Ένα μυθιστόρημα που ξεχειλίζει από χαρμάνι ζωής
Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
14-01-2015 23:34
Υπέρ Γρήγορο, Πλούσια πλοκή, Τεκμηριωμένο
Κατά Προβλέψιμο, Αδικαιολόγητα μεγάλο
Ένα μυθιστόρημα που ξεχειλίζει από χαρμάνι ζωής, νικοτίνη έρωτα και καπνόφυλλα στιγμών. Ένα βιβλίο που περιγράφει ανθρώπους, χαρακτήρες, ζωές, καταστάσεις, όνειρα και στιγμές. Η αγάπη και ο έρωτας δύο νέων παιδιών και ταυτόχρονα ένα χρονικό της καπνοβιομηχανίας στην Καβάλα. Σελίδες ποτισμένες με τη λογοτεχνική δεινότητα των δύο συγγραφέων που θα κρατήσουν εξαιρετική συντροφιά στον αναγνώστη.
Ο Νικόλαος Αρώνης κατέφυγε με την οικογένειά του πρόσφυγας σε χωριό έξω από την Καβάλα μετά τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922 και δουλεύει στα καπνά του μεγαλοβιομήχανου Απόστολου Δρένιου. Το 1929, που ο Δρένιος εγκαινιάζει το εξοχικό του στο χωριό, ο Νικόλαος γνωρίζει κι ερωτεύεται την Αρετή, τη μοναχοκόρη του καπνοβιομήχανου. Ο άδολος παιδικός έρωτας μετατρέπεται με τα χρόνια σε αγάπη και πόθο, ώσπου η μοίρα και οι κοινωνικές διαφορές μπαίνουν ανάμεσά τους και αναγκάζονται να ακολουθήσουν χωριστούς δρόμους.
Αυτή είναι η αρχή του μυθιστορήματος, το οποίο είναι γεμάτο αλήθεια, χαρακτήρες, ανατροπές και δυσκολίες. Είναι καλογραμμένο, καλά μελετημένο ως προς τις διαδικασίες της καπνοπαραγωγής και τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες του τόπου και της εποχής, με πολύ ωραίες εικόνες και λογοτεχνική χροιά και χαίρομαι που οι συγγραφείς με το δεύτερο μόλις βιβλίο τους βελτιώθηκαν κατά πολύ.
Για κάποιον που δεν έχει διαβάσει πολλά βιβλία, το Σαν τα φύλλα του καπνού είναι πολύ καλή επιλογή. Ας μου επιτραπεί όμως να σημειώσω εδώ ότι το βιβλίο δε με κέντρισε ως υπόθεση. Δε με κούρασε, δε βρήκα ψεγάδι στον χειρισμό της πλοκής, τουλάχιστον στο πρώτο μέρος, και σε αυτό βοήθησε η πολύ καλή πένα των συγγραφέων. Παρ’ όλ’ αυτά, έχοντας διαβάσει αρκετά βιβλία, η ιστορία δεν είναι καθόλου πρωτότυπη κι επιπλέον, θέλοντας οι συγγραφείς να καλύψουν όλο τον 20ό αιώνα, πιάνουν την πλοκή και την τραβούν σε μάκρος. Ο Νικόλαος και η Αρετή ζουν τον έρωτά τους, η σχέση αυτή είναι απαγορευμένη όμως για τον κοινωνικό περίγυρο κι έτσι ζουν διάφορα περιστατικά που δε θα τα αποκαλύψω για να μη χαθεί η μαγεία. Ακολουθούν διαφορετικούς δρόμους, παίρνουν διάφορες αποφάσεις που καθοριζουν το μέλλον τους και σε όλη τη ροή διέκρινα υπερβολή και εκβεβιασμένο χειρισμό των ιστοριών. Αυτό το ένιωσα όταν τα κεφάλαια άρχισαν να γίνονται λιγότερο περιγραφικά και περισσότερο «σεναριακά», δηλαδή σα να διαβάζεις την περίληψη μιας υπόθεσης. Αυτό το κατάλαβα κι απο το μέγεθος των κεφαλαίων που κάπου κάπου μειώνονταν δραστικά σε έκταση. Οι πρωταγωνιστές απέκτησαν απογόνους κι αυτοί οι απόγονοι συγκρότησαν κάποιους χαρακτήρες και όλα έκλεισαν γύρω από το σημείο του 2001, οπότε και ξεκίνησε το βιβλίο. Σα να φάνηκε ότι οι συγγραφείς έψαχναν έναν τρόπο να καλύψουν πάνω από ογδόντα χρόνια για να δικαιολογήσουν έτσι την εξέλιξη της πλοκής.
Στα θετικά της περίπτωσης αυτής, το ότι τα ιστορικά γεγονότα (πλην της πυρκαγιάς της Σμύρνης, η οποία αποδίδεται με απαράμιλλη μαεστρία και ανατριχιαστική αληθοφάνεια) εκτυλίσσονται κάπου στο βάθος και τα απόνερά τους ταράζουν το σκαρί των χαρακτήρων (π. χ. η Κατοχή, όπου δεν έχουμε περιστατικά αλλά η αφήγηση σταματά πριν τον πόλεμο και συνεχίζεται με τον Εμφύλιο, δίνοντας εν συντομία το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινήθηκαν οι ήρωες αυτό το διάστημα). Κρίμα γιατί αν η ιστορία, με τα πρώτα χρόνια, την παιδική αγάπη και στη συνέχεια την ωρίμανση, εξελισσόταν με άλλο, συνοπτικότερο τρόπο, το βιβλίο θα ήταν ανυπέρβλητο και ακόμη καλύτερο.
Αυτή είναι μια καθαρά υποκειμενική άποψη από κάποιον που έχει ξανασυναντήσει την κεντρική ιδέα σε πολλά βιβλία και ειδικά την αφήγηση ιστοριών που καλύπτουν μεγάλο χρονικό εύρος και δυστυχώς κανένα από αυτά δεν απέφυγε την «κοιλιά». Αυτό όμως σε τίποτα δε με επηρέασε από το να απολαύσω το γράψιμο, τις περιγραφές, το λεξιλόγιο και τις ολοκληρωμένες εικόνες που μας χαρίζουν οι σελίδες του μυθιστορήματος. Δε θα διστάσω να διαβάσω με αγάπη και ανυπομονησία το επόμενο δημιούργημά τους.
Χαρακτηριστικό απόσπασμα:
«Σαν τα φύλλα του καπνού είναι ο άτιμος ο έρωτας, παιδί μου! ψέλλισε. Κολλάει στην ψυχή όπως η μαύρη κόλλα τους στα χέρια»! (σελ. 300).
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;
Ναι
/
Όχι