Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
11-09-2018 16:48
Υπέρ Ενδιαφέρον, Ανατρεπτικό, Γρήγορο, Πλούσια πλοκή
Κατά
Η Αγγελική και ο Σέργιος είναι παντρεμένοι κι έχουν μια κόρη, τη Νεφέλη. Είναι άλλο ένα ζευγάρι που άφησε τα χρόνια να περάσουν και τα «θέλω» να απομακρυνθούν μαζί με τις μέρες που πέρασαν. Τα πάντα θα αλλάξουν όμως όταν ο Σέργιος συναντήσει ξανά τον παιδικό του έρωτα, την Ευρυδίκη, και αυτή η συνάντηση θα είναι η αρχή μιας ιστορίας με αναπάντεχο τέλος.
Η γραφή της κυρίας Βαρδάκη έχει βελτιωθεί αισθητά από το πρώτο της μυθιστόρημα, την «Κρυσταλλία» και κατάφερε να αποδώσει με μικρές, κοφτές φράσεις και ολοζώντανους διαλόγους την πραγματικότητα σε ένα παντρεμένο ζευγάρι με τελματωμένη σχέση. Ένιωθα πως ήμουν κι εγώ πλάι τους όταν καβγάδιζαν, άκουγα τις φωνές τους κι εγώ μαζί με τους γείτονες όμως δεν μπόρεσα ν’ ακούσω την ψυχή τους και τις βαθύτερες επιθυμίες τους, όπως κι οι ίδιοι άλλωστε. Κι έτσι βρήκε ο πειρασμός την ευκαιρία και τρύπωσε στον γάμο τους. Οι χαρακτήρες αποδόθηκαν σωστά και ρεαλιστικά ως προς τη νοοτροπία, τις αντιλήψεις και τις πράξεις τους. Η Αγγελική, «μια αποτυχημένη σύζυγος, μια κουρασμένη μάνα, μια νευρόσπαστη καθηγήτρια και μια βουλιμική γυναίκα» αφηγείται εναλλάξ με τον Σέργιο και την Ευρυδίκη την ιστορία, προχωρώντας ο καθένας την πλοκή παρακάτω.
Ειδικά η Αγγελική είναι η γυναίκα του σήμερα που έχει χάσει την επικοινωνία με τον άντρα της, κουράζεται στη δουλειά, παραδίδεται αμαχητί στη βουλιμία της, με αποτέλεσμα μαζί με την αυτοπεποίθηση να χάσει και τον έλεγχο των κιλών της και της σιλουέτας της. Μέσα από κείνη η συγγραφέας αναπαριστά μια καθημερινότητα που όσοι έχουν κουραστεί ή βαριούνται ή αδιαφορούν να πολεμήσουν για την κάθε μέρα στη σχέση και τον έγγαμο βίο τη ζουν λεπτό προς λεπτό, νύχτα τη νύχτα. Παρ’ όλο που το κείμενο δίνει έμφαση στις περιγραφές και στους παραστατικούς διαλόγους, οι μεταφορές που εμφανίζονται σε κρίσιμα σημεία δίνουν μια τέτοια ποιητικότητα στη γραφή που σε κάποια σημεία με άγγιξε πιο βαθιά απ’ ό,τι θα έπρεπε (ανήρ αναγνώστης ων): «Η σχέση μας έγινε συγγενική. Όχι αδερφική, συγγενική! Έτσι, για να μπορεί εκτός από αγνή να είναι και κρύα… Κι αν κάτι έμαθα να φοβάμαι από τότε, είναι η ησυχία. Γιατί; Γιατί σ’ αυτήν την ακλόνητη σιωπή μπορείς και ακούς. Ακούς αυτό που έρχεται» (σελ. 67). Για να μην αναφερθώ στις σελίδες 136 και 137, που ανατριχιάζω ακόμη όποτε διαβάζω την κάθε λέξη ή περιπλανιέμαι στις παραγράφους τους.
Από την άλλη, ο Σέργιος είναι ο κλασικός άντρας, που δεν ξεφεύγει ούτε σε αυτό το μυθιστόρημα από το στερεότυπο: δυστυχισμένος εντός γάμου, ευτυχισμένος εκτός γάμου. Η αφήγησή του ήταν από τις λίγες σελίδες του μυθιστορήματος που με άφηναν αδιάφορο, τουλάχιστον όποιες αφορούσαν την εξέλιξη της σχέσης τους, κυρίως λόγω της δικής μου στεγανής αντίληψης περί απιστίας: αν απάτησες τον ή τη σύντροφό σου, όσες δικαιολογίες και να μου βρεις, εμένα μου αρκεί η πράξη. Επιπλέον, ένας άντρας δε θα μπορούσε ποτέ να εκφραστεί με τόσες παρομοιώσεις και λυρικές περιγραφές όπως ο Σέργιος, γιατί απλούστατα… είναι άντρας. Προς Θεού, έπρεπε να γραφούν και οι συνθήκες γνωριμίας μεταξύ Σέργιου και Ευρυδίκης και να εξελιχθεί η ερωτική τους σχέση, όμως δεν πιστεύω πως αν κάποιος εκπρόσωπος του αντρικού φύλου έβλεπε απέναντί του το αντικείμενο του πόθου του θα έλεγε από μέσα του φράσεις όπως: «Το ρο, το υγρό ρο της ερωμένης το μούσκεψε περισσότερο, αφού το γύρισε στη γλώσσα δύο φορές, το πέταξε στον ουρανίσκο με λαγνεία και ξανά στην άκρη της γλώσσας» (σελ. 52). Ο Σέργιος ήταν πιο ρεαλιστικός όταν περιέγραφε το σώμα της Ευρυδίκης ή τις νύχτες τους μαζί παρά όταν υπεισερχόταν σε τέτοιες «λογοτεχνικές» σκέψεις. Καταγράφηκαν πάντως αληθοφανέστατα και μελετημένα η απελπισία από την αναμονή, η χαρά από τη συνεύρεση, η αφηρημένη σκέψη και το πόσο στραβά πάνε όλα όταν το αντικείμενο του πόθου έχει εξαφανιστεί κλπ.
Μέσα από τα λάθη του πρωταγωνιστικού ζευγαριού αναπτύσσεται και η προσωπικότητα της μικρής Νεφέλης, ενός παιδιού που μεγαλώνει σαν μπαλάκι ανάμεσα σε δυο ανθρώπους που δεν ξέρουν τι να κάνουν και πώς να χειριστούν τα πράγματα. Το ακόμη χειρότερο είναι πως αν ο γάμος τους διαλυθεί θα περάσει στο παρελθόν, τα ψυχολογικά τραύματα του παιδιού όμως θα μείνουν για πάντα χαραγμένα στην ψυχή της Νεφέλης κι αυτό είναι που φοβόμουν περισσότερο όσο προχωρούσε η ιστορία, το τι μέλει γενέσθαι σε αυτήν την αθώα ψυχούλα. Η συγγραφέας δείχνει τρυφερότητα και σκύβει με ενδιαφέρον πάνω από το κοριτσάκι, καταγράφοντας αντικειμενικά την καθημερινότητά της, τις φοβίες της, τις αντιδράσεις της, την αντίληψή της χωρίς να κουνά το δάχτυλο σε κανέναν από τους δύο γονείς. Προς τιμήν της, αφήνει τον αναγνώστη να καταλάβει μόνος του, μέσα από τρομερά σε ένταση και αντιπαραθέσεις γεγονότα, ποιος και σε τι έφταιξε: ο πατέρας που τελικά αποφάσισε να τους αφήσει, ανακοινώνοντας όμως την ψεύτικη φράση ελπίδας «η μαμά κι εγώ αποφασίσαμε» ή η μητέρα που έχει να ανακαλύψει τον εαυτό της, να ψάξει καλά για τον βαθμό ευθύνης του καθενός που ήρθαν σε αυτό το σημείο, να τιθασεύσει τα έφηβα λυκειόπαιδά της και να αντιμετωπίσει την κυκλοθυμικότητα ενός μικρού παιδιού; Ομολογώ πάντως πως η συμμετοχή του κοριτσιού στις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις του δεύτερου μέρους ήταν σελίδες που διάβασα σχεδόν στα πεταχτά.
Τέλος, η Ευρυδίκη, είναι μια γυναίκα ποθητή, σίγουρη για τον εαυτό της και ίσως με ανύπαρκτα συναισθήματα. Είναι η γυναίκα για χάρη της οποίας ο Ορφέας στη μυθολογία κατέβηκε στον Άδη για να τη βρει, επομένως ο σύγχρονος Ορφέας, ο Σέργιος, δε θα μπορούσε να κάνει αλλιώς. Είναι μια γυναίκα που καταγράφεται λιγότερο σε σχέση με τους άλλους δύο πρωταγωνιστές όμως υπάρχει αιτία γι’ αυτήν την επιλογή της συγγραφέως. Η προσωπικότητα της γυναίκας-πειρασμός αναπτύσσεται στο δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος με έξυπνο και αποσπασματικό τρόπο, σχεδόν παράλληλα με τις ποικίλες πτυχές της εξέλιξης της πλοκής, δίνοντας στον αναγνώστη την πλήρη εικόνα που πρέπει να έχει ώστε να κατανοήσει τα δρώμενα που λαμβάνουν χώρα μπρος στα μάτια του.
Στη χορεία των πρωταγωνιστών μπαίνει σε αυτό το διαφορετικό δεύτερο μέρος και ο αστυνόμος Δεγλής, που γνωρίσαμε στην «Κρυσταλλία», μιας και το μυθιστόρημα μετατρέπεται από κοινωνικό σε αστυνομικό, αφού δολοφονείται ο σύζυγος της Ευρυδίκης. Οι ουσιαστικά μονόλογοι του αστυνόμου με τις εκτενείς παραγράφους (ένα μη θετικό χαρακτηριστικό που συνάντησα και σε άλλα σημεία του μυθιστορήματος) με κούρασαν, το έμπειρο μάτι του όμως έδειχνε κάθε πιθαμή που έπρεπε να ερευνηθεί ενώ η εμπειρία του βοηθούσε στην αντικειμενική εξιχνίαση της υπόθεσης. Είναι ένας άντρας που αγωνίζεται να βρει την αλήθεια, να νικήσει τη γοητεία της Ευρυδίκης, να πείσει όποιον έφεραν μπροστά του οι αποδείξεις να ομολογήσει την αλήθεια αλλά νιώθει στριμωγμένος από τις καταιγιστικές εξελίξεις που σα χιονοστιβάδα τον καταπλακώνουν και τις οποίες δεν μπορεί να τιθασεύσει ή να κοντρολάρει.
Το δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος είναι γραμμένο με σχεδόν αλλιώτικο ύφος και στυλ από το πρώτο. Ξεκινήσαμε με κινηματογραφικούς διαλόγους, δυνατό ρεαλισμό, βαθιά ψυχογράφηση, γρήγορες εναλλαγές σκηνών και ελάχιστες εσωτερικές σκέψεις (πεδίο ποιητικότητας για τη συγγραφέα) αλλά στη συνέχεια άρχισαν εσωτερικοί μονόλογοι που φώτιζαν ή έριχναν στο σκοτάδι την εξιχνίαση της μυστηριώδους δολοφονίας, παρατέθηκαν αρκετά εκτεταμένες (και ξανά ενιαίες) παράγραφοι που καθυστερούσαν τη δράση αυτή καθαυτή ενώ η ομολογουμένως καλή λογοτεχνική έκφραση της κυρίας Βαρδάκη είχε την ίδια εκφραστικότητα και ποικιλία λεξιλογίου ανεξάρτητα από το ποιος χαρακτήρας αφηγούνταν. Με όλα αυτά ένιωσα σα να χάθηκε ο παλμός και η ταχύτητα του πρώτου μέρους, κάτι που ίσως δεν έπρεπε να γίνει εφόσον η λύση του μυστηρίου απαιτεί κορύφωση, ένταση και όχι ποιητικές θα έλεγα εκφράσεις και περιγραφές, όπως αυτές στη σελίδα 325: «Τι πονάει πιο πολύ; Οι αναμνήσεις ή εκείνο το τσουβάλι με τα ξεχασμένα χρόνια; … Θυμίζουν λίρες χρυσές στο στρώμα ετοιμοθάνατης γριάς που κάποτε θα τις ξόδευε», ειδικά όταν καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος του μυθιστορήματος.
Η καθαυτή κεντρική ιδέα περί της δολοφονίας, της αληθινής ταυτότητας του ενόχου, του τρόπου που μπλέχτηκαν κάποια πρόσωπα με αυτήν και μια απρόσμενη αποκάλυψη για την ύπαρξη τρίτου προσώπου σε αυτό το παιχνίδι ήταν δυνατά στοιχεία που με κέρδισαν, ειδικά από τη στιγμή που είχα καταλήξει ποιον θα ήθελα για δολοφόνο και προσπαθούσα να καταλάβω το κίνητρο και τον τρόπο, άσχετα που δεν έφτασα στην αλήθεια! Η λύση είναι στρωτή, αληθοφανής, αναδείχτηκε όμορφα μέσα από τις απαραίτητες ανατροπές και συνέδεσε κάποια ελάχιστα πράγματα που μου λείπανε γύρω από ένα πρόσωπο. Έτσι λοιπόν συγχώρεσα τον Σέργιο για την ποιητικότητά του, τον Δεγλή για τη φλυαρία του, την Αγγελική για τις φοβίες της και την Ευρυδίκη για την προκλητικότητά της. Και το έκανα χωρίς δισταγμό γιατί η συγγραφέας έδειξε πως κανείς δεν ήταν μονοδιάστατος, όλοι είχαν το καλό και το κακό μέσα τους, όλοι έδρασαν με ποικίλους και σωστά ψυχογραφημένους τρόπους. Τελείωσα το βιβλίο ικανοποιημένος και γεμάτος σκέψεις γύρω από πολλά πράγματα και καταστάσεις που βίωσα μέσα από τις σελίδες του.
«Το ρ της ερωμένης» λοιπόν είναι ένα καλογραμμένο, ανατρεπτικό κοινωνικό και αστυνομικό μυθιστόρημα, που αντικατοπτρίζει ολοκάθαρα την καθημερινότητα ενός μέσου παντρεμένου ζευγαριού, τεμαχίζει ανελέητα τη ρουτίνα τους με ένα απρόσμενο γεγονός και βάζει τον αναγνώστη σ’ ένα παιχνίδι που πρέπει να λήξει με όσο γίνεται λιγότερες απώλειες. Οι ήρωες του βιβλίου κινούνται σε μια άυλη σκακιέρα (αδιαφορώντας για την προτροπή της Ευρυδίκης: «Αν θες να σωθεί ο βασιλιάς, προστάτεψε τη βασίλισσά σου»), χωρίς να γνωρίζουν ούτε τις συνέπειες της επόμενης κίνησής τους ούτε ποιος τους κινεί. Πρόκειται για ένα δυνατό, διαφορετικό, ανατρεπτικό βιβλίο που με κέρδισε ως το τέλος.
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;
Ναι
/
Όχι