Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
17-12-2022 11:12
Υπέρ Ενδιαφέρον, Συναρπαστικό, Ανατρεπτικό, Διδακτικό, Πλούσια πλοκή, Τεκμηριωμένο
Κατά
Οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης, Έλληνες, Τούρκοι, Εβραίοι, λεβαντίνοι ζουν αρμονικά με τα προβλήματα αλλά και τις χαρές της καθημερινότητάς τους. Φιλίες χτίζονται, γάμοι γίνονται, το παιδομάνι χαλάει τον κόσμο με τις φωνές του. Αυτή η αρμονική ατμόσφαιρα θα σβήσει για πάντα μετά τη νύχτα της 6ης προς 7 Σεπτεμβρίου 1955 κι η Νύχτα των Κρυστάλλων που θα ζήσουν οι Έλληνες θα είναι και η αρχή του τέλους τους στην πόλη που γνώριζαν εκ γενετής για πατρίδα. «Ανάθεμά τους αυτούς που αποφασίζουν. Δε νοιάζονται για τον άνθρωπο» (σελ. 24).
Η Τέσυ Μπάιλα καταγράφει στο νέο της μυθιστόρημα συναρπαστικές ιστορίες απλών, καθημερινών ανθρώπων που συγκροτούν ένα σύμπαν ομόνοιας, αγάπης, αλληλεγγύης και φιλίας. Μπαίνει στα φτωχόσπιτα και στα αρχοντικά, στις εκκλησίες και στα τζαμιά, στα μνημεία και στα νεκροταφεία, ανεβοκατεβαίνει τη λεωφόρο του Πέραν και τη γειτονιά της, παρατηρεί τα πάντα και τα ζωντανεύει με την άφθαστη λογοτεχνική της πένα. Δανείζεται για τίτλο την πρώτη φράση του μυθιστορήματος του Χέρμαν Μέλβιλ «Μόμπι Ντικ», ενός κειμένου που περιγράφει με μοναδικό τρόπο τη μεγάλη περιπέτεια της ζωής, όπως κάνει κάθε βιβλίο, γιατί θέλησε να ξεχειλίσει από ζωή και να ανασυστήσει μια εποχή μέσα από τα μάτια δύο φαινομενικά αντίθετων κόσμων που όμως, σύμφωνα με τη συγγραφέα: «κρύβουν μέσα τους κοινούς τόπους πολιτισμού, μοιράζονται τα ίδια χρώματα κι έχουν αποκτήσει κοινές εμπειρίες στο διάβα των αιώνων».
Η αρχή είναι ευρηματική, μιας και ο μίτος ξετυλίγεται από το 1964, χρονιά απέλασης των τελευταίων Ελλήνων της Πόλης, και παρακολουθούμε έναν αφηγητή αγνώστου ταυτότητας να επιβιβάζεται στο καράβι που θα τον απομακρύνει από την πατρίδα. Ένα κομβόι απογοητευμένων ανθρώπων σχηματίζει ουρά για επιβίβαση, μαζεύονται ένας ένας οι τελευταίοι απελπισμένοι. «Έμεναν όλα πίσω. Σκεπασμένα με τη γνωστή ομίχλη της Πόλης, μια ομίχλη ολόιδια με τη λησμονιά» (σελ. 35). Οι περισσότεροι πρώτη φορά θα αντίκριζαν την Ελλάδα αφού στην Πόλη είχαν γεννηθεί, εκεί αγάπησαν και αγαπήθηκαν, εκεί έκαναν όνειρα και οικογένειες, εκεί έθαψαν συγγενείς και φίλους και τώρα φεύγουν ξαφνικά, τα αφήνουν όλα πίσω τους και πάνε στο άγνωστο, με το παράπονο πως η ζωή θα συνεχίζεται εδώ, σε αυτά τα μέρη, τα αγαπημένα τους αλλά χωρίς αυτούς, ερήμην τους. «Πώς κλείνει πίσω του την πόρτα του σπιτιού του για τελευταία φορά ένας άνθρωπος» (σελ. 26); Κάθε λέξη με λύγιζε: «Άγριο πράμα να βλέπεις τα μάτια θολωμένα. Και περισσότερο όταν είναι μάτια γέρικα. Πιο πολύ γι’ αυτούς ανταριάζει η ψυχή μου. Γιατί, άμα είσαι μεγάλος σε ηλικία και φεύγεις από κάπου, δεν ξέρεις αν θα ξαναγυρίσεις. Και τι σου μένει να κάνεις; Μόνο να θυμάσαι. Κι αυτό πιότερο πονά σαν είσαι γέρος» (σελ. 25). Πικραμένοι κι ανήμποροι, όπου πάνε θα αλλάξει η μοίρα τους, τίποτα δε θα είναι ξανά το ίδιο. Όλοι βέβαια ντυμένοι με τα καλά τους, να μη φτάσουν σα ζητιάνοι στην Ελλάδα, κύρηδες κι αρχοντάνθρωποι. «Άδικο ήταν και μάλιστα μεγάλο. Μα το άδικο δύσκολα το νικά κανείς» (σελ. 30). Όλη η πίκρα, η αγωνία και ο φόβος των συνεπιβατών του μυστηριώδους αφηγητή γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι του, συμπάσχει μαζί τους, πιάνει ψιλοκουβέντα, καταστρώνει τα σχέδιά του αλλά δε μας αποκαλύπτει ποιος είναι.
Γυρίζουμε λοιπόν στο 1955 κι απολαμβάνουμε το μελίσσι που αχολογάει γύρω από τη λεωφόρο του Πέραν, με τα μαγαζιά να ανοίγουν ένα προς ένα, τις νοικοκυρές να ξεκινάνε τα ψώνια τους και τα πρωινά κουσέλια, τους παραγιούς να σκουπίζουν και να ανεβάζουν τα κεπέγκια, το γραφικό τραμ να ανεβοκατεβαίνει χτυπώντας το κουδουνάκι του. «Άγιες εκείνες οι μέρες. Αδελφωμένες. Μα τι τα θες; Ποτέ δεν κράτησαν πολύ. Πάντα κάτι γινόταν κι άλλαζαν όλα μεμιάς. Κι ύστερα, πάλι από την αρχή. Αλλά εμείς βρίσκαμε τον τρόπο και ξαναφιλιώναμε και ζούσαμε συνετά όλα μας τα χρόνια. Τίποτα δεν είχαμε να χωρίσουμε» (σελ. 24). Πόσες λεπτομέρειες, πόσοι χαρακτήρες, πόσα μέρη ξεχύνονται μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματος και αναβιώνουν μια γλυκόπικρη εποχή που θα διαλυθεί σύντομα και οριστικά. Η Τέσυ Μπάιλα το τονίζει εξαρχής: η Κωνσταντινούπολη δε χωρίζει τους Τούρκους από τους Ρωμιούς αλλά συνενώνει ανθρώπους που υποφέρουν το ίδιο, μοιράζονται ήθη και έθιμα, αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο στο πέρασμα της Ιστορίας κι επιδιώκουν να ζουν ειρηνικά μεταξύ τους, κάτι που δεν το καταφέρνουν πάντα. Απλοί και καθημερινοί άνθρωποι, Έλληνες και Τούρκοι, Αρμένιοι και λεβαντίνοι, συνυπάρχουν αρμονικά, μοιράζονται τις ελπίδες τους, αναμετρώνται με τον χρόνο και τις αποφάσεις που καθορίζουν τη ζωή τους χωρίς να τις παίρνουν όμως οι ίδιοι. Θύματα και θύτες της Μεγάλης Ιδέας, της ανταλλαγής των πληθυσμών του 1923 και τώρα των Σεπτεμβριανών, με κοινό τόπο τη χαμένη πατρίδα, τον ξεριζωμό, τη βίαιη αποκοπή από το οικείο τους.
Βάι βάι, το τζιέρι μου αντάριασε η μυρωδιά του καϊφέ σου, μπρε Ισμαήλ! Ναι, ο εύθυμος, διασκεδαστικός καφετζής του Πέραν που ζει μόνος του έχει ένα μαγαζί που λειτουργεί και ως μπακάλικο με λογιών λογιών τρόφιμα και μπαχαρικά. Γεμίζει ο τόπος από το άρωμα του καφέ που φτιάχνει με μεράκι, καθώς κι από τους ναργιλέδες και τα μπαχάρια του αλλά με δισταγμό ξεδιπλώνει τα μυστικά του καλού καφέ. Διορατικός και παρατηρητικός: «Οι Τούρκοι πίνουν πάντα το νερό προτού ρουφήξουν τον καφέ τους για να απολαύσουν καλύτερα το άρωμά του, αφού πρώτα καθαρίσουν το στόμα τους. Ενώ οι Ρωμιοί μετά. Για να διώξουν την πίκρα του. Γιατί οι άνθρωποι ίδιοι είναι. Μοιάζουν μεταξύ τους. Αλλάζουν μόνο οι συνήθειές τους και οι τρόποι τους» (σελ. 60-61). Θύμα της ανταλλαγής του 1923, με μα σπαρακτική προσωπική ιστορία, την οποία κάποια στιγμή θα εξομολογηθεί στον φίλο του, τον Ισίδωρο, ναι, μπρε, αυτό το σκιόρεμα, που χωμένο όλη μέρα μες στα βιβλία του είναι κι αλίμονό σου αν τον διακόψεις. Έχει το μοναδικό ρωμαίικο βιβλιοπωλείο στη γειτονιά του Πέρα, είναι ιδιόρρυθμος και παράξενος, λίγοι πελάτες τολμούν να διαβούν την πόρτα του, το αγριωπό του βλέμμα τους αποθαρρύνει. Στην πραγματικότητα όμως είναι καλοκάγαθος, βυθίζεται στον κόσμο των βιβλίων του γιατί τον κυνηγούν οι αναμνήσεις από γεγονότα που θα αποκαλυφθούν σταδιακά. Έχει ένα ιδιαίτερο δέσιμο με τον Ισμαήλ, ο οποίος χωρατεύει μαζί του, τον στηρίζει, τον προσέχει κι έτσι συμπληρώνει ο ένας τον άλλον. Και δε με λες για, σεβντά δεν έχει το κιτάπ; Πώς δεν έχει! Να η όμορφη Εσίν, η οποία επισκέπτεται συχνά τον Ισίδωρο, του λέει για τη ζωή της, εκείνος της διαβάζει αποσπάσματα κι ύστερα η κοπέλα ξαναφεύγει. Τα ίδια αισθήματα αναπτύσσει και για τον Ισμαήλ αλλά δεν έχουμε μαργολίκια και προστυχιές, με μια γυναίκα να παίζει μαζί τους, ιτς! Είναι ορφανή από πατέρα κι οι δύο άντρες αναπληρώνουν την απουσία του, πιο πολύ αδελφική είναι η συμπεριφορά τους απέναντί της παρά ερωτική. Κι όμως κάποιος από αυτούς λιώνει νυχθημερόν με τον κρυφό έρωτα που δεν έχει την τόλμη να εκφράσει κι έτσι φεύγουν τα χρόνια. Η μητέρα της Εσίν, Αϊσέ, που εγκατέλειψε την κόρη της στη μάνα της έχει κι αυτή τη δική της θέση στο μυθιστόρημα και ενώνει με τη δική της ζωή κάποιους άλλους κρίκους.
Όλα αυτά τα παρακολουθεί από το παράθυρο του αρχοντικού της η Καλλιάνθη, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας Ρωμιών, με πολλά μαγαζιά στην περιοχή, τα οποία και νοικιάζει, αυστηρή και λιγομίλητη, καταδεκτική και δίκαιη, μόνη κι άκληρη. Μένει σ’ ένα δίπατο αρχοντικό στο βάθος της λεωφόρου του Πέρα με την οικονόμο της, τη Μέλπω, κι όταν έμεινε ορφανός ο Ισμαήλ που νοίκιαζε το μαγαζί της άρχισε να τον φροντίζει και να τον ταΐζει, με αποτέλεσμα να γεννηθεί μια σοβαρή φιλία ανάμεσά τους («Αμούστακο αγόρι ήταν. Μόλις άρχιζε η ζωή να ξετυλίγει το κουβάρι της μπροστά του. Η δική της μάζευε τις τελευταίες κλωστές, ξεφτισμένες κι αυτές», σελ. 134). Το καμπανάκι από το κατακόκκινο τραμ έξω από το σπίτι της ξυπνάει τις αναμνήσεις της: «Στην γκριζόμαυρη ψυχή της πόλης και στην αντιφατική παραδοξότητά της, το κόκκινο χρώμα του το έκανε να μοιάζει με ένα αστείο παιχνίδι…Για την κυρία Καλλιάνθη όμως αποτελούσε την ύπαρξη ενός κατακόκκινου βέλους χωμένου βαθιά στο πεπρωμένο της, από το οποίο δεν κατάφερε να απαγκιστρωθεί ποτέ» (σελ. 112-113). Πόσο γλυκόπικρη η ιστορία της και πόσο ευρηματικά δεμένη με το τραμ της Ιστικλάλ!
Ωχ, τι φασαρία είναι αυτή και τι μπόχα; Α, να η γρια-Γιασεμώ με τον σκύλο της, τον Γιουσούφ, που τον περιμάζεψε από μωρό. Είναι ρακοσυλλέκτρια και ψάχνει στα σκουπίδια, ψυχοπονιάρα και φασαριόζα, ξεπεσμένη πόρνη που κάποτε ερωτεύτηκε έναν ναυτικό, τον Νικολό (γιατί Τέσυ Μπάιλα και θάλασσα είναι αλληλένδετα κομμάτια, οπότε κι εδώ ταξιδεύομε μαζί του στις απέραντες γαλανές ανοιχτωσιές, βλέποντας μαζί του στον ορίζοντα τα μάτια της Γιασεμώς). Γιατί όμως ζει η Γιασεμώ τώρα ολομόναχη, πικραμένη και απογοητευμένη από ψεύτικες υποσχέσεις αντρών; Διαβάστε πόσο τρυφερά μιλάει στο σκυλί της, τι όμορφα που αποδίδεται η αγάπη της για τον Γιουσούφ, το τελευταίο πλάσμα που την αγαπάει στη δύση της ζωής της, πόσες αλήθειες εκφράζει όταν αναθεματίζει τις τάχαμου «κυράδες» που κάνουν τα μύρια όσια πίσω από τους άντρες τους αλλά κατά τ’ άλλα τις πόρνες αποκαλούν «παστρικές»! Και τώρα που με είπες «παστρικές», μπρε, πού είναι η Ασλίβ, η κόρη του χαμαμτζή, που «είχε δυο αετόσπιθες για μάτια»; Νάτη, βοηθάει τη μάνα της με τα πεσταμάλια και τον καθαρισμό όσο ο Ναντίρ, ο νεαρός πελάτης του χαμάμ, ακούει τη μελωδική της φωνή και την ερωτεύεται χωρίς να τη δει ποτέ. Για χάρη της ο Ναντίρ θα αφήσει πίσω του τα καπηλειά και τα πορνεία, το όπιο και τις μικροκλοπές, αρκεί να του χαρίσει ένα της βλέμμα.
Τρυφερές λοιπόν και ανατρεπτικές ιστορίες, ρεαλισμός και διαχρονικά μηνύματα ξεπηδούν μέσα από ιστορίες που πλαισιώνονται από δευτερεύοντες χαρακτήρες που δεν υπολείπονται ενδιαφέροντος: η Τζασμίν, η μικρή τσιγγάνα που πουλάει λεβάντα κι αν δεν ξεπουλήσει ή αν δε φέρει αρκετά χρήματα στο σπίτι τη δέρνει ο πατέρας της, ο Μεχμέτ, ο ανιψιός και παραγιός του Ισμαήλ, με μια τραγική οικογένεια ιστορία στην πλάτη του, ερχόμενος από τον Τσεσμέ της Μικράς Ασίας, η Ασημίνα η ράφτρα που δεν έχει διαλόγους, δε βγαίνει στο φως αλλά αναφέρεται συχνά πυκνά από τους υπόλοιπους και πολλοί άλλοι μου χάρισαν αξέχαστες στιγμές και ποικίλα συναισθήματα. Η συγγραφέας σκύβει από την αρχή δίπλα τους, τους φωτίζει, τους παρηγορεί, τους θωπεύει με λόγια-βάλσαμο στα δύσκολα που έρχονται: «…συνηθίζει ο άνθρωπος να αλλάζει κάθε τόσο τη ζωή του. Να φεύγει. Ε, δεν τα καταφέρνει και πάντα. Τις περισσότερες φορές κρύβει βαθιά στην καρδιά του ό,τι πρέπει να αποχαιρετήσει. Για να το πάρει μαζί του. Για να μπορεί να επιστρέφει εκεί ο νους του όταν οι αναμνήσεις τον φωνάζουν. Να ‘χουν κι αυτές τον τόπο τους. Να μην ξενιτευτούν ποτέ» (σελ. 18-19). Αυτήν την ουδετερότητα, τη συνολική ματιά πάνω σε βασανισμένους ανθρώπους χωρίς να ξεχωρίζουν από θρήσκευμα ή φυλή, μέχρι κι η θάλασσα τη μοιράζεται: «Και δεν την ένοιαζε τη θάλασσα αν τα ποδάρια των παιδιών πάνω στα περιγιάλια της ήταν αρμένικα, τούρκικα, σεφαραδίτικα, λεβαντίνικα ή ρωμαίικα σαν τα γαργαλούσε και τα ‘ριχνε πάνω στα βότσαλα και στα μικρά της βράχια. Της έφτανε μονάχα το παιχνίδι, το κελαρυστό γέλιο των παιδιών και οι αθώες φωνές τους» (σελ. 19).
Πράγματι, λίγοι συγγραφείς έχουν την ικανότητα να κλείσουν μέσα σε λίγες λέξεις όλη τη μαγεία και το γλυκόπικρο της ανάμνησης από την παιδική μας ηλικία: «Θυμήθηκα τότε που ήμαστε έφηβοι ακόμα. Τρέχαμε ξυπόλητοι στην ακτή και η θάλασσα έτρεχε κι εκείνη να παίξει μαζί μας. Βιαζόταν να βρέξει τα μαυρισμένα μας ποδάρια. Ποδάρια γεμάτα μελανιές από τα πεσίματα και τα γδαρσίματα του παιχνιδιού αλλά φτερωμένα. Βλέπεις, όταν είσαι παιδί δεν ξέρεις, και κάνεις ένα σωρό όνειρα κι ας τα κάνει ο χρόνος πετούμενα στην καταιγίδα. Μα μαθαίνει κανείς να ταξιδεύει και μέσα στην καταιγίδα. Αρκεί να καταφέρει πρώτα να κουμαντάρει το πλοίο καλύτερα» (σελ. 19). Κι όπως πάντα, το κείμενο είναι γεμάτο από πανέμορφα καλολογικά στοιχεία: «Μα κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει την Πόλη σαν τη δει να ξυπνά την αυγή χωμένη στην ομίχλη. Μοιάζει με σώμα γυναίκας που τεντώνεται στα υγρά σεντόνια της Ιστορίας κι αποζητάει ολόγυμνη το σερνικό χάδι. Και όταν τεντώνεται, ένας ολόκληρος κόσμος ολόγυρά της παίρνει τη γνώριμη θέση του, αναριγώντας από την επιθυμία και τη σαγήνη. Ο τόπος γεμίζει μνήμες και αναμνήσεις» (σελ. 39). Μάλιστα, οι σελίδες 39-42 είναι η ωραιότερη περιγραφή της μαγικής και πλανεύτρας Κωνσταντινούπολης που έχω συναντήσει ως τώρα γιατί αποτυπώνει με λέξεις όσα έχω ζήσει και νιώσει κι εγώ ο ίδιος ως επισκέπτης σε αυτήν την πόλη-θαύμα. Ειλικρινά δε θα μπορούσαν να περιγραφούν καλύτερα τα συναισθήματά μου από τις μυρωδιές και τις εικόνες της που ακόμα φέρω μέσα μου: «Με την ανατολίτικη γοητεία χωμένη στη δυτική αγκαλιά ενός κόσμου που ολοένα και περισσότερο αλλάζει» (σελ. 42).
Το νέο μυθιστόρημα της Τέσυς Μπάιλα είναι πασιφιστικό και πανανθρώπινο και τονίζει, όπως ανέφερα και πιο πάνω, το γεγονός πως στην ουσία Έλληνες και Τούρκοι δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν. «Και πως ανάμεσα σε Τούρκο και σε Έλληνα έχει σημασία μονάχα ο άνθρωπος και η καλοσύνη κάνει τον άνθρωπο πιο πολύ κι από τα γράμματα» (σελ. 188). Άλλωστε: «…οι άνθρωποι είμαστε διαφορετικοί, Οσμάν…και αυτές οι διαφορές μας είναι που κάνουν τη ζωή όμορφη, την κάνουν να μοιάζει μα θαύμα» (σελ. 226). Να όμως που περιέχονται κι άλλες ιδέες και έννοιες, όπως η σημασία και η αξία της φιλαναγνωσίας στη ζωή κάποιου: «η γνώση έχει τη δύναμη να μεταμορφώνει τον άνθρωπο και να πλάθει χαρακτήρες» (σελ. 162). Γιατί ο Ισίδωρος λοιπόν; «Μια βιβλιοθήκη, ένα βιβλιοπωλείο είναι ζωντανά πλάσματα. Σπαρταριστά. Έχουν σάρκα και οστά. Είναι μια πόρτα που οδηγεί σ’ έναν άλλον κόσμο, Ισμαήλ, σε έναν κόσμο πιο όμορφο, πιο αληθινό, πιο ανθρώπινο. Και είναι κρίμα να περάσει όλη του τη ζωή κανείς χωρίς να ανοίξει αυτήν την πόρτα. Χωρίς να δει τι κρύβεται από πίσω της» (σελ. 362). Κι ο Ισμαήλ συγκινείται όταν ακούει τον φίλο του να λέει: «Τα βιβλία ημέρεψαν την ψυχή μου. Κι όταν ημερέψει η ψυχή σου, τότε πιο όμορφος είναι γύρω σου ο κόσμος» (σελ. 365). Ο αναγνώστης μετατρέπεται σε καλύτερο άνθρωπο όταν βλέπει τις αρετές που εξυψώνονται, τις αδικίες που στηλιτεύονται, τις διαχρονικές αξίες που αναφέρονται κι έτσι γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι κάθε οικογένειας που παλεύει για πράγματα της μικρο-καθημερινότητας που απασχολούν τον μέσο άνθρωπο όσο διακυβεύεται η τύχη της πίσω από κλειστές πόρτες πολυτελών γραφείων. Δε θα μπορούσε φυσικά να λείπει και το στίγμα της γυναικείας κακοποίησης, μιας και η συνήθεια της εποχής ήταν να σκύβει η γυναίκα το κεφάλι της στον άντρα κι ας την ξυλοφορτώνει, αυτός ήταν το τυχερό της, αυτόν θα υπακούει τώρα. Τι; Τη δέρνει; Ε, δε γίνεται, κάτι θα του έκανε αυτή. Όλα αυτά η συγγραφέας τα καταγράφει με πόνο ψυχής, φέρνοντας στο φως σκληρές περιπτώσεις και ταυτόχρονα, μέσα από μια έξυπνη ανατροπή, χαρίζει φως και ελπίδα όταν μια από τις ηρωίδες καταφέρνει να ακολουθήσει τα όνειρά της και να στηρίξει με τον τρόπο της αυτές τις γυναίκες.
Απλοί, φυσιολογικοί άνθρωποι που κάνουν λάθη, που εξαπατώνται, που αγωνιούν για το αύριο και νοσταλγούν το χτες, που προσπαθούν να ορθοποδήσουν, να ερωτευτούν, να γελάσουν και ενώνουν τις τύχες τους με τον γείτονα που μιλάει άλλη γλώσσα και πιστεύει σε άλλο Θεό είναι εδώ και χαίρίουν τις ιστορίες τους σε μια ταλαντούχα πένα που ξέρει πώς να τους εξάρει και να τονίσει τα καλά και τα στραβά της ζωής τους. Απληστία και προδοσία, αδικία και πάλη, προπαγάνδα και τυφλό μίσος και πολλά άλλα είναι στολίζουν τις σελίδες και συγκροτούν ένα άρτιο, τρυφερό, γλυκό, συγκινητικό μυθιστόρημα που απογειώνεται όταν φτάνουμε στη νύχτα των Σεπτεμβριανών και τα πάντα έρχονται τούμπα. «Έτσι και οι άνθρωποι… Ποτέ δεν κάνουν πίσω. Και προσπαθούν να κρατήσουν με νύχια και με δόντια ό,τι θεωρούν δικό τους. Ένα ύφασμα, μια καλημέρα, έναν τόπο, μια πόλη. Κι η Πόλη αυτή είχε πολλές τέτοιες ιστορίες να θυμάται» (σελ. 259). Με μαεστρία και ελάχιστες ιστορικές πληροφορίες, οπότε δε βαρύνεται το κείμενο, χωρίς όμως να χάνεται και ο ρεαλισμός των συνθηκών που οδήγησαν στα Σεπτεμβριανά του 1955, με ελάχιστες αναφορές στην καθαυτή νύχτα, λες και η συγγραφέας δεν άντεχε το βάρος αυτής της θηριωδίας και θέλησε να του γυρίσει την πλάτη, με ένα λυτρωτικό και συγκινητικό τέλος που με άφησε να σπαράζω για αυτά καθαυτά τα γεγονότα αλλά και για την αχτίδα της ελπίδας και της τρυφερότητας που αχνοφέγγει από την τελευταία πρόταση του βιβλίου και από την αποκάλυψη της ταυτότητας του αφηγητή, με μυρωδιές και εικόνες που θα μου μείνουν αξέχαστες, το «Λέγε με Ισμαήλ» είναι ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα της Τέσυς Μπάιλα. Η «Πολίτικη κουζίνα» της ελληνικής λογοτεχνίας σιγοψήνει καλούς και κακούς σ’ ένα μαργιόλικο χαρμάνι: «Όλα ίδια. Θα έλειπαν μόνο απ’ ανάμεσό τους οι Έλληνες. Μα τι σημασία έχει κι αυτό; Μια ψηφίδα στα μωσαϊκά της Πόλης η ιστορία τους. Σαν έλειπε η ψηφίδα αυτή, άλλη θα έμπαινε στη θέση της. Μπορεί στην αρχή να μην ταιριάζει σωστά, να βρίσκει κάπου η άκρη της ή να πέφτει λίγο μικρότερη, το χρώμα της να είναι πιο φωτεινό ή πιο σκούρο. Όλα ο καιρός θα τα λειάνει, η διαφορά θα μικρύνει και το μάτι δύσκολα θα τη θωρεί. Άμα η θύμηση σβήσει, αλλάζει και η ματιά σιγά σιγά. Μαθαίνει να τα βλέπει όλα διαφορετικά» (σελ. 36).
Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
«-Όπου μεγαλώσεις, εκεί βαστάει η καρδιά σου, όσα χρόνια και να περάσουν. Εκεί όπου οι άνθρωποι σου χαρίζουν τη δική τους απλόχερα» (σελ. 102).
«-Μην περιμένεις ότι ο κόσμος θα είναι δίκαιος ποτέ μαζί σου, Οσμάν. Πάντα υπάρχει κάποιος για να μας κάνει κακό. Είναι στο χέρι μας να μην τον αφήσουμε» (σελ. 227).
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;
Ναι
/
Όχι