Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
16-05-2022 08:24
Υπέρ Ενδιαφέρον, Συναρπαστικό, Ανατρεπτικό, Γρήγορο, Πλούσια πλοκή
Κατά
Στα Χανιά των αρχών του 20ού αιώνα ζει ένα αγόρι με ατροφικό χέρι που βρίσκει διέξοδο στην αγιογραφία. Σύντομα δημιουργεί εικόνες με τον δικό του επαναστατικό τρόπο, κάτι που θα τον φέρει σε ρήξη με την καθεστηκυία εκκλησιαστική και όχι μόνο τάξη. Τι ζωγραφίζει που θα φέρει αναστάτωση, βία και μίσος στον τόπο του; Γιατί τον απέπεμψαν από τα μαθήματα αγιογραφίας; Στη σημερινή εποχή ένας συντηρητής έργων τέχνης κάνει μια μεγάλη ανακάλυψη που θα τον βάλει στο στόχαστρο μιας σπείρας αρχαιοκάπηλων. Πώς μπορεί το εύρημά του να αλλάξει τη θρησκευτική τέχνη και τις εκφάνσεις της στη Μεσόγειο;
Ο Σπύρος Πετρουλάκης επιστρέφει μ’ ένα δυνατό, διαφορετικό μυθιστόρημα που ξεφεύγει αρκετά απ’ όσα έχει γράψει μέχρι τώρα ως προς το στυλ και τη θεματολογία του. Η Κρήτη τον εμπνέει ξανά, όπως είναι επόμενο, μόνο που αυτήν τη φορά ο χειρισμός της πλοκής και η επεξεργασία των χαρακτήρων αντικατοπτρίζουν τη συγγραφική του ωριμότητα και μου χάρισαν αμέτρητα και ποικίλα συναισθήματα. Εκτός από το ιστορικό υπόβαθρο με τη μελετημένη παράθεση των γεγονότων που οδήγησαν στην ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα έχουμε ενδιαφέρουσες σκέψεις γύρω από την καπήλευση της τέχνης, την οποία κάποιοι αποτιμούν σε χρήμα και δε θαυμάζουν την ομορφιά της, καταγραφή των μεθόδων συντήρησης έργων τέχνης, την ηρεμία που βρίσκει κάποιος στον Θεό, διαβιώνοντας σ’ ένα μοναστήρι, όπου όμως θα βρεθεί αντιμέτωπος μ’ έναν απρόσμενο δαίμονα και πολλά άλλα.
Χριστιανοί και μουσουλμάνοι Χανιώτες, «κοινός είναι ο Θεός που επιβλέπει… και τα καλά και τα άσχημα του κόσμου. Μόνο ανθρωπιά χρειάζεται και στην καρδιά καλοσύνη» (σελ. 25), όλοι τους γέννημα θρέμμα του πάντα επαναστατημένου νησιού. Ο Ιωάννης παρακολουθεί τις προετοιμασίες του 1912 που ανάβουν ακόμη περισσότερο τον πόθο για ένωση με την Ελλάδα και βιώνει τις συνέπειες της πανώλης του 1920. Μεγαλώνει σ’ ένα περιβάλλον ισότητας και εκτίμησης, με μια κακότροπη μάνα, την Τριανταφυλλένια, κι έναν πατέρα, τον Μιχαλιό, που είναι καρδιακός φίλος με τον ωρολογοποιό εφέντ Μπραΐμη, έναν πρόσχαρο, ευγενικό και αισιόδοξο τεχνίτη, παντρεμένο με τη Γελντά. Η κόρη τους, Περιχάν, θα αποτελέσει τον έρωτα του Ιωάννη, που δε θέλει να μπλέξει με τον πόλεμο και τα όπλα όπως ο αδερφός του, ο Σήφης. Με τον Μιχαλιό και τον Μπραήμη ο συγγραφέας ξεδιπλώνει τις δύσκολες στιγμές της συμβίωσης χριστιανών και μουσουλμάνων στα Χανιά της εποχής. Πόσο προσεκτικά και ακριβοδίκαια καταγράφονται οι καημοί του ξεριζωμού από τη μόνη πατρίδα που γνώρισαν οι Τουρκοκρητικοί, που άνθρωποι είναι κι αυτοί, πόσο πολύ τους επηρεάζουν κι αυτούς αποφάσεις άλλων, ανωτέρων που αδιαφορούν για τις πραγματικές τους ανάγκες και επιθυμίες… «Αχ, και πώς ξεχνιέται η πατρίδα;» (σελ. 151). Ο ιερωμένος Καλλίνικος, αδελφός της Τριανταφυλλένιας, θα αγαπήσει τον παραπεταμένο από μάνα και κοινωνία Ιωάννη και θα τον πάρει κοντά του.
Ο Ιωάννης καταφέρνει με απλά και φθηνά υλικά να ζωγραφίσει αριστουργήματα: «Είχε μια σταγόνα από τον Θεό μέσα του. Μια σταγόνα που ήταν όμως αρκετή για να ξεχειλίσει όλες τις δεξαμενές της πλάσης» (σελ. 59). Λόγω της εμφάνισής του τα παιδιά τον διώχνουν, τον ενοχλούν και τον δέρνουν, κλείνοντάς τον στον εαυτό του. Ακόμη και η μάνα του είναι σκληρή μαζί του, με απάνθρωπο τρόπο. Τον διώχνει, τον κλειδώνει στο υπόγειο. Μόνο τα μάτια της Περχάν του χαρίζουν τη γλύκα που αποζητάει. Τρυφερός και γλυκός μα σε δύσκολες εποχές είναι ο έρωτάς του για την Τουρκάλα: «Σαν το γλυκό του κουταλιού μοιάζει ο έρωτας. Το λίγο δεν αρκεί, μα σαν φας πολύ λιγώνεσαι» (σελ. 150). Είναι ένας άνθρωπος που γνώρισε το μαρτύριο του εγκλεισμού και την αξία της ζωής χωρίς δεσμά. Ξεφεύγει με τη ζωγραφική, μόνο που σπάει τα καθιερωμένα της αγιογραφίας και συνδυάζει μοναδικά τη βυζαντινή με τη δυτική τεχνοτροπία. Πώς διαλέγει τα υλικά για τα χρώματά του και τα θέματά του; Τι συνέπειες θα έχει η επαναστατική του τεχνική; Πώς θα τον βοηθήσει η ζωγραφική να εξωτερικεύσει τα προβλήματά του, τις εντυπώσεις του από τη ζωή, την ίδια την προσωπικότητά του; Η κακοποίηση που υφίστατο από τη μάνα του που τον εμπόδιζε με κάθε τρόπο να ζωγραφίζει δε σταματούσε να μου φέρνει στον νου τα δεινά του Γιαννούλη Χαλεπά που τράβαγε ακριβώς το ίδιο μαρτύριο. Δυστυχώς, τα βάσανά του συνεχίστηκαν και στο μοναστήρι όπου κατέφυγε, με ανθρώπους που θέλουν το κακό του και δε διστάζουν να εκβιάσουν και να εξαπατήσουν για να τον διώξουν. Τι είναι η τέχνη, γιατί και πώς ωφελεί τον κόσμο, τι πρέπει να ξέρει, να νιώθει, να κάνει ο καλλιτέχνης, πώς μπορεί κανείς να μιλήσει μέσα από τη ζωγραφική, πώς εξασκεί το ταλέντο του; Όλα αυτά είναι ερωτήματα που προκύπτουν από τη ζωή και τα βάσανα του Ιωάννη και απαντώνται τρυφερά και προσεγμένα, μέσα από ανατροπές και απρόσμενες εξελίξεις.
Μέσα από διαρκή πρωθύστερα, ταξιδεύουμε πότε πίσω στον εικοστό αιώνα και πότε στο σήμερα, στην Ιερά Μονή Παναγιάς Ακρωτηριανής στα Χανιά, όπου ο Σταύρος Βεγράκης, συντηρητής έργων τέχνης με ειδίκευση στις αγιογραφίες, ανακαλύπτει κάτι πολύ σημαντικό. Στο πλάι του θα σταθεί η πρώην σύντροφός του, Κατερίνα Ορφανουδάκη και μαζί θα μπλέξουν σε μια περιπέτεια γεμάτη κινδύνους και θάνατο. Τι ρόλο παίζει ο Ιάκωβος Μαρκίδης, συντηρητής του τουρκικού Υπουργείου Πολιτισμού αλλά και η Σονούρ με την Αϊντίν από τη Σμύρνη; Γιατί η Αϊντίν παντρεύτηκε τον εκατομμυριούχο έμπορο έργων τέχνης Τσετίν Τουνρούζ; Η ιστορία του Σταύρου και της Κατερίνας αντιδιαστέλλεται με αυτήν του Ιωάννη, όπου έχουμε αγάπη και σεβασμό για την τέχνη. Οι ήρωες του σήμερα θαυμάζουν μεν την ομορφιά και τα ευγενή αισθήματα που δημιουργεί η τέχνη, αντιμετωπίζουν όμως το εμπόριο, το κόστος, την απληστία, μιας και θα μπλεχτούν με ένα κύκλωμα που είναι αποφασισμένο να αποκτήσει αυτό που ανακάλυψαν. Επαγγελματισμός και ισχύς, χρήμα και φιλοδοξίες ποδοπατούν τον αμοραλισμό και την αγνότητα που προϋποθέτουν τη δημιουργία ενός έργου.
Παραστατικές περιγραφές, συναρπαστικές λεπτομέρειες, ατμοσφαιρική αναβίωση πρωτοστατούν στο μυθιστορηματικό κομμάτι των Χανίων του προηγούμενου αιώνα, όπου ιδιόλεκτοι και καθημερινή γλώσσα, επαγγέλματα και συμπεριφορές, ήθη και έθιμα δημιουργούν μια ρεαλιστική τοιχογραφία. Κι όμως ο Σπύρος Πετρουλάκης καταφέρνει να ενώσει με απρόσμενο και υποδειγματικό τρόπο το χτες με το σήμερα μέσα από τους δρόμους και τα κτήρια της πόλης των Χανίων, όπου σήμερα γειτνιάζουν τόσο έντονα το οθωμανικό με το ενετικό στυλ. Περπατάμε στα ίδια σημεία ακόμη κι έναν αιώνα μετά, κάτι που δείχνει πώς εξελίχθηκε η ίδια η πόλη ανά τους αιώνες ταυτόχρονα με την ψυχοσύνθεση των κατοίκων της. Εκτός αυτού, ο Μπατάλης, ο Μουσταφάς Καραγκιουλές, η Φλωρεντίνη Καλούτση-Σκουλούδη, ο Παναγιώτης Τούντας με τη Δημητρούλα του και άλλα υπαρκτά πρόσωπα εμπλουτίζουν το κείμενο με τον δικό τους τρόπο. Ακόμη κι όταν η ζωή φέρνει τον Ιωάννη στη Σμύρνη βιώνουμε τη μικρασιατική καταστροφή με εντελώς διαφορετική ματιά από τα περισσότερα μυθιστορήματα που τη διαπραγματεύονται. Παρομοιώσεις και μεταφορές κοσμούν το κείμενο: «Ο λυράρης κρατούσε τη λύρα στα γόνατά του σαν παιχνιδιάρα κοπελιά» (σελ. 33) και «Σαν να πέρναγε μια ομορφοκοπελιά μοσχοβόλησε ο τόπος» (σελ. 51). Στιγμές, άνθρωποι, αγάπη και μίσος, ιεροσυλία και τέχνη ενώνουν με αναπάντεχο τρόπο το χτες με το σήμερα, αφήνοντας στην άκρη κάθε συγγραφικό κλισέ και τυχόν αναμενόμενες πεπατημένες εξελίξεις. Η τελευταία πρόταση του βιβλίου με κλόνισε και ο τρόπος με τον οποίο ήρθε το χτες να κουμπώσει στο σήμερα μου έδειξε πόσο η ιστορία ολοκληρώθηκε μεστά, σωστά, ρεαλιστικά, με ψήγματα αγάπης προς τον άνθρωπο.
Δυνατές σκηνές, ξεχωριστή πλοκή, σεβασμός απέναντι στη Θεία Χάρη και την παρουσία των αγίων στη ζωή μας συγκροτούν ένα μυθιστόρημα για το φως που κρύβουμε όλοι μέσα μας κι ιδιαίτερα γι’ αυτό που φθονούν οι άλλοι και αγωνίζονται να το πνίξουν μέσα σ’ αυτόν που βάζουν στο στόχαστρο. «Κατά Ιωάννη» ας πορευτούμε πάναγνοι στη ζωή μας, έχοντας ανταμώσει μ’ ένα τόσο καλογραμμένο κείμενο που θα μας γεμίσει αισιοδοξία, δύναμη και σιγουριά για την πίστη, την τέχνη, την αγάπη, ένα κείμενο για το χρώμα, τον ήλιο, το φως. Άλλωστε «Πώς να αντέχεται η ζωή με δίχως χρώμα» (σελ. 156);
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;
Ναι
/
Όχι