιτικά φορτισμένη περίοδο. Οι συγγραφείς της γενιάς του Μεσοπολέμου, γνωστής ως Γενιά του ’30 που στην πλειονότητά τους υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες της καταστροφής, όσο και αν ιδεολογικά δεν ανήκουν στους ίδιους χώρους, περιγράφουν την τραγωδία ως τραγική μοίρα που σημαδεύει τη ζωή και τη συλλογική συνείδηση και μνήμη. Κοινός όρος της λογοτεχνίας τους ο εθνικός προσανατολισμός: στον απόηχο ακόμα της Μεγάλης Ιδέας οι πρόσφυγες είναι «Έλληνες», αδέλφια του ελλαδικού πληθυσμού που κουβαλάνε μαζί με το χώμα της πατρίδας τους και τα οστά των προγόνων όλα τα σύμβολα που εκείνα τα χρόνια αποκτούν εθνικές διαστάσεις. Στο έργο τους θα συμπεριλάβουν τη ζωή στις πόλεις που άφησαν, τον κοινωνικό περίγυρο των «χαμένων πατρίδων» τους, τη θέση του πρόσφυγα και του ντόπιου που τον δέχεται, την ψυχολογική αστάθεια του «εκπατρισμένου», του ανθρώπου που χάνει όχι μόνο την οικογένειά του αλλά και τις πολιτισμικές του αναφορές και φυσικά την προσπάθεια των προσφύγων να ορθοποδήσουν μέσα στην κοινωνία υποδοχής τους, που ενίοτε καταγγέλλεται για την άρνησή της να τους ενσωματώσει. Βρισκόμαστε ακόμα μακριά από την εποχή που η λογοτεχνία με κέντρο τη Μικρασιατική τραγωδία και την ανταλλαγή των πληθυσμών θα λάβει υπόψη της τη διεθνή συγκυρία και θα επιχειρήσει να ανιχνεύσει την πολιτισμική συνάντηση δύο κοινωνιών απαλλαγμένη από ηρωισμούς και τραγικότητες. Που θα συνδυάσει την κατάρρευση μιας ολόκληρης και σφύζουσας πόλης με τη «φιλελληνική αθωότητα» των «συμμάχων» της Ελλάδας και δεν θα υποτιμήσει τις διεθνείς εξελίξεις, μέσα στις οποίες ενεπλάκη η Ελλάδα στο τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, πράγμα που δεν αντιλήφθηκαν οι διχασμένοι βενιζελικοί και βασιλικοί. Ένα τέτοιο παράδειγμα αντικειμενικότητας και αμεροληψίας συνδυασμένο όμως με ακάματη ψυχική ευεξία και αντοχή αποτελεί κατά την άποψή μας το έργο της Διδώς Σωτηρίου.
Καρπός της εσωτερικής μυστικής προετοιμασίας της που θα δώσει υπόσταση στον κόσμο της μυθοπλασίας θα είναι το πρώτο της μυθιστόρημα Οι νεκροί περιμένουν (1959). Η εξιστόρηση της ζωής των Ελλήνων στο Αϊδίνι και τη Σμύρνη από τους βαλκανικούς πολέμους μέχρι τον ξεριζωμό και την επώδυνη εγκατάστασή τους στην Ελλάδα σφραγίζεται στο βιβλίο της από έντονα προσωπικά βιώματα. Η αστική οικογένεια Μάγη που από την ξεγνοιασιά της ζωής στο Αϊδίνι θα βρεθεί στη δίνη του κυκλώνα της καταστροφής θα ζωντανέψει τις μεταπτώσεις από την ευτυχία στη δυστυχία του ξεριζωμού και της χρεωκοπίας που ακολούθησε την καταστροφή, ενώ μέσα από το πρόσωπο της μικρής Αλίκης Μάγη θα δοθεί με παραστατικότητα το όλο κλίμα του ξεριζωμού.
Τρία χρόνια αργότερα, το 1962, θα κυκλοφορήσουν τα Ματωμένα χώματα, το μυθιστόρημα που θα ταράξει συνειδήσεις και θα καθιερώσει τη Διδώ Σωτηρίου ως «μυθιστοριογράφο των εθνικών συμφορών» . Η συγγραφέας στο έργο της αυτό ακολουθώντας την ιστορική γραμμή των γεγονότων που οδήγησαν στην καταστροφή θα κατορθώσει μέσα από την αφήγηση του κεντρικού ήρωα Μανόλη Αξιώτη με αμεροληψία και κυρίως με εντιμότητα να υπερβεί τις απαιτήσεις ενός τυπικού ιστορικού μυθιστορήματος. Η βαθμιαία αφύπνιση του απλού ανθρώπου μπροστά στη φρικτή πραγματικότητα θα τον κάνει να συνειδητοποιήσει πως πέρα από τη σύγκρουση των δύο εθνοτήτων, ειδικά μετά τη συμμετοχή στον πόλεμο της Τουρκίας στο πλευρό της Γερμανίας, τον μεγαλύτερο και ολέθριο ρόλο θα παίξουν οι μεγάλοι της Ευρώπης. Ρωμιοί και Τούρκοι στο μεταξύ θα έχουν καταστεί θύματα αμοιβαίου μίσους έντεχνα καλλιεργημένου. Την τουρκική αγριότητα των φοβερών ταγμάτων εργασίας (Αμελέ Ταμπουρού), θα ακολουθήσει η αντεκδίκηση των Ελλήνων μετά τη νίκη της Αντάντ και την άφιξη του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος (στο 3ο κεφάλαιο: Ήρθαν οι Έλληνες), ίσαμε την καταστροφή, αποτέλεσμα της επικράτησης του Κεμάλ Ατατούρκ και της εγκατάλειψης του ελληνικού στρατού από τους συμμάχους του.
Ο Μανόλης Αξιώτης, κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος είναι ο αντιπροσωπευτικός τύπος του Μικρασιάτη αγρότη, ανυπόκριτου πατριώτη, δεμένου με τη γενέθλια γη. Συμπτωματικά κατάγεται από τον Κιρκιντζέ, όπως και ο αφηγητής του Στρατή Δούκα στην Ιστορία ενός αιχμαλώτου. Ένα αυτοβιογραφικό του κείμενο θα πυροδοτήσει την αφήγηση της συγγραφέως που δεν θα αρκεστεί στην έκθεση της περιπέτειας του συγκεκριμένου ατόμου αλλά θα θελήσει μέσα από την ατομική περιπέτεια να δώσει στο μύθο της ιστορικό προσανατολισμό, να προσαρμόσει την ατομική περιπέτεια μέσα στην ιστορική πραγματικότητα. Οι τέσσερις εκτενείς ενότητες του έργου καλύπτουν μια μεγάλη χρονική περίοδο της ιστορίας της πόλης της Σμύρνης, από τη μετεξέλιξή της σε σύγχρονη μητρόπολη ίσαμε την τελευταία της έκλαμψη που ξεκίνησε με την ενθουσιώδη υποδοχή των Ελλήνων στρατιωτών μέχρι τη δυναμική αντίδραση των Τούρκων και το οριστικό τέλος της. «Η παλιά Σμύρνη, ως αστικός χώρος και ως κοινωνική εμπειρία, έγινε στάχτη στην πυρκαγιά και πέρασε στην τραυματική μνήμη της προσφυγιάς, τον εθνικό συμβολισμό και τη λάμψη του μύθου» . Με φόντο την ιστορία εκτυλίσσεται η αφήγηση ξεκινώντας από την ειρηνική ζωή Ελλήνων και Τούρκων πριν την έναρξη του Πρώτου παγκοσμίου πολέμου, τις σχέσεις των δύο λαών, την είσοδο της Τουρκίας στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας, τη στρατολόγηση Ελλήνων στα τάγματα εργασίας με σκοπό τον αφανισμό τους, τις βιαιοπραγίες και το συστηματικό ξεκλήρισμα Ελλήνων και Αρμενίων. Ακολουθεί η άφιξη του ελληνικού στρατού, η υποχώρηση, η αποχώρηση των ελληνικών πλοίων μέχρι την καταστροφή και τη δραπέτευση του ήρωα στην Ελλάδα.
Στο έργο της αυτό η Σωτηρίου, συγγραφέας με υπερεθνική ιδεολογία, στρέφεται αποκλειστικά εναντίον του πολέμου. Για κείνην δεν υπάρχουν Τούρκοι ή Έλληνες, θα γράψει στο Βήμα ο Βάσος Βαρίκας. Υπάρχουν μόνον άνθρωποι που υποφέρουν το ίδιο, θύματα ιστορικών ολέθριων συγκυριών. Μεταξύ αυτών θα επιλέξει η συγγραφέας τους ήρωές της, ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους. Από την άποψη αυτή το έργο της αποτελεί αφετηρία αυτογνωσίας. Η αλήθεια μπορεί κάποτε να μην αρέσει και πολύ, έχει ωστόσο τη δική της δύναμη να επιβάλλεται.
Παράδειγμα η περίπτωση του Σουκρή εφέντη, Τούρκου αρχίατρου που επισκέπτεται το Τάγμα εργασίας Αμελέ Ταμπουρού. «Ο άνθρωπος αυτός», αφηγείται ο κεντρικός ήρωας, «ήρθε σαν άγιος της χριστιανοσύνης. Η στολή κι ο πόλεμος δεν καταφέρανε να διώξουν από κείνη τη γενναία καρδιά τον άνθρωπο. Μόλις αντίκρισε την κατάντια μας έφριξε. Έδωσε διαταγή να μεταφερθούν οι βαριά άρρωστοι σε νοσοκομεία. Άνοιξε παραθύρια. Έβαλε να κάψουν τα ψειριασμένα χόρτα και τα τσουβάλια, ν’ απολυμάνουνε και ν’ ασβεστώσουνε. Έφερε κλίβανο και κουβέρτες. Το λουτρό κι η αποτρίχωση γίναν υποχρεωτικά (…) Τι μπορεί να κάνει η ανθρωπιά! Από τις τρεις χιλιάδες που είμασταν, αν γλιτώσαμε οι εφτακόσιοι, στου Σουκρή εφέντη τη γενναία καρδιά το χρωστάμε». Κι όταν ο Μανόλης τον πλησίασε να τον ευχαριστήσει ο γιατρός του είπε: «Η νεαρή σου ηλικία και τα βάσανα που πέρασες, δεν σ’ εμποδίζουνε ν’ αντικρίζεις σωστά τη ζωή. Ο πόλεμος ανοίγει βάραθρα στις ψυχές και στα έθνη. Εσείς οι Έλληνες είχατε στην αρχαία μυθολογία σας μια Κίρκη που σαν άγγιζε τους ανθρώπους τους έκανε γουρούνια. Κίρκη είναι ο πόλεμος. Άιντε, σύρε τώρα στη μάνα σου να σε καλοταΐσει να συνέρθεις…»
Τα Ματωμένα χώματα εκτός από τις πάμπολλες εκδόσεις που γνώρισαν σε Ελλάδα και Ευρώπη εκδόθηκαν το 1970 και στα τουρκικά παρά την αρχική απαγόρευση της κυκλοφορίας του βιβλίου (που αργότερα, το 1983, τιμήθηκε μαζί με το συνολικό έργο της συγγραφέως με το βραβείο Ιπεκτσί της Επιτροπής ελληνοτουρκικής φιλίας). Η απήχηση και κοινωνική αποδοχή του έχει προφανώς να κάνει με τη βαθιά σχέση του με την πραγματικότητα που αποκαλύπτει, πράγμα που συνιστά και το μέτρο της γνησιότητάς του. Η Διδώ της μνήμης ζει μέσα από τις ιστορίες και τις καταστάσεις που βιώνουν οι αφηγηματικοί χαρακτήρες της πάσχοντας και συμμετέχοντας σε αυτές. Και μπορεί να ακολούθησε τον ίδιο δρόμο του Στρατή Δούκα με την Ιστορία ενός αιχμαλώτου ή του Ηλία Βενέζη με το Νούμερο 31328 (έργα που είχαν ήδη εκδοθεί το 1929 και το 1931 αντίστοιχα), το ατομικό όμως βίωμα στο έργο της θα συνδυαστεί με την ιστορική προοπτική και συγκεκριμένα με την προσπάθεια εναργούς αποτύπωσης της εθνικής περιπέτειας . Σημειώνουμε στο σημείο αυτό ότι ο βραβευμένος το 2009 με το Βραβείο Διδώ Σωτηρίου της Εταιρείας Συγγραφέων, δοκιμιογράφος Δημήτρης Ραφτόπουλος χαρακτήρισε το έργο Ματωμένα χώματα «Βίβλο της σύγχρονης εξόδου του μικρασιατικού ελληνισμού πυκνωμένη σ’ ένα μύθο στέρεο και άρτιο».
Εκτός από τα δύο αυτά μυθιστορήματα τον βασικό κορμό του έργου της Σωτηρίου συναποτελούν και τα δύο επόμενα: Εντολή (1876) και Κατεδαφιζόμεθα (1982). Η υπόθεση και των δύο αποδίδει την εμφυλιακή και μετεμφυλιακή πραγματικότητα. Η Εντολή, μυθιστόρημα πολιτικό που χαρακτηρίστηκε «συνταρακτικό έργο πολιτικής ευθύνης», ζωντανεύει τις περιπέτειες της μεταπελευθερωτικής Ελλάδας με πλαίσιο το χρονικό της σύλληψης, της δίκης και της εκτέλεσης του Κωστή που δεν είναι παρά ο Νίκος Μπελογιάννης. Η ίδια η συγγραφέας στον πρόλογο του βιβλίου δηλώνει πως δούλεψε «με άπειρο πόνο και εντιμότητα, δίχως φιλοδοξίες, αποζητώντας κάθαρση και όχι αναμόχλευση». Το μυθιστόρημα με τον σαρκαστικό τίτλο Κατεδαφιζόμεθα (1982) μεταφέρει τον αναγνώστη στην κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα των τελευταίων μεταπολεμικών δεκαετιών. Στο πρόσωπο ενός νέου της δεκαετίας του ’50, του Άρη Γιαννούλη, η συγγραφέας θα αποτυπώσει τα τραύματα της γενιάς που αναγκάστηκε να ανδρωθεί στο αλλοπρόσαλλο περιβάλλον του Ψυχρού πολέμου κληροδοτημένο από τον Εμφύλιο. Ο Άρης, παιδί με όνειρα και πνευματικές ανησυχίες θα βρει καταφύγιο στην τέχνη.
Τα τέσσερα αυτά μυθιστορήματα αποτελούν τον άξονα και βασικό κορμό του έργου της κινούμενα όλα μέσα σε συγκεκριμένα ιστορικά πλαίσια, καθώς η συγγραφέας επιδιώκει σαν χρέος τιμής την εμπλοκή της με την Ιστορία, τη δημιουργία μέσα στα πλαίσια της ισχυρής ιστορικής συνείδησης που διαθέτει, τη μετάπλαση του βιώματος σε τέχνη. Είναι άξιο παρατήρησης ότι τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα που βίωσε και που ερέθισαν τη φαντασία της απαίτησαν το χρόνο τους για να γονιμοποιηθούν. Η συγγραφέας χρειάστηκε να περιμένει αρκετά για να βάλει σε τάξη το υλικό της που πρώτα το άφησε να κατασταλάξει μέσα της, να ωριμάσει. Ο χρόνος αυτός της ωρίμανσης σηματοδοτεί «την ύπαρξη μιας αυξημένης ευαισθησίας απέναντι στην Ιστορία», θα σημειώσει ο Βαγγέλης Κάσσος στην εισαγωγή του στο έργο της Σωτηρίου στην Ανθολογία Σοκόλη συμπληρώνοντας: «Η αυξημένη αυτή ευαισθησία μπορεί να στοίχισε στη Διδώ Σωτηρίου μια αργοπορημένη εμφάνιση στα γράμματα και μια σποραδική εκδοτική παρουσία, εξόπλισε όμως το έργο της με τέτοια ποιότητα, που ισοσκελίζει όλες τις «ποιοτικές» απώλειες».
Κλείνοντας την αναφορά στο έργο της προσθέτουμε το δοκίμιό της Η Μικρασιατική Καταστροφή και η στρατηγική του ιμπεριαλισμού στην Ανατολική Μεσόγειο (1975), τα μυθιστορήματα που έγραψε για παιδιά (Μέσα στις φλόγες, 1978 και Επισκέπτες, 1979) και τέλος το Τυχαίο συναπάντημα και άλλες ιστορίες (2004).
Για το συνολικό έργο της η Διδώ Σωτηρίου τιμήθηκε με το Ειδικό Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας (1989), το Βραβείο της Τάξεως Γραμμάτων και Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών (1990), το Βραβείο του ελληνικού Ινστιτούτου της Αγγλίας για τη συνολική της προσφορά (1993) και τον Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος.-