Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
10-06-2024 18:35
Υπέρ Ενδιαφέρον, Ανατρεπτικό, Διδακτικό, Γρήγορο
Κατά
Κατά τη διάρκεια μιας επιδημίας ένας εκδιωγμένος από τον τόπο του άνθρωπος προσπαθεί να φροντίσει όχι μόνο τα λουλούδια της πολυκατοικίας όπου μένει κι εργάζεται αλλά και τους ενοίκους της. Θα καταφέρει να τους κερδίσει; Θα τον αφήσουν να μπει στις ζωές τους; Πώς θα λύσει τα προβλήματά τους;
Η Τίνα Κατσούλη έγραψε μια ενδιαφέρουσα νουβέλα γεμάτη υπέροχους χαρακτήρες, κινηματογραφική γραφή, ρεαλισμό και σημαντικά διαχρονικά μηνύματα. Πρωταγωνιστής και ταυτόχρονα ένας από τους πρωτοπρόσωπους αφηγητές της ιστορίας είναι ο Έντζο, θυρωρός στην πολυκατοικία όπου μένει, σε μια από τις πιο αριστοκρατικές συνοικίες της πόλης. Είναι κηπουρός αλλά και άνθρωπος για όλες τις δουλειές ενώ το βράδυ, αντί να ξεκουράζεται, δουλεύει στα σφαγεία, προσπαθώντας έτσι να συντηρήσει την οικογένειά του. «Η οικονομία και το στοκάρισμα είναι ο αγώνας της ζωής μου» (σελ. 12), λέει χαρακτηριστικά. Σκιαγραφείται διεισδυτικά, είναι φιλόπονος και ακάματος, ενδιαφέρεται για τη γυναίκα και την κόρη του, καθώς και για τους γείτονές του. Είναι ένας «αναλογικός θυρωρός σε έναν ψηφιακό κόσμο», δεν είναι όμως οπισθοδρομικός ούτε επίμονος σε τυχόν παλαιολιθικές απόψεις, είναι απλά ο νοσταλγός μιας εποχής με πιο πρακτικά πράγματα, χωρίς ταχύτητες, με κατά πρόσωπο συνευρέσεις κι αυτές οι λεπτομέρειες αποτυπώνονται μέσα από άκρως ρεαλιστικά γεγονότα και μια ωμή περιγραφή που αφήνει τις λέξεις να στήσουν ολοζώντανες σκηνές. Ως πατέρας και εκπρόσωπος μιας προηγούμενη γενιάς έρχεται σε ρήξη με την κόρη του, η οποία, ως νέα κοπέλα, έχει μπει για τα καλά στην τεχνολογία. Ζούσε σε μια ροζ τσιχλόφουσκα και ήθελε να γίνει influencer για να βγάζει χρήματα, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των γονιών της να της εξηγήσουν τι σημαίνει πραγματική δουλειά. Τελικά, η επιδημία και οι σκληρές συνθήκες που βιώνουν την προσγείωσαν απότομα. Η συγγραφέας κρατάει πολύ καλά τις ισορροπίες χωρίς να καταφεύγει σε υπερβολές ή ακρότητες, εξ ου και ο άφθαστος ρεαλισμός του κειμένου και η καλοδουλεμένη σκιαγράφηση των χαρακτήρων, στοιχεία που ήδη αναφέρθηκαν.
Το κείμενο έχει δύναμη στις περιγραφές και στον τρόπο εξέλιξης των ιστοριών. Ο Έντζο βίωσε «το μεγάλο φευγιό» όταν ήταν παιδί, οπότε και άφησαν οικογενειακώς τον φτωχό τόπο τους για να ζήσουν καλύτερα σε μιαν άλλη πατρίδα, όπου όμως οι άνθρωποι τους έδιωχναν ως ανεπιθύμητους και επικίνδυνους. Ήταν δύσκολα τα παιδικά του χρόνια: «ο πατέρας του μύριζε μόχθο, πλίνθινη σκόνη και ξινίλα από το γάλα που άρμεγε, ίδιος κάθε μέρα, με τα ίδια ρούχα…» (σελ. 14). Η μάνα από την άλλη κατέβαλλε προσπάθειες να βρει τρόπους να θρέψει τα παιδιά της από το τίποτα: «Τίποτα δεν μου έλειπε, γιατί τίποτα δεν είχα, ώστε να καταλάβω ότι κάτι μου χρειάζεται, αυτά τα αντιλαμβάνεσαι μετά» (σελ. 15), λέει χαρακτηριστικά ο πρωταγωνιστής. Προσφυγιά, αγώνας επιβίωσης, γεγονότα και στιγμές που όλοι μας έχουμε ακούσει, δει ή βιώσει στην εποχή μας, κάνοντας το κείμενο ανέλπιστα οικείο και κοντινό στα βιώματά μας στήνουν το φόντο της ζωής του πρωταγωνιστή. Η συγγραφέας καταφέρνει να μου χαρίσει αξέχαστες στιγμές από τη ζωή του Έντζο, είτε ευτυχισμένα και σκληρά στιγμιότυπα από τη φτωχή ζωή του πριν (κάποιες στιγμές ένιωθα τον αχνό της τραχανόσουπας και την αποφορά του πατέρα από τις εργατικές δουλειές) είτε από τις συναναστροφές του με τους ενοίκους στην πολυκατοικία τώρα.
Με εναλλαγές πρωτοπρόσωπων αφηγήσεων που ίσως κάποια στιγμή κουράσουν ή μπερδέψουν τον αναγνώστη, μιας και δεν υπάρχουν εμφανείς διαχωρισμοί στη ροή ή άλλα στοιχεία που θα βοηθήσουν εξαρχής τον εκάστοτε αφηγητή, γνωρίζομε και τους γείτονες του Έντζο: τον διευθυντή της παθολογικής κλινικής ενός νοσοκομείου με την οικογένειά του, μια ξεπεσμένη σπουδαία υψίφωνο και σταρ του λυρικού θεάτρου (ο καταλυτικός της ρόλος σ’ ένα τρυφερό στιγμιότυπο μ’ έκανε να δακρύσω), έναν χήρο στρατηγό, μέλος του εθνικιστικού κόμματος και νοσταλγό του φασισμού, με αναρχικό γιο που του δυσκολεύει τη ζωή, μια ζάπλουτη ρακοσυλλέκτρια, το ζευγάρι Λούκα και Αντρέα του ρετιρέ και οι κληρονόμοι του Λούκα που τον περιμένουν να πεθάνει. Όλοι τους έχουν ενδιαφέρουσες ζωές και διαφορετικούς χαρακτήρες και νοοτροπίες, δημιουργώντας έτσι ένα πολυπρισματικό παζλ γεμάτο διενέξεις, αγάπη, καλοσύνη, υπομονή, ακόμη και φανατισμό. Όλοι τους όμως είναι άνθρωποι που δεν είναι μόνο κλεισμένοι στα σπίτια τους λόγω της απαγόρευσης αλλά και παγιδευμένοι στις ίδιες τους τις ζωές, κλεισμένοι στον εαυτό τους για πολλούς και διάφορους λόγους. Είμαστε σε μια εποχή όπου η μυστηριώδης ασθένεια που έχει γονατίσει τον πλανήτη μεταδίδεται εξ επαφής, αναγκάζοντας τον κόσμο να κυκλοφορεί με μάσκες και γάντια. Απαγόρευση κυκλοφορίας, τα μεροκάματα μειώνονται, ειδήσεις και ανακοινωθέντα κάθε βράδυ, χώρια τα έκτακτα, ο θάνατος καλπάζει, θερίζει, ανοίγει καθημερινά χιλιάδες φρέσκους τάφους.
«Η σκιά του κηπουρού», κάτω από την οποία ανθίζουν και μεγαλώνουν όχι μόνο τα λουλούδια του κήπου που ανέλαβε αλλά και οι ένοικοι της πολυκατοικίας όπου μένει κι εργάζεται, είναι μια συγκινητική, ρεαλιστική και τρυφερή ιστορία γεμάτη καλοσύνη και ποικίλα συναισθήματα. Ωμή και σκληρή γλώσσα, που δημιουργεί κινηματογραφικές σκηνές, άφθαστος ρεαλισμός, υποβλητική ατμόσφαιρα («οι στύλοι στους δρόμους αναβοσβήνουν αναποφάσιστοι»), περιγραφές ανθρώπων, νοοτροπιών και μιας πόλης που δεν κατονομάζεται (ίσως η Ρώμη) δημιουργούν το απαραίτητο σκηνικό που χρειάζεται για να ανθίσει η αισιοδοξία, το χαμόγελο και το φως σε μια εποχή τρόμου και γκριζάδας. Γιατί: «Να αγαπάς, να νοιάζεσαι, αυτό έχει σημασία»,
«Να νοιάζεσαι και να βοηθάς, αυτό είναι που δένει τώρα πια τους ανθρώπους, αυτό είναι, λέει, που φτιάχνει τις νέες πατρίδες» (σελ. 80).
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;
Ναι
/
Όχι