Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
15-02-2019 17:24
Υπέρ Ενδιαφέρον, Συναρπαστικό, Καθηλώνει, Διδακτικό, Πλούσια πλοκή
Κατά
«Ο θάνατος, μόνο αυτός έχει σημασία εδώ μέσα. Μόνον αυτόν περιμένουμε, γι’ αυτόν ετοιμαζόμαστε. Αυτόν λαχταράμε να δούμε, καμιά φορά πιότερο κι από τη γυναίκα που αγαπάμε. Δεν είναι αστείο, γιατρέ; Μέσα στα τείχη που φτιάχνουν οι άνθρωποι για μας, δεν κινδυνεύουν οι μέσα αλλά οι… έξω. Καμιά άλλη πολιτεία δεν κλείνει τον κίνδυνο μέσα στα τείχη της. Όλες φτιάχνουν οχυρώσεις για να κρατήσουν το κακό απ’ έξω. Αλλά εμείς, το κακό, είμαστε κλεισμένοι μέσα. Αυλακώνουμε τα σύνορα με την ασχήμια μας. Αυτό είναι το τείχος μας. Ούτε όπλα, ούτε μάχες, ούτε πόλεμος. Όπλο είναι το σώμα μας. Ξερνάει αίμα πάνω μας, μα πιότερο χαρακώνει την ψυχή…»
Οι «Καταραμένες Πολιτείες» αποτελούσαν εκείνες τις μικρές κοινωνίες ανθρώπων που νοσούσαν από λέπρα και αυτομάτως γίνονταν οι απόκληροι αυτού του κόσμου. Ο φόβος και η άγνοια απέναντι σε αυτή την ασθένεια έσπρωχνε τον κόσμο να απομακρύνει το διαφορετικό, το επικίνδυνο, το έκλυτο, το στιγματισμένο, το απόβλητο. Η προκατάληψη και η υποκρισία έντυνε με διάφορα λόγια τα στόματα των ανθρώπων. Το λεπροκομείο της Σάμου «φιλοξένησε» πολλούς από αυτούς τους ανθρώπους. Ιδρύθηκε το 1896 για να στεγάσει τους μιασμένους, όπως τους αποκαλούσαν, του νησιού καθώς μέχρι τότε τη φροντίδα τους είχαν αναλάβει τα μοναστήρια αλλά πολλοί ήταν κι εκείνοι που έπρεπε να ζουν απομονωμένοι σε σπίτια γύρω από τα χωριά. Ο εγκλεισμός τους μέσα στο λεπροκομείο θα έφερνε την ηρεμία στην μικρή κοινωνία του νησιού αποβάλλοντας από τα σπλάχνα της ότι της χαλούσε την όμορφη εικόνα της. Οικογένειες που είχαν ένα μέλος πάσχοντα θεωρούνταν καταραμένες και η ρετσινιά της αρρώστιας τους ακολουθούσε παντού. Ακόμα και στους ίδιους τους νοσούντες αφού κατάφερναν να αποθεραπευτούν. Το βιβλίο της Έλενας Χουσνή αποτελεί φόρο τιμής σε εκείνους τους ανθρώπους που έζησαν την κατακραυγή μιας κοινωνίας που δεν τους άφησε ποτέ να «αλλάξουν δέρμα», να συνεχίσουν από εκεί που σταμάτησαν.
«Η «μόστρα». Βέβαια, η βιτρίνα! Η κοινωνία που φοράει τα καλά της και ξορκίζει το ρακένδυτο, άρρωστο ρούχο της. Δεν το πλένει, δεν το απολυμαίνει, δεν το πολεμά. Μόνο το κρύβει κάτω από καθαρά ρούχα. Μα το πύον παραμένει, όπως και στους λεπρούς. Η μόλυνση, χωρίς φάρμακο, επεκτείνεται. Τυφλώνει τα μάτια, εξογκώνει τα ρουθούνια, παραμορφώνει τα άκρα και στο τέλος σκοτώνει. Αφού, όμως, πρώτα ακρωτηριάσει και ρίξει στον δικό της Καιάδα ό,τι την ενοχλεί, ό,τι αποκλίνει από την κανονικότητα της. Τα μπάσταρδα, τα λεπρόπαιδα, τους ψυχικά άρρωστους…»
Δύο ιστορίες εκτυλίσσονται στις σελίδες του βιβλίου της Έλενας Χουσνή. Δύο ιστορίες που κοινό τους σύνορο έχουν το κτίριο του λεπροκομείου στο Καρλόβασι της Σάμου, του λουβιάρικου ή το λωβοκομείου όπως έλεγαν οι ντόπιοι. Η ιστορία της Ευτυχίας λαμβάνει χώρα τη δεκαετία του ’50 περιγράφοντας μας τον έρωτα της με τον Γιώργη αλλά και τις συνθήκες ζωής μέσα από τα τείχη του λεπροκομείου. Το βιβλίο ξεκινάει την ημέρα που η κοπέλα αφήνει την τελευταία της πνοή νικημένη από την αρρώστια αφού όμως έχει φέρει στη ζωή το μωρό της. Ένα μωρό που θα κληθεί να μεγαλώσει μέσα στον χώρο που έζησε η μάνα του καθώς ο κόσμος θεωρούσε ότι η συγκεκριμένη νόσος ήταν κληρονομική. Ένα «λεπρόπαιδο» που το στίγμα της αρρώστιας θα το ακολουθούσε σε ολόκληρη τη ζωή του. Η μοίρα του δεν είναι ρόδινη και το άσχημο χέρι της θα του κόψει τα όνειρα για το μέλλον. Η μητέρα του παράτησε τα πάντα για να είναι με τον άνδρα που αγαπούσε και πέρασε το ρέμα που ήταν το σύνορο ανάμεσα στους δύο κόσμους. Ανάμεσα στους ζωντανούς και στους νεκροζώντανους. Η ίδια ήταν αγρίμι από τη φύση της. Ήταν η Μαρίνα του Καραγάτση και η αγάπη της ο Μηνάς. Έτσι αποκαλούσαν ο ένας τον άλλον. Μέχρι τη στερνή τους ώρα. Στη σημερινή εποχή το παλιό κτίριο του λεπροκομείου έχει γίνει το μήλο της έριδος ανάμεσα στον Βουρλιώτη, αντιδήμαρχο του νησιού, και στον Κυπραίου, πολιτικό μηχανικό. Ο πρώτος θέλει να το μετατρέψει σε αγροτουριστική μονάδα που θα προσφέρει νέες θέσεις εργασίας και ο δεύτερος σε χώρο μνήμης των ανθρώπων που έζησαν και πέθαναν εκεί. Άνθρωποι που καταγράφονται απλά ως αριθμοί στα μνήματα χωρίς το πλήρες όνομα τους. Το παρελθόν έρχεται ολοζώντανο μπροστά τους για να ξυπνήσει άγνωστες και θαμμένες αναμνήσεις στη λήθη του χρόνου που έχει περάσει. Υπάρχουν άνθρωποι όμως που δεν ξεχνούν και αναζητούν τη δικαίωση.
«Το ρέμα ήταν πάντα το σύνορο. Ανάμεσα σε δύο κόσμους. Ανάμεσα στους ζωντανούς και στους νεκροζώντανους. Ανάμεσα στην ελπίδα και τη ματαίωση. Τα όνειρα και την απελπισία. Μέχρι και ο αέρας άλλαζε θαρρείς μόλις το διάβαινες. δεν γινόταν μολυσματικός, δεν είχε να κάνει μ’ αυτό. Γινόταν βαρύς από τον ακινητοποιημένο χρόνο, την αναμονή του τίποτε! Ο χρόνος! Αυτή η κατάρα που βάραινε στους ώμους μας, λες και δεν έφτανε το υπόλοιπο φορτίο. Θα μου πεις, τι ξέρεις εσύ, τι κατάλαβες; Κατάλαβα. Έζησα. Το πήρα το μερίδιο μου από τον πόνο και την απελπισία και ήταν δυσανάλογο. Δεν μου άξιζε και δεν έπρεπε να το έχω ζήσει! Αλλά άξιζε στους υπόλοιπους;…»
Σε παράλληλη τροχιά παρακολουθούμε την ιστορία του Επαμεινώνδα Καραγιάννη που υποχρεώθηκε με εγκλεισμό στο χώρο του λεπροκομείου παρ’ όλο που ήταν υγιής. Η ζωή του και η δράση του είναι αφιερωμένη στη μεγάλη φυσιογνωμία του Επαμεινώνδα Ρεμουντάκη που σφράγισε το χανσενικό κίνημα στην Ελλάδα με τον αγώνα του για την καλυτέρευση των συνθηκών διαβίωσης των ασθενών. Η πλοκή του βιβλίου θα έρθει, με τέτοιο τρόπο, να συνδέσει αυτή την προσωπικότητα με τους ανθρώπους που παρουσιάζονται σαν δορυφόροι γύρω από τους κύριους πρωταγωνιστές και η αναφορά στο πρόσωπο του θα παίξει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της μυθοπλασίας. Ο άνθρωπος αυτός έγινε ο φάρος τους και ο έντονος χαρακτήρας του καταγράφεται μέσα στις σελίδες του βιβλίου της Έλενας Χουσνή. Για όλους εκείνους που έχαναν τα πάντα διαβαίνοντας το σύνορο χωρίς επιστροφή. Γιατί με το που έμπαινε κάποιος στο λωβοκομείο έπαυε να είναι άνθρωπος. Δεν υπήρχαν πλέον στα μητρώα, δεν μπορούσαν να παντρευτούν, να σπουδάσουν, να αποφασίσουν για την περιουσία τους. Η ίδια τους η οικογένεια πολλές φορές τους διέγραφε. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Για να μη φέρουν και εκείνοι, οι υγιείς, το στίγμα της λέπρας. Το θέμα αυτής της αρρώστιας δεν ήταν γοητευτικό και οι άνθρωποι θέλουν να ξεχνούν αυτά τα κομμάτια της ιστορίας. Θέλουν να προχωρούν, να εθελοτυφλούν. Να μη θυμούνται ότι τους πληγώνει αλλά περισσότερο ότι τους ρίχνει ευθύνες. Φταίει αυτός ο φόβος του άγνωστου που δεν χαρίζεται σε κανέναν.
«Ήρθαν πολλές μέρες που αναλογίστηκα τι κάνει ο άνθρωπος όταν πονάει και έχει θάψει τον πόνο βαθιά μέσα του. Τον αφήνει να τον κατατρώει, να τον εξαφανίζει σιγά σιγά ή τον φέρνει στην επιφάνεια, αναμετριέται μαζί του, μια κι έξω, κι ησυχάζει; Κανένα από τα δύο! Ο φόβος δεν σου κάνει το χατήρι. Ούτε ολόκληρος ανασύρεται όταν το θέλεις, ούτε ολότελα εξαφανίζεται όταν το αποφασίσεις. Κομμάτι κομμάτι, κάποιες φορές, ξεχύνεται στο μυαλό σου. Άλλες φορές κοιμάται, εξαφανίζεται, μπορεί για χρόνια. Και μετά, σε στιγμή ανύποπτη, όταν είσαι βέβαιος ότι έχεις αναμετρηθεί μαζί του και πάει πια, πέρασε, γιατρεύτηκε η πληγή, αναδεύεται από τα βάθη που είχε κουρνιάσει και σε τσακίζει…»
Η Έλενα Χουσνή στα χρόνια που κατοικεί στη Σάμο αισθανόταν το κτίριο του παλιού λεπροκομείου να τη στοιχειώνει. Ήθελε να μάθει την ιστορία του, την ιστορία των ανθρώπων που έζησαν αποκομμένοι μέσα στα τείχη του. Νιώθοντας υποχρέωση απέναντι τους δημιούργησε τις «Καταραμένες Πολιτείες». Ένα μυθιστόρημα που καταγράφει στις σελίδες του τις ιστορίες των παλιών. Όλοι έχουν να θυμηθούν κάτι. Είναι ένα κτίριο που κουβαλά πάνω του βιβλικό φορτίο. Γεμάτο με πόνο, δράμα, απόρριψη, κοινωνική υποκρισία αλλά και γεμάτο με ένα κομμάτι μιας κοινωνίας που ακόμα δεν έχει αλλάξει. Μπλέκοντας την πραγματικότητα με τη μυθοπλασία δίνει στους αναγνώστες ένα κείμενο μεστό και σφιχτοδεμένο με μια υπέροχη λυρική γραφή που θα μας ταξιδέψει στο Καρλόβασι της Σάμου. Το παρελθόν και το παρόν δένονται μεταξύ τους τόσο απόλυτα και η αφήγηση ρέει αβίαστα κάνοντας μας κοινωνούς της καθημερινότητας εκείνων των ανθρώπων. Μας βάζει βαθιά μέσα στο κλίμα εκείνης της εποχής αλλά και των προβληματισμών που ταλανίζουν όσους πασχίζουν σήμερα να μην ξεχάσουν. Εικόνες αλληλεγγύης, αδελφοσύνης, συνεργατικότητας αλλά και σκληρότητας, μίσους, βαναυσότητας παρελαύνουν μπροστά μας παρασύροντας μας στη δίνη της γραφής της συγγραφέως προκαλώντας μας πότε ρίγη συγκίνησης και πότε απέχθεια για την ανθρώπινη φύση. Μιας φύσης που με το πρόσχημα της εξουσίας που έχει στα χέρια της προξενεί τα μεγαλύτερα εγκλήματα. Αλλά και εκείνου του συγκινητικού δεσίματος που δημιουργείται ανάμεσα σε ανθρώπους άγνωστους μεταξύ τους αλλά τόσο αδιάρρηκτα συνδεδεμένους μέσα από μια αρρώστια. Η ελληνική λογοτεχνία ξαναζωντανεύει μέσα από τη γραφή της Χουσνή θυμίζοντας μας μια εποχή ίσως ξεχασμένη. Όπως ήταν ξεχασμένοι οι Χανσενικοί στο παρελθόν χωρίς όνομα και χωρίς ταυτότητα.
«Όλα όμορφα καμωμένα. Κι ο καθένας να μιλάει με τη φωνή που του ταιριάζει, να έχει τη θωριά που του πρέπει, να γελάει με τα αστεία που θέλει, να τραγουδά αυτά που του αρέσουν και να μην ενοχλεί ο ένας τον άλλον, να μην έχει τους κανονικούς και τους άλλους, τους μέσα και τους έξω, να μην έχει όρια, να μην έχει σύνορα, να μην έχει ρέμα, να μη σταματάει ο κόσμος εδώ, να μην έχει εξορία, να μην έχει μοναξιά, να μην έχει τρόπο ο άνθρωπος να πληγώσει, να γίνει ζώο μαλακό, να ξέρει να αγαπά, να ακούει, να μη γυρίζει την πλάτη σε ό,τι δεν καταλαβαίνει…»
Ένα βιβλίο αφιερωμένο σε όλους αυτούς τους ανθρώπους που όλοι εμείς παραπετάξαμε στο χώρο του λεπροκομείου σαν ένα κομμάτι κρέας γιατί απλά μας ενοχλούσε η όψη τους. Η συγγραφέας κρατά τις μνήμες ζωντανές, τις αφήνει να μιλήσουν. Για όλους αυτούς που θάφτηκαν ζωντανοί. Που έθαψαν τα όνειρα τους, τις ελπίδες τους, τις επιθυμίες τους. Ένα βιβλίο που ξορκίζει τον φόβο στο διαφορετικό, που παίρνει μακριά αυτή την κατάρα που βαραίνει του ώμους, που θέλει να κλείσει ανοιχτές πληγές. Φέρνει στην επιφάνεια μια ιστορία ξεχασμένη στο πέρασμα του χρόνου. Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι.
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;
Ναι
/
Όχι