Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
10-05-2017 08:03
Υπέρ Ενδιαφέρον, Ανατρεπτικό, Διδακτικό, Γρήγορο, Πλούσια πλοκή, Τεκμηριωμένο
Κατά
Σε αυτό το μυθιστόρημα ξεδιπλώνονται από τη μια οι ζωές της Ρωξάνης και της κόρης της, Έλσας, δυο γυναικών που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στο Πέραν, την καρδιά της Κωνσταντινούπολης, κι από την άλλη η ανάπτυξη, η πρόοδος και οι καταστροφές που έζησε ο ελληνισμός της Βασιλεύουσας, από το επαχθές βαρλίκι του 1942 ως τα Σεπτεμβριανά του 1955 και την οριστική εκδίωξη των Ελλήνων τη δεκαετία του 1960. Δύο διαφορετικές γυναίκες, δύο ξεχωριστές ζωές, με τα προσωπικά τους δράματα, χαρές, όνειρα, φιλοδοξίες, ελπίδες, αγάπη, τέκνα, που κατέληξαν και οι δύο με μία βαλίτσα να κοιτάνε τη θάλασσα από το Παλαιό Φάληρο της Αθήνας και να μετράνε ένα προς ένα τα κύματα που τις χωρίζουν από το παρελθόν.
Η Έλσα γεννήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1930 στο Πέραν, βέρα Σταυροδρομίτισσα, «από εκεί που χτυπούσε δυνατά η ρωμαίικη καρδιά, απ’ εκεί που μοσχοβολούσε η Ιστορία, απ’ εκεί που όταν σεργιανούσες στα σοκάκια νόμιζες ότι θα πεταχτεί από κάποιο στενό η μορφή του Παλαιολόγου και θ’ ακουστούν οι κραυγές του ταπεινωμένου αυτοκράτορα λίγο πριν το μαρτυρικό του τέλος…» (σελ. 12). Είναι αδελφή του Νέστορα και της Ηρώς και η ζωή τής επεφύλαττε πολλά χαστούκια. Από την άλλη, η μητέρα της, Ρωξάνη, αναντάμ παπαντάμ Ρωμιά, πανέξυπνη, διορατική, σύζυγος σοκολατοβιομήχανου, είδε με απελπισία τα όνειρα και τα σχέδια της οικογένειάς της να γκρεμίζονται σταδιακά όσο η τουρκική κυβέρνηση εφάρμοζε το σχέδιό της για πλήρη διωγμό και αφανισμό του ελληνικού στοιχείου από την απέναντι όχθη του Αιγαίου.
Το μυθιστόρημα δεν είναι μοιρολόι, δεν κλαίνε δηλαδή οι χαρακτήρες τα περασμένα τους μεγαλεία, αντίθετα ξεδιπλώνουν με άνεση, αυτοσαρκασμό, αισιοδοξία, συγκεκαλυμένη πικρία, κάθε πτυχή του χαρακτήρα τους ατομικά και του ελληνισμού της Πόλης συλλογικά. Όλα τα χαρακτηριστικά σημεία, οδωνύμια, ήθη και έθιμα, νοοτροπία, αντιδράσεις, συνήθειες, προτερήματα και ελαττώματα, γεύσεις, παρελαύνουν από τις σελίδες δίνοντας τον σωστό τονισμό και χρωματισμό αυτής της υπέροχης πόλης και των εκπληκτικών κατοίκων της. Ο συγγραφέας καταφέρνει να αποδώσει με μαεστρία την ατμόσφαιρα της εποχής, να καταστρώσει προσεκτικά τα αίτια και τα αιτιατά της πλοκής και να με κάνει να νοσταλγήσω τα σοκάκια της, την Ιστορία της, τα μνημεία της….
Η γραφή δεν είναι δασκαλίστικη, αντίθετα, είναι ένα αρμονικό σύνολο περιπετειών, παθημάτων, ευτυχισμένων στιγμών, δοξασιών και Ιστορίας που θα φέρει δάκρυα νοσταλγίας στους Ρωμιούς της Πόλης και τους απογόνους τους και θα κινήσει όποιον δεν έχει καταγωγή και μνήμες από κει να προσπαθήσει να επισκεφθεί αυτό το διαμάντι. Η πένα του κυρίου Δεύτου έχει πολλά αξιόλογα σημεία να σταθείς, είτε αυτό είναι η στάση ζωής και οι φιλοσοφίες κυρίως της Ρωξάνης είτε καταγραφή της κουλτούρας και των αντιδράσεων των Κωνσταντινουπολιτών στα γεγονότα. Για παράδειγμα, η Ρωξάνη κάποια στιγμή δικαιολογεί τα πάχη της ως εξής: «Αφού όλη μέρα τρώμε, τζάνουμ! Το πρωί τρώμε καλά για να αντέξουμε τις δουλειές, ύστερα έχει σειρά το δεκατιανό για να κόψει τη λιγούρα, το μεσημέρι τρώμε για να αντέξουμε ως το κεντί (=απόγευμα), και το κεντί όλο και κάπου θα πάμε, οπότε κάτι θα δοκιμάσουμε για να αντέξουμε ως το βράδυ, που πρέπει πάλι κάτι να φάμε για να μη γουργουρίζουν τα έντερά μας όλη νύχτα!» (σελ. 29). Από την άλλη, απόψεις όπως οι ακόλουθες με βρήκαν απόλυτα σύμφωνο: «Δεν βαριέσαι, οι άνθρωποι παντρεύονται από έλλειψη γνώσης και χωρίζουν από έλλειψη υπομονής…» (σελ. 169).
Αν είχα να επιλέξω ανάμεσα στις δύο γυναίκες, θα διάλεγα αναμφισβήτητα τη Ρωξάνη. Η δική της ζωή ήταν άκρως ενδιαφέρουσα, με πάμπολλες ωραίες τοποθετήσεις επί παντός επιστητού και μέσα από κείνη πέρασαν σχεδόν όλα τα γεγονότα της Πόλης και του ελληνισμού. Από την άλλη, η Έλσα δε με κέρδισε καθόλου, αντιθέτως, η ιστορία της, που είχε λεπτομέρειες που δε χρειάζονταν, μου φάνηκε σχεδόν παρένθετη για να γεμίζουν οι σελίδες. Η δική της πορεία ζωής είναι αναλυτικά γεμάτη έρωτες, γνωριμίες και αναποδιές ενώ τον περισσότερο καιρό τον πέρασε σε Παρίσι και Αβάνα, οπότε αυτή η χωροχρονική τοποθέτηση αδυνάτισε αρκετά τον σφιχτοδεμένο ιστό της κεντρικής αφήγησης. Σίγουρα συναισθηματικά επηρεάστηκε από τις αναποδιές στην καθημερινότητα των γονιών της και τις δυσκολίες που συνέχιζαν να εμφανίζονται μετά τον πόλεμο, στάθηκε στο πλευρό των ανθρώπων της, όμως οι περιπέτειές της δε με συγκίνησαν καθόλου. Μόνη εξαίρεση, ότι έζησε κυριολεκτικά στο πετσί της τα γεγονότα των Σεπτεμβριανών του 1955, με έναν τρόπο που θα αφήσω τον αναγνώστη να ανακαλύψει μόνος του.
Η γραφή και το στυλ του συγγραφέα ήταν απόλυτα πιστά στο ύφος και την καθημερινότητα των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης. Η πολίτικη διάλεκτος ήταν διασκορπισμένη παντού στο κείμενο, στολίζοντάς το και τεκμηριώνοντάς το. Από την άλλη, σκεφτόμουν ακριβώς αυτό: προσωπικά μου αρέσει να διαβάζω ιστορίες από την Πόλη και τη Μικρά Ασία ή ακόμη και από άλλα μέρη και εποχές που έχουν ξεχωριστές και έντονες ιδιολέκτους, μήπως όμως στο συγκεκριμένο βιβλίο παρά ήταν πολλές και έντονες, ώστε κάποιος που δεν έχει την ίδια αγάπη με μένα ή δεν έχει καταγωγή από κει να απωθηθεί; Τα «Να σε ψήσω», «να σε πω», «να σε φτιάξω» κλπ. και κυρίως η έκφραση «τον άνοιξα τηλέφωνο» μήπως ήταν πάρα πολλές για έναν μέσο αναγνώστη; Σ’ εμένα που μου αρέσει αυτό το στυλ, το κείμενο ήταν ολοζώντανο και παραστατικό, σε κάποιον άλλον όμως; Επίσης, πιστεύω ακράδαντα πως το κείμενο πρέπει να ξαναχτενιστεί και να γίνει πιο εμφανής η διαφορά μεταξύ των αφηγητριών, μιας και η Ρωξάνη και η Έλσα μιλούν εναλλάξ σε πρώτο πρόσωπο και η μόνη διαφορά τους είναι σε κάποια σημεία η αλλαγή γραμματοσειράς και στοιχειοθεσίας ενώ οι ακόλουθες παράγραφοι της πρώτης που ξεκινάει η μία εκ των δύο την αφήγηση δεν έχουν τα ανάποδα εισαγωγικά στην αρχή, οπότε ίσως ο αναγνώστης μπερδευτεί με τη ροή της αφήγησης. Το καλύτερο θα ήταν αυτά τα υπέροχα κοσμημένα με την εικόνα της Πόλης κεφάλαια να υποδιαιρεθούν σε πιο διακριτές ενότητες ή να χωριστούν πιο εμφανώς.
Το μυθιστόρημα του κυρίου Δεύτου είναι μια αξιόλογη προσπάθεια εξιστόρησης της ζωής των Ελλήνων της Πόλης και μια πλήρης καταγραφή της ανόδου, της ευμάρειας, της νοοτροπίας αλλά και της καταστροφής, του τρόμου και του διωγμού που έζησαν αυτοί οι άνθρωποι. Με ωραία, ποικίλη αφήγηση, με την ιδέα της πρωτοπρόσωπης αφήγησης να δίνει την ευκαιρία για ενδελεχείς παρατηρήσεις και ωραίες απόψεις επί του ιστορικού και κοινωνικού πλαισίου και ένα πλήθος από ιδιολέκτους είναι ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα που με ταξίδεψε στη Βασίλιδα των πόλεων. Κρίμα όμως που αυτό το κείμενο ήταν γεμάτο τυπογραφικά λάθη, με ιδιαίτερη επιμονή στον περιττό τονισμό των μονοσύλλαβων λέξεων μεταξύ άλλων. Αυτό όμως δε με εμπόδισε ούτε στιγμή να αφοσιωθώ απερίσπαστος στο σεργιάνι της Πόλης, να μυρίσω τα παστά κρέατα, να γευτώ τα σιροπιαστά γλυκά και να ατενίσω τον Βόσπορο με τις ώρες.
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;
Ναι
/
Όχι