Η εχθρική σχέση των εννοιών του τυχαίου και της αναγκαιότητας είναι κάτι που βασανίζει τους προβληματισμούς των φιλοσοφικών στοχασμών από αιώνες. Στην περίπτωση της καλλιτεχνικής δημιουργίας, ωοτόσο, έχει κανείς την παράδοξη αίσθηση πως οι μεταξύ τους αντιθέσεις αίρονται, και μάλιστα με τρόπο περίπου μαγικό. Με τρόπο διαλεκτικό θα έλεγα, αν δεν διατηρούσα σοβαρές επιφυλάξεις για τον βαθμό της ενσυνείδητης βουλητικής ενέργειας η οποία παρακολουθεί και γενικότερα την άρθρωση των εικαστικών γεγονότων, σε όλο τους το ανάπτυγμα και σε όλες τους τις εκδοχές.
Το σύντομο αυτό σημείωμα δεν έχει όμως ως στόχο του να διερευνήσει με εμβρίθεια και σε βάθος τους μηχανισμούς της γενεσιουργίας των καλλιτεχνικών μορφών. Ούτε φιλοδοξεί να ιχνηλατήσει συστηματικά όσα αίτια συνέχουν και συγκεκριμενοποιούν την εκφορά του καλλιτεχνικού λόγου. Θα ήθελε μόνο με τις λίγες, τις καθόλου πρωτότυπες επισημάνσεις του να βοηθήσει κάπως τους αναγνώστες ελπίζοντας πως έτσι θα διακρίνουν καθαρότερα το πού και το πώς συμπίπτουν, ή μάλλον το πού και το πώς συντίθενται τα όρια ανάμεσα στις απρόβλεπτες διαστάσεις των φυσικών φαινομένων και στις καταλυτικές παρεμβάσεις της ανθρώπινης ενεργητικότητας. Ανάμεσα στην παθητική, δηλαδή, αποδοχή των τετελεσμένων καταστάσεων και τη μαχητική αντίδραση που προκαλεί η δημιουργική θεώρηση των συστατικών τους.
Στην περίπτωση των φθαρμένων από τις καταλυτικές επιπτώσεις του χρόνου αρνητικών, η αναίρεση της καταστροφής, η αναζωογόνηση νεκρών υπάρξεων συναρτάται με τη δυναμική ανάπλαση όσων από τα δεδομένα τους έχουν επιβιώσει. Με μια διαδικασία, η οποία αναβαπτίζει την υλική υπόσταση των συστατικών τους και ανασυνθέτει τα διασωθέντα αφηγηματικά τους στοιχεία, αναδημιουργώντας εννοιολογικά το εικονογραφικό τους περιεχόμενο και επιτυγχάνοντας, είτε αφαιρετικά είτε προσθετικά, τη νέα συνθετική τους συγκρότηση. Το τελικό αποτέλεσμα δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με την πραγματικότητα της αρχικής εικόνας. Και θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί σαν ένας ιδιαίτερα γόνιμος πειραματισμός της δημιουργικής περιέργειας πάνω σε εγγενείς δυνατότητες να αναβιώνουν θέματα σβησμένα από τη μνήμη των πρώτων τους αποτυπώσεων. Η μετάταξη των τραυματισμένων φωτογραφικών απεικονίσεων σε άλλα επίπεδα αισθητικής ανάδειξης, αφήνει βεβαίως να αναδυθούν μέοα από τον κόσμο του υποσυνειδήτου οι υποδόριες συγκινησιακές αφετηρίες της γνωστικής επάρκειας και της τεχνικής ιδιοφυΐας. Ταυτόχρονα όμως αφήνει ελεύθερα τα πετάγματα της φαντασίας του θεατή να συμπληρώσουν με τις δικές τους διαδρομές τα χάσματα της διηγηματικής συνέχειας, απελευθερώνοντας την ορμή των συνειρμικών συσχετισμών σε περιοχές πέρα από τη βούληση ή τις προσδοκίες του δημιουργού τους.
Ο Λεωνίδας Κουργιαντάκης, από τα βασικά στελέχη των Φωτογραφικών Αρχείων του Μουσείου Μπενάκη, διαθέτει την αγάπη, τη γνώση και τον ψυχισμό που είναι απαραίτητος σε μια τέτοια δουλειά. Η εργασία του μπορεί να στηρίζεται πάνω σε παλιότερους, δοκιμασμένους πειραματισμούς της φωτογραφικής τέχνης, όπως σημειώνει άλλωστε και η Αλίκη Τσίργιαλου στο δικό της κείμενο, οι παρεμβάσεις του όμως έχουν τη σφραγίδα της προσωπικής ματιάς και την τονικότητα ενός ατομικού μελωδικού λόγου. Οι συνθέσεις των σχημάτων τις οποίες προτείνει και η αφαιρετική τους διάθεση, οι υπαινικτικές τους αναφορές και οι γήινες χρωματικές τους κλίμακες ερεθίζουν τη συγκίνηση με αναμνήσεις από την εικαστική εποποιία τόσο της φωτογραφίας, όσο και της ζωγραφικής του 20ού αιώνα. Κάτι που δεν έχω καμιά απολύτως αμφιβολία ότι θα συνεπάρει τους αναγνώστες αυτού του βιβλίου.
(πρόλογος του βιβλίου)
Σημείωση: Εδώ συζητάμε γενικά για το βιβλίο, δεν είναι ο χώρος τής βαθμολόγησης ή της κριτικής μας για το βιβλίο.
Η σύνδεση με το λογαριασμό σας στο Facebook είναι ασφαλής. Θα σας ζητηθεί να εξουσιοδοτήσετε το Bookia. Η εξουσιοδότηση που θα δώσετε στο Bookia θα χρησιμοποιηθεί μόνον για την παροχή των υπηρεσιών προσωπικά σε εσάς και πάντα με τη δική σας άδεια.