Το βιβλίο συγκεντρώνει τρεις από τις νουβέλες του Λόντον για το μπόξ καθώς και τις δημοσιογραφικές-λογοτεχνικές ανταποκρίσεις του από πυγμαχικούς αγώνες. Η έκδοση συνοδεύεται από φωτογραφίες και βιογραφικά στοιχεία των πυγμάχων που αναφέρονται καθώς και από σχέδια και εικόνες του Ηλία Παπαγιαννόπουλου που φτιάχτηκαν ειδικά για το βιβλίο.
Τον Δεκέμβριο του 1908, ο Τζάκ Λόντον βρίσκεται στην Αυστραλία. Ύστερα από μια πραγματική χρεοκοπία, οικονομική, ηθική και σωματική, μπαίνει στις 16 Νοεμβρίου στο νοσοκομείο του Σύντνεϋ, όπου και θα νοσηλευτεί για μια παράξενη και επώδυνη τροπική ασθένεια. Η πρώτη ευχαρίστηση που προσφέρει στον εαυτό του ο συγγραφέας, βγαίνοντας από το νοσοκομείο, είναι ένας αγώνας πυγμαχίας: η αναμέτρηση ανάμεσα στους δύο πρωταθλητές βαρέων βαρών, τον Τζόνσον και τον Μπέρνς, που γίνεται μέσα στο καινούργιο στάδιο του Σύντνεϋ. Έκανε τη σχετική ανταπόκριση για τη New York Herald και την Austra-lian Star.
Ο Λόντον θα αφιερώσει στον Τζόνσον άλλα δώδεκα άρθρα από τον Ιούνιο έως τον Ιούλιο του 1910. Η New York Herald και μια αλυσίδα εφημερίδων του είχαν αναθέσει να εκθέσει λεπτομερώς όλο τον χρόνο της προπόνησης του Τζόνσον και του αντιπάλου του Τζίμ Τζέφρυς, πριν από τον αγώνα που τους έφερε αντιμέτωπους στο Ρίνο, στις 4 Ιουλίου 1910.
Δεν αποτελεί σύμπτωση το γεγονός ότι μια μεγάλη αμερικανική εφημερίδα διάλεξε έναν διάσημο συγγραφέα για να "καλύψει" μια αθλητική συνάντηση η οποία συγκέντρωνε το ενδιαφέρον ολόκληρης της Αμερικής. Ο Λόντον είναι αναμφισβήτητα ένας από τους πρώτους συγγραφείς (αν όχι ο πρώτος) που τόλμησε να χρησιμοποιήσει έναν πυγμάχο ως μυθιστορηματικό ήρωα, το 1905, στο "Παιχνίδι". Ακολούθησαν τα: "Ένα κομμάτι κρέας" (1909), "Το κτήνος των σπηλαίων" (1911), και "Ο Μεξικάνος" (1911).
Στις αρχές του αιώνα, η πυγμαχία δεν εθεωρείτο "ευγενής τέχνη". Όσο για την ένταξη της πυγμαχίας στον λογοτεχνικό χώρο -κάθιδρο και θορυβώδες κοινό, ματωμένες πετσέτες, πρησμένα και μωλωπιασμένα μάτια- κάτι τέτοιο έμοιαζε ασύλληπτο. Ο Τζάκ Λόντον όμως ήταν αποφασισμένος να ανοίξει τον χώρο της λογοτεχνίας προς όλες τις όψεις της ζωής, ακόμα και σε όσες θεωρούνται ασήμαντες, χυδαίες ή αηδιαστικές.
Ο Λόντον δεν είχε συλλάβει το μυθιστόρημα σαν κομψοτέχνημα που ο συγγραφέας το λαξεύει στην άνετη ατμόσφαιρα του γραφείου του, αλλά σαν ένα κομμάτι αιμορροούσας ζωής που επιρρίπτει στον αναγνώστη. Κατ\' αυτόν η λογοτεχνία είναι η βιωμένη γραφή. Το μυθιστόρημα πρέπει να βγαίνει μέσα από την παρατήρηση. Και, αν είναι δυνατόν, από την εμπειρία.
Σημείωση: Εδώ συζητάμε γενικά για το βιβλίο, δεν είναι ο χώρος τής βαθμολόγησης ή της κριτικής μας για το βιβλίο.
Η σύνδεση με το λογαριασμό σας στο Facebook είναι ασφαλής. Θα σας ζητηθεί να εξουσιοδοτήσετε το Bookia. Η εξουσιοδότηση που θα δώσετε στο Bookia θα χρησιμοποιηθεί μόνον για την παροχή των υπηρεσιών προσωπικά σε εσάς και πάντα με τη δική σας άδεια.