Τα «Δυτικά Βαλκάνια», βασικά γεωγραφικός προσδιορισμός περιοχής της βαλκανικής χερσονήσου, ως όρος ήταν, μέχρι πρόσφατα, άγνωστος. Αναδύθηκε στη δεκαετία του 1990 από την ευρωπαϊκή «κουζίνα» των Βρυξελλών, με πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και στη συνέχεια του Συμβουλίου της ΕΕ, προκειμένου να ορίσει τη δυτική υποπεριφέρεια της «Νοτιοανατολικής Ευρώπης» - νέας επίσημης εκδοχής των άλλοτε Βαλκανίων, να υποδείξει την πλέον προβληματική περιοχή στην ευρύτερη «γειτονιά των Βαλκανίων», μετά τη βίαιη διάλυση της ΟΔΓιουγκοσλαβίας, τη δημιουργία νέων κρατών, την προβολή εθνοτικών/μειονοτικών διεκδικήσεων αυτοδιάθεσης, συμπεριλαμβανομένης της απόσχισης. Έκτοτε, ως σταθερή αναφορά της ΕΕ στην πολιτική γειτνίασης και τη μελλοντική νέα διεύρυνση της, τα Δυτικά Βαλκάνια, από Κροατία μέχρι Αλβανία, ΠΓΔΜ, Σερβία αλλά και.... «Κόσοβο», ως αυτοτελής οντότητα με κρατικά χαρακτηριστικά, προσδιορίζονται από τα σοβαρά εσωτερικά προβλήματα αστάθειας ως ανεξάρτητα κράτη. Και ακόμα από τα ανοικτά ζητήματα δημοκρατίας, δικαιωμάτων του ανθρώπου και κράτους δικαίου, με τριβές και εντάσεις, αλλά και ζητούμενο τον σεβασμό της ετερότητας μειονοτήτων, σε μια συγκλίνουσα πορεία που θα φέρει τις εν λόγω χώρες εγγύτερα προς την ΕΕ. Αυτή ακριβώς η ευρωπαϊκή πορεία, η προσέγγιση και σύγκλιση προς τα διεθνή/ευρωπαϊκά πρότυπα, με στόχο, τελικά, την ένταξη στην ΕΕ, επιβάλλει στην ΕΕ, αλλά και στον παρατηρητή των διεθνών δρώμενων, την επίδειξη μιας ιδιαίτερης προσοχής στις σημαντικές εξελίξεις στην περιοχή, μερικές από τις οποίες, μάλιστα, επηρεάζουν γενικότερα τη διεθνή δικαιοταξία. Κι επομένως ενδιαφέρουν καθοριστικά το διεθνές δίκαιο και την εφαρμογή του.