Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
10-03-2025 19:48
Υπέρ Ενδιαφέρον, Πρωτότυπο, Διδακτικό
Κατά
Ένας άντρας αρχίζει να γράφει λανθασμένες και περίεργες λέξεις σε διάφορα χαρτάκια και τα κολλάει αρχικά στο ψυγείο και στη συνέχεια σε όλο το σπίτι. Τι σημαίνουν γι’ αυτόν αυτές οι λέξεις και τι μήνυμα θέλει να μεταδώσει στην οικογένειά του; Είναι κάποιος εκφυλισμός ή ένας ιδιαίτερος τρόπος εξωτερίκευσης συναισθημάτων;
Η Σοφία Αυγερινού έγραψε μια ιδιαίτερη, διαφορετική νουβέλα που, με αφορμή την προσωπική ιστορία του πρωταγωνιστή, παραθέτει διάφορες σκέψεις γύρω από τις λέξεις και τη χρήση και τη σημασία τους στην καθημερινότητά μας, σκέψεις δοσμένες όμως όχι με ξεκάθαρο τρόπο αλλά με ένα γοητευτικό κράμα σουρεαλισμού και ποιητικότητας. Υπάρχει φυσικά πλοκή και μια κλιμάκωσή της που δημιουργεί σασπένς, υπάρχουν όμως και θύλακες προσεγμένης περιγραφικής αφήγησης που δημιουργούν ένα μυστηριώδες τοπίο στο οποίο ο αναγνώστης προσπαθεί να εξιχνιάσει τι συμβαίνει με τον άνθρωπο που αρχίζει ξαφνικά να γεμίζει το σπίτι του με χαρτάκια γεμάτα άγνωστες λέξεις. Την ιστορία αφηγείται η ξαδέλφη του, η οποία σε σταθερή εβδομαδιαία βάση πηγαίνει να καθαρίσει το σπίτι του όπου ζει με τους τυφλούς γονείς του, ένα παράδοξο και σχεδόν γκροτέσκο ζευγάρι με καλλιτεχνικές και προσωπικές ιδιαιτερότητες που δεν οφείλονται τόσο στην ηλικία τους όσο στον ψυχοσυναισθηματικό τους κόσμο. Πηγαίνει λοιπόν κάθε Πέμπτη και τους καθαρίζει και πιάνει κουβέντα με τον νεαρό για να καταλάβει τι σημαίνουν γι’ αυτόν αυτές οι λέξεις («απρόσπορος», «εμπρυφώ» κλπ.). Ανησυχεί γιατί ξέρει πως μεγάλωσε σε περίεργες συνθήκες και συνήθως είναι μετρημένος, σοβαρός και εργατικός, επομένως τι του συνέβη και απέκτησε αυτήν την περίεργη εξωστρέφεια;
Ο γιος μουρμουρίζει «Δεν είναι αυτό» και «Δεν είναι σωστό» όλη την ώρα και δημιουργεί λέξεις που δεν μπορούν να μετουσιωθούν σε κείμενο, δεν ταιριάζουν η μία με την άλλη. Παραδέχεται πως τις βλέπει στον ύπνο του όπου κάτι του λέει πως ανάμεσά τους υπάρχει μία σημαντική λέξη που, αν τη βρει, θα του αλλάξει τη ζωή, θα καταφέρει όμως ποτέ να το πετύχει αυτό; Και τι θα συμβεί ως τότε; Η αφηγήτρια ανησυχεί, λόγω των γονιών του, πως ήρθε η ώρα που τον χτύπησε η αρρωστημένη κληρονομικότητα ή ίσως πρόκειται για ξεκίνημα οικογενειακής διαταραχής ή μια έξαρση της υποχονδριακής λεπτολογίας που τον χαρακτήριζε έτσι κι αλλιώς, είναι όμως έτσι; Από την άλλη, οι τυφλοί θείοι ζωγραφίζουν, εκείνος τοπία που αποπνέουν μια αλλόκοτη ποιότητα, εκείνη πορτρέτα που ξεπερνούν τις χειρότερες υπερβολές του κυβισμού, φτάνοντας όμως το πάθος τους για τη ζωγραφική σε υπερβολικό επίπεδο, μιας και γεμίζουν κι αυτοί το σπίτι με πίνακες, προκαλώντας χωρίς ειρμό την αισθητική και την οπτική. Η αφηγήτρια τους άφησε ήσυχους στην άκακη, όπως θεωρεί, τρέλα τους, μήπως όμως αυτό εξελιχθεί σε διαστροφή; Και με τι συνέπειες;
Με τη σειρά της, η αφηγήτρια έχει τα δικά της προβλήματα, ζει με μια μάνα με χλιαρή και αμήχανη συμπόνια για τα προβλήματα της κόρης της, πρόθυμη να προσφέρει βοήθεια, την οποία όμως φυσικά δεν προσφέρει ποτέ αφού «τα προβλήματά μας δεν μπορούν να τα λύσουν οι άλλοι». Η αφηγήτρια αναρωτιέται γιατί αφήνεται να μεγαλοποιεί τα πράγματα και γιατί βλέπει το μερίδιο της ευθύνης της να είναι ανεδαφικά μεγαλύτερο απ’ ό,τι της αναλογεί. Η απάντηση είναι μία: αν αποτύχει να λύσει το πρόβλημα του ξαδέλφου της θα είναι η πρώτη της αποτυχία στη ζωή και δεν το θέλει. Παρατηρεί λοιπόν και καταγραφεί τα πάντα ενώ απευθύνεται και στον αναγνώστη («Αν το καλοσκεφτείτε όμως θα δείτε ότι…» κλπ.).
Μέσα σε όλη αυτήν την αγωνία της αφηγήτριας να ανακαλύψει τι συμβαίνει στον ξάδελφό της, έστω να βρει εκείνη τη λέξη που αυτός ψάχνει, ξεπηδούν σύντομες σκέψεις για τον ρόλο και τη σημασία των λέξεων στη ζωή μας, για την τελευταία στιγμή που αντικρίσαμε κάποιον χωρίς να ξέρουμε πως εκείνη ήταν όντως η τελευταία, για τα δυσβάσταχτα ψυχολογικά βάρη που μας φορτώνονται ακούσια από άλλους ή τα σηκώνουμε εμείς, έγνοιες και σκέψεις που έχουν απασχολήσει σίγουρα τη συγγραφέα στη ζωή της και τώρα τις σκορπάει με ταιριαστό τρόπο μες στο κείμενο διακόπτοντας τη ροή και εμπλουτίζοντας την αφήγηση με διαχρονικές αλήθειες. «Άγνωστες λέξεις» έχει η αφηγήτρια και μοιράζεται με τον αναγνώστη τις ανησυχίες της και την έγνοια της για τον ξάδερφο που από τη μια στιγμή στην άλλη γέμισε τον τόπο με χαρτάκια όπου είναι γραμμένες λέξεις παράξενες, αδόκιμες και σπαράγματα συνθετότητας βασικών εννοιών. Λέξεις που δεν είναι παρά «συμπτωματικοί συνδυασμοί άναρθρων ήχων που κάποια μέρα θεωρήθηκαν σωστοί, απαραίτητοι για την εξέλιξη του πολιτισμού, αγκίστρια που μας άρπαξαν από τον βυθό και μα ανέβασαν στην κορωνίδα της ύπαρξης, σαν άστρα μέσα στο τίποτε, ανάμεσα στα άστρα και στο τίποτε» (σελ. 94).
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;
Ναι
/
Όχι