Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
15-02-2019 16:13
Υπέρ Ενδιαφέρον, Συναρπαστικό, Καθηλώνει, Ανατρεπτικό, Διδακτικό, Πλούσια πλοκή, Τεκμηριωμένο
Κατά
«Θα χαθείς. Δεν υπάρχει τελευταία κατοικία, δεν υπάρχει κηδεία, δεν υπάρχει ταφή, μόνο ένα ασταμάτητο σκόρπισμα, ένα ταξίδι που σπάει σε χίλια άλλα άσκοπα, ένα ταξίδι που σε πάει παντού χωρίς να σου προσφέρει δρόμο για να γυρίσεις στο σπίτι, αφού δεν υπάρχει σπίτι, υπάρχει μόνο αυτό το κρύο νησί και ο σκοτεινός εαυτός σου ίσα που κρατιέται πάνω του, ώσπου ν’ αρχίσεις κι εσύ να ουρλιάζεις σαν τον αέρα και να μιμείσαι τη μοναξιά του, σπίτι δεν έχεις να γυρίσεις, θα χαθείς, η σιωπή θα σε πάρει δική της, θα ρουφήξει τη ζωή σου στα μαύρα της νερά, θα τινάξει σαν σπίθες όποια άστρα μπορεί να σε θυμούνται, αλλά κι αν ακόμα σε θυμούνται, δεν θα το πουν, δεν θα το πουν, κι αν κανείς δεν λέει το όνομα σου, τότε σ’ έχουν ξεχάσει, μ’ έχουν ξεχάσει…»
Αυτό το συγκλονιστικό απόσπασμα δεν υπήρχε περίπτωση να μην το προσθέσω στον σχολιασμό μου για το βιβλίο της Hannah Kent «Έθιμα ταφής». Είναι στις σελίδες προς το τέλος του βιβλίου όπου η αντίστροφη μέτρηση για την εκτέλεση της Άγκνες Μάγκνουσντότιρ έχει ξεκινήσει και οι σκέψεις της σε κάνουν να αισθάνεσαι τόσο μικρός μπροστά στον θάνατο που είναι μερικές ώρες μακριά. Η Άγκνες είναι η τελευταία κατάδικη που εκτελέσθηκε στην Ισλανδία. Το «Έθιμα ταφής» είναι βασισμένο σε αληθινά γεγονότα όπως μας πληροφορεί η ίδια η συγγραφέας στις τελευταίες του σελίδες. Η ιστορία αυτής της κοπέλας ενέπνευσε την Hannah Kent ώστε να γράψει το πρώτο της μυθιστόρημα για μια γυναίκα η οποία χαρακτηρίστηκε ως απάνθρωπη στρίγκλα, μάγισσα και φόνισσα. Η Kent ήθελε να αποτυπώσει μια πιο διφορούμενη εικόνα της Άγκνες και οφείλω να ομολογήσω ότι το πέτυχε απόλυτα.
Οι διακυμάνσεις στην ψυχολογική διάθεση της Άγκνες είναι εμφανείς καθώς διαβάζουμε το «Έθιμα ταφής» αντανακλώντας την προσωπικότητα μιας γυναίκας που τελικά βρέθηκε θύμα των περιστάσεων αλλά και των συνθηκών διαβίωσης της. Η καταδίκη της σε θάνατο οφείλεται στη συμμετοχή της στη βίαιη δολοφονία δύο αντρών στο υποστατικό όπου εργαζόταν. Τα υποστατικά εκείνη την εποχή, μιας και μιλάμε για το 1828, ήταν αγροκτήματα με το σπίτι του ιδιοκτήτη μαζί με όλες τις άλλες εγκαταστάσεις που χρειάζονταν. Μέσα σε εκείνα τα μικρά σπίτια οι ιδιοκτήτες, οι οικογένειες των υποστατικών μοιράζονταν τη ζεστασιά τις κρύες μέρες του χειμώνα αλλά και τον ύπνο τους μαζί με τους εργάτες και τις παραδουλεύτρες. Σκληρές οι συνθήκες στην Ισλανδία και ακόμα πιο σκληρές κατά τη διάρκεια του χειμώνα όπου το χώμα πάγωνε και γινόταν σκληρό σαν πέτρα, τα ζωντανά πέθαιναν από την παγωνιά, όλοι εργάζονταν πολύ σκληρά και η πείνα αλλά και το κρύο τους κατέβαλλε και τους εξουθένωνε.
Η Άγκνες, ένα νόθο παιδί, που δεν γνωρίζει ποιος είναι ο πραγματικός της πατέρας, παρατημένη από τη μητέρα της στα έξι της χρόνια, έχει μεγαλώσει μέσα σε αυτά τα υποστατικά και έχει αλλάξει πολλές φορές ιδιοκτήτη μέσα στα χρόνια που έχουν περάσει. Ήταν άλλωστε κοινό γνώρισμα όλων εκείνων που γυρνούσαν τα αγροκτήματα αναζητώντας ένα κομμάτι ψωμί, ένα ζεστό κρεβάτι, μια στέγη πάνω από το κεφάλι τους. Η Άγκνες θα καταλήξει στο υποστατικό του Νάταν όπου εκεί θα πιστέψει ότι βρήκε πλέον ένα σταθερό περιβάλλον και έναν άνθρωπο που ίσως να τη βλέπει λίγο διαφορετικά. Τα φαινόμενα όμως απατούν και γρήγορα θα καταλάβει ότι ο Νάταν δεν ήταν αυτός που νόμιζε. Οι συγκυρίες θα τη φέρουν αντιμέτωπη με τη μοίρα της που δείχνει προδιαγεγραμμένη και ξαφνικά θα βρεθεί κατηγορούμενη για φόνο αναμένοντας στωικά την εκτέλεση της.
Ίσως η λέξη στωικότητα τελικά να ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία της Άγκνες καθώς η Kent της αποδίδει και μια πιο ανθρώπινη ευαισθησία από εκείνη την σκληρότητα που προσπαθούν να παρουσιάσουν οι άλλοι γύρω της. Για εκείνους δεν είναι παρά μια φόνισσα, μια μάγισσα, μια γυναίκα με σκληρό και σκοτεινό βλέμμα, αδίστακτη και ραδιούργα. Ως κατηγορούμενη είναι κλεισμένη σε ένα κελάρι, δεμένη, βρώμικη και πεινασμένη. Λίγους μήνες πριν τον αποκεφαλισμό της όμως αποφασίζεται να μεταφερθεί σε μια οικογένεια ως παραδουλεύτρα. Τα μέλη της οικογένειας θα την αντιμετωπίσουν με δυσπιστία, με φόβο και τρόμο στα μάτια τους. Αποφασίζουν να την αγνοήσουν και από την άλλη τη φορτώνουν με διάφορες δουλειές. Άλλωστε δύο χέρια παραπάνω στο υποστατικό τους είναι σωτήρια. Μέσα σε αυτούς τους μήνες η Άγκνες με τη βοήθεια του ιεροδιάκονου Τότι θα ξεδιπλώσει κομμάτι κομμάτι την ιστορία της. Πότε εξιστορώντας στον ίδιο διάφορες πτυχές της, πότε μονολογώντας στον εαυτό της και πότε απευθυνόμενη στη μητέρα της οικογένειας, τη Μαργκρέτ. Ο Τότι είναι εκεί για να τη στηρίξει και να την καθοδηγήσει και το ζευγάρι αλλά και οι κόρες του αρχίζουν σιγά σιγά να συνειδητοποιούν ότι η πραγματικότητα δεν είναι αυτή που νόμιζαν.
«Είπαν ότι πρέπει να πεθάνω. Είπαν ότι έκλεψα την ανάσα άλλων ανθρώπων και τώρα πρέπει κι αυτοί να κλέψουν τη δική μου. Φαντάζομαι, λοιπόν, πως είμαστε όλοι φλόγες κεριών που φέγγουν θαμπά, τρεμοσβήνουν στο σκοτάδι και στο φύσημα του αέρα, και μέσα στην ησυχία της κάμαρας ακούω βήματα, βήματα τρομερά που έρχονται, έρχονται να με σβήσουν και να διώξουν τη ζωή μου μακριά από μένα σε μια γκρίζα τολύπα καπνού. Θα χαθώ, θα σκορπίσω στον αέρα και στη νύχτα…» μονολογεί η Άγκνες σε αρκετά κομμάτια του βιβλίου. Αυτοί οι μονόλογοι έχουν τοποθετηθεί από την συγγραφέα προκειμένου να γίνουν γνωστές στους αναγνώστες ίσως οι πιο μύχιες σκέψεις αυτής της γυναίκας που δεν έχει να ατενίσει τίποτα στο μέλλον της, που δεν μπορεί να κάνει όνειρα, που το κάθε ξημέρωμα τη φέρνει πιο κοντά στην τελευταία της μέρα. Αυτό το βιβλίο δεν έχει ανατροπές, δεν έχει ένταση στην πλοκή του, το τέλος του είναι αυτό που περιμένει ο αναγνώστης από την αρχή του αλλά η γραφή της Kent σε βυθίζει τόσο πολύ στην αφήγηση του που δύσκολα το αφήνεις από τα χέρια σου.
Τα «Έθιμα ταφής» είναι ένα χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου μέσα από μια άκρως συγκλονιστική και συγκινητική αφήγηση μιας ιστορίας που ίσως έπρεπε να ειπωθεί από μια διαφορετική σκοπιά προκειμένου να βγάλει στην επιφάνεια την ανθρώπινη φύση μιας γυναίκας που κατηγορήθηκε ότι επιτέλεσε το χειρότερο αμάρτημα. Αυτό της αφαίρεσης μιας ανθρώπινης ζωής. Οι σελίδες του περιέχουν μια κατάθεση ψυχής, μια εξομολόγηση ζωής ενός ανθρώπου που η εκτέλεση του έχει αφήσει ακόμα και σήμερα ανοιχτές πληγές στην ιστορία της Ισλανδίας. Οι πιο δυνατές στιγμές του βιβλίου είναι εκείνες που μετρούν το τελευταίο εικοσιτετράωρο της Άγκνες λίγο πριν από την εκτέλεση της και η εξαιρετική αφηγηματική ικανότητα, όπως αποδεικνύεται, της Kent μεταφέρει στους αναγνώστες τη συναισθηματική φόρτιση αυτής της γυναίκας που νιώθει παγωμένη την ανάσα του θανάτου στο σβέρκο της. Το σώμα της τρέμει, το βλέμμα της μοιάζει κενό, τα πόδια της δεν την κρατάνε όρθια, νιώθει μέσα της οργή, μίσος, φθόνο, φόβο, μοναξιά, την τυλίγει ένα φοβερό σκοτάδι, αρνείται να φάει, μονολογεί ακατάπαυστα, δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει ότι όλα τελειώνουν «με τον ξαφνικό γδούπο της πρώτης τσεκουριάς που αντήχησε μέσα στην κοιλάδα..»
«Μένω αμίλητη… Θα κρατήσω ό,τι είμαι μέσα μου. Θα κρύψω στα χέρια μου ό,τι έχω δει, ό,τι έχω ακούσει, ό,τι έχω νιώσει… Βυθίζω ό,τι μου έχει μείνει και βουλιάζω κι εγώ, χώνομαι κάτω από το νερό. Αν μιλήσω, τα λόγια μου θα είναι κλεισμένα σε φουσκαλίτσες αέρα. Κι εκείνοι δεν θα μπορούν να πάρουν τα λόγια μου, να τα κάνουν δικά τους. Θα δουν σε μένα την πόρνη, την τρελή, τη φόνισσα, τη γυναίκα που στάζει αίμα στο χορτάρι, τη γυναίκα που γελάει με το στόμα της γεμάτο χώμα. Θα πουν «Άγκνες» και θα δουν τη γεροντοκόρη, τη μάγισσα την πιασμένη στον θανάσιμο ιστό, που η ίδια έχει υφάνει. Μπορεί κάποιοι να δουν το αρνάκι που, τριγυρισμένο από τα όρνια, βελάζει να τ’ ακούσει η προβατίνα, η χαμένη του μάνα. Αλλά κανείς δεν θα δει εμένα. Εγώ δεν θα είμαι εκεί…»
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;
Ναι
/
Όχι